Η Michelle Gurevich, όπως είναι το πραγματικό όνομα της Chinawoman, έχει καθιερωθεί ως «ιέρεια» της λεγόμενης δραματικής ποπ (ας είναι καλά η αισθαντική, «μπαρουτοκαπνισμένη» ερμηνεία της) χωρίς όμως να γίνεται βαρετή ή μονότονη. Η τελευταία της δουλειά με τίτλο Let’s Part In Style δείχνει την ανάγκη της για πειραματισμό, αφού οι επιρροές από την ηλεκτρονική σκηνή του Βερολίνου, όπου ζει τα τελευταία χρόνια, είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς. Λίγο πριν την επερχόμενη εμφάνιση της στην Αθήνα (η οποία θα περάσει από το μικροσκόπιο, μετά το αμφιλεγόμενο live της Cat Power) είπε μερικές κουβέντες στην Popaganda.
Η τελευταία σου εμφάνιση στην Ελλάδα, ήταν sold out και είχε πάρει πολύ καλές κριτικές. Πως νιώθεις που θα βρεθείς ξανά εδώ; Eίναι μεγάλη τιμή που η εκτίμηση του κοινού στην Ελλάδα απέναντι στη μουσική μου ενισχύεται όλο και περισσότερο. Φυσικά, πάντα υπάρχει μια διαφορετική οπτική ανάλογα με τον χώρο που βρίσκομαι, αλλά θέλω να πιστεύω ότι θα δημιουργηθεί η ίδια αίσθηση οικειότητας όπως και την προηγούμενη φορά.
Αν και γεννημένη στον Καναδά, έχεις Ρωσικές καταβολές. Τι ρόλο έπαιξε στη δημιουργία του ήχου σου αν και εφόσον σε επηρέασε με κάποιο τρόπο. Γεννήθηκα στον Καναδά, αλλά μεγαλώνοντας, βασικό μου άκουσμα ήταν οι Σοβιετικοί δίσκοι των γονιών μου. Αυτό νομίζω το έχουν και οι Έλληνες, οι οποίοι έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στη Βόρεια Αμερική- έχουν μεγάλη αγάπη για τη χώρα τους, είναι περήφανοι για αυτήν και έχουν ελληνικές σημαίες στα αυτοκίνητα. Με τον ίδιο τρόπο, όντας η ίδια παιδί μεταναστών και έχοντας μεγάλη επιρροή από τη ρώσικη καταγωγή μου – αν και έχω απομακρυνθεί αρκετά- κατάφερα να αναπτύξω μια μεγάλη αγάπη και να εντρυφήσω σε αυτές τις επιρροές.
Αυτή η πολυπολιτισμικότητα στη ζωή σου έπαιξε κάποιο ρόλο ώστε να επιλέξεις να μετακομίσεις στο Βερολίνο, μια πόλη όπου συναντάς διαφορετικές κουλτούρες στη καθημερινή ζωή; Σε αυτό το κομμάτι, το Βερολίνο μοιάζει πολύ με το Τορόντο. Είναι δυο «παγκόσμιες πόλεις» και αφετηρία για ανθρώπους που αποφασίζουν να μεταναστεύσουν. Ένας τυπικός Καναδός μπορεί να είναι πολύ εύκολα από την Ινδία, την Ασία ή τη Καραϊβική και αυτή τη στιγμή συμβαίνει ακριβώς το ίδιο στο Βερολίνο. Είναι ένας από τους λόγους που μου είναι τόσο οικείο.
Γιατί επέλεξες να κινηθείς μόνη σου δισκογραφικά, χωρίς την υποστήριξη κάποιας δισκογραφικής εταιρείας; Δεν έχω βρει έναν αναγκαίο λόγο να λειτουργήσω διαφορετικά. Το να κυκλοφορώ τη μουσική μου μέσω κάποιας δισκογραφικής εταιρείας μόνο και μόνο για να αισθανθώ καλά, δε μου λέει κάτι. Πρέπει να έχεις μια προοπτική τόσο δημιουργική όσο και οικονομική, και με αυτό τον ανεξάρτητο τρόπο τα πράγματα προχωρούν και εξελίσσονται μέχρι τώρα.
Ο ήχος σου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σκοτεινός αλλά με έναν ρομαντικό τρόπο… Oύτε η έννοια φωτεινός αλλά ούτε η έννοια σκοτεινός είναι εντελώς ακριβής και όποιος χρησιμοποιεί τόσο ακραίους χαρακτηρισμούς, συνήθως τον αντιμετωπίζω λίγο καχύποπτα. Όταν συνδυάζεις την μελαγχολία με τον ρομαντισμό βρίσκεις μια ισορροπία ανάμεσα στο σκοτάδι και στο φως, η οποία για μένα είναι κοντά στην έννοια της αλήθειας.
Και στους στίχους μπορώ να διακρίνω μια ελαφριά απαισιοδοξία. Ισχύει το ίδιο και για τις σκέψεις σου; Θα ήθελα να πιστεύω ότι δεν υπάρχει κάποιου είδους απαισιοδοξία, αν και μπορώ να καταλάβω πως κάποια τραγούδια θα μπορούσαν να δώσουν αυτή την αρχική εντύπωση. Θεωρώ ότι οι στίχοι μου ακολουθούν την παράδοση της Ανατολικής Ευρώπης, η οποία ισορροπεί την μοιρολατρία με μια εορταστική έννοια. Έτσι για κάθε στιγμή ταλαιπωρίας υπάρχει επίσης ένα κλείσιμο του ματιού και μια χιουμοριστική αντίληψη.
Αυτό είναι διάχυτο και στη τελευταία σου δουλειά, στην οποία όμως πειραματίζεσαι λίγο περισσότερο, ενσωματώνοντας περισσότερα ηλεκτρονικά στοιχεία.
Το τελευταίο άλμπουμ έχει μεγαλύτερη ποικιλομορφία κυρίως όσον αφορά την δυναμική του. Το «Good Times Don’t Carry Over» είναι σίγουρα ένα από τα πιο ηλεκτρονικά κομμάτια που έχω κάνει-επηρεασμένο κυρίως από την έκθεση μου στη techno σκηνή του Βερολίνου. Το «Woman is Stil A Woman» και το «Nothing to Talk About» είναι επίσης πιο παιχνιδιάρικα από ότι συνήθως. Δεν μπορώ να πω ότι θα ήθελα να ακολουθήσω κάποια από τις δυο κατευθύνσεις αλλά είναι ωραίο να δίνεις λίγο χρώμα και αέρα στη συνολική εικόνα. Το «What Was Said» σπρώχνει τα όρια του μελοδράματος και της οικειότητας, και είναι από τα προσωπικά αγαπημένα. Το «Vacations from Love» και το «To Be With Others» είναι δυο από τα πιο δυνατά και χαρακτηριστικά κομμάτια του άλμπουμ. Σκοτεινά, μίνιμαλ, με στίχους που «κόβουν».
Ο ήχος σου είναι νομίζω ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει και στο soundtrack κάποιας ταινίας. Υπάρχει κάποια που θα ήθελες να είχες γράψει εσύ τη μουσική; Λατρεύω τον Fellini, αλλά δεν νομίζω ότι η μουσική μου θα ταίριαζε στις ταινίες του. Πιθανώς να ταίριαζε στην ειρωνεία και τον παραλογισμό του David Lynch αλλά και την ευαισθησία και τη νοσταλγία του Claude Lelouche.
Είναι αλήθεια ότι το όνομα σου προέκυψε από κάποιο αστείο της στιγμής; H πρώτη φορά που άνοιξα την εφαρμογή Garageband στον υπολογιστή, μου ζήτησε όνομα και το Chinawoman ήταν το πρώτο που μου ήρθε στο μυαλό. Είναι ένα παράξενο όνομα που ερμηνεύεται με πολλούς τρόπους και συνεχίζει να αποτελεί μυστήριο ακόμα και για μένα.
H Chinawoman θα εμφανιστεί το Σάββατο 29 Νοεμβρίου στο Fuzz Live Music Club (Πειραιώς 209 & Πατριάρχου Ιωακείμ 1, Ταύρος, Αθήνα)
Opening act: Tim Isherwood
20.00 μ.μ.
Εισιτήρια: 14 € (περιορισμένος αριθμός), 17 € (προπώληση), 20 € (ταμείο)
Σημεία προπώλησης:11 876, στα καταστήματα Public, Seven Spots, Παπασωτηρίου, Ιανός και online στο www.viva.gr