Categories: FeaturedΒΙΒΛΙΟ

Το φως του προβολέα

 

Το 1962 ολοκλήρωσα το Ποίημα χωρίς ήρωα, που το έγραφα 22 χρόνια.

Τον περασμένο χειμώνα, στις παραμονές του έτους Δάντη, άκουσα ξανά τους ήχους της ιταλικής γλώσσας –επισκέφτηκα τη Ρώμη και τη Σικελία. Την άνοιξη του 1965 ταξίδεψα στη γενέτειρα του Σαίξπηρ, είδα το βρετανικό ουρανό και τον Ατλαντικό, συναντήθηκα με παλιούς φίλους και γνώρισα καινούριους, κι επισκέφτηκα για μια ακόμη φορά το Παρίσι.

Δεν σταμάτησα να γράφω ποίηση. Για μένα είναι η σύνδεσή μου με το χρόνο και με τη νέα ζωή του λαού μου. Όποτε έγραφα ποίηση, ένιωθα τους ρυθμούς που αντηχούσαν στην ηρωική ιστορία της πατρίδας μου. Χαίρομαι που έζησα σ’αυτή την εποχή και είδα γεγονότα που δεν έχουν τα όμοιά τους.

 1965

 Η ΚΑΛΥΒΑ

 Γεννήθηκα την ίδια χρονιά με τον Τσάρλι Τσάπλιν, τη «Σονάτα Κρόιτσερ» του Τολστόι, τον πύργο του Άιφελ και, μου φαίνεται, τον Τ. Σ. Έλιοτ. Εκείνο το καλοκαίρι το Παρίσι γιόρταζε την εκατοστή επέτειο από την πτώση της Βαστίλης – ήταν το 1889. Τη νύχτα της γέννησής μου, 23 Ιουνίου, γιορταζόταν –και γιορτάζεται -η πανάρχαιη γιορτή της παραμονής του Αϊ-Γιάννη (Midsummer Night). Με ονόμασαν Άννα προς τιμήν της γιαγιάς μου, της Άννας Γιεγκόροβνα Μοτοβίλοβα. Η μητέρα της, απόγονος του Τζένγκις Χαν, ήταν η Τατάρα πριγκίπισσα Αχμάτοβα, που το όνομά της πήρα για λογοτεχνικό ψευδώνυμο -χωρίς να έχω συνειδητοποιήσει ότι ετοιμάζομαι να γίνω μια Ρωσίδα ποιήτρια. Γεννήθηκα στη ντάτσα της Σαρακίνα (Μπολσόι Φοντάν, ο 11ος σταθμός του τρένου), κοντά στην Οδησσό. Αυτή η μικρή ντάτσα (πιο σωστά καλύβα) βρισκόταν στο βάθος μιας στενής και κατηφορικής έκτασης γης δίπλα στο ταχυδρομείο. Η ακτή εκεί ήταν απόκρημνη κι οι ράγες του τρένου ακολουθούσαν το χείλος του γκρεμού.

 Όταν ήμουν δεκαπέντε ετών και ζούσαμε στη ντάτσα στο Λούστντορφ, περνούσαμε κάποτε απ’αυτή την περιοχή, και η μητέρα μου πρότεινε να πάμε να δούμε τη ντάτσα της Σαρακίνα, που δεν την είχα δει ποτέ ως τότε. Στην είσοδο της καλύβας είπα: «Κάποτε θα βάλουν εδώ μια αναμνηστική πλάκα». Δεν ήμουν ματαιόδοξη. Ήταν απλώς ένα ανόητο αστείο. Η μητέρα μου στενοχωρήθηκε. «Θεέ μου», είπε, «πόσο άσχημα σε έχω μεγαλώσει».

 1957

ΑΓΡΙΜΙ

 Παγανιστικά παιδικά χρόνια. Στη γειτονιά αυτής της ντάτσας […] πήρα το παρατσούκλι «αγρίμι», επειδή περπατούσα ξυπόλυτη, τριγύριζα χωρίς καπέλο, ριχνόμουν από τη βάρκα στην ανοιχτή θάλασσα, κολυμπούσα με τις καταιγίδες και καθόμουν στον ήλιο μέχρι που το δέρμα μου ξεφλούδιζε. Και με όλα αυτά σκανδάλιζα τις επαρχιώτισσες νεαρές κυρίες της Σεβαστούπολης.

 Η παιδική μου ηλικία ήταν τόσο μοναδική και θαυμάσια όσο και κάθε άλλου παιδιού στον κόσμο.

 Να μιλάς για την παιδική σου ηλικία είναι και εύκολο και δύσκολο. Χάρη στη στατικότητά της είναι πολύ εύκολο να την περιγράφεις, αλλά πάρα πολύ συχνά αυτή η περιγραφή είναι διαποτισμένη με μια γλυκερότητα που δεν ταιριάζει καθόλου σε μια τόσο σημαντική και έντονη περίοδο της ζωής όπως η παιδική ηλικία. Επιπλέον, κάποιοι άνθρωποι θέλουν να παρουσιάζονται πως ήταν υπερβολικά δυστυχισμένοι στα παιδικά τους χρόνια, ενώ άλλοι υπερβολικά ευτυχισμένοι. Και το ένα και το άλλο είναι συνήθως ανοησίες. Τα παιδιά δεν έχουν μέτρο σύγκρισης κι απλούστατα δεν ξέρουν αν είναι ευτυχισμένα ή όχι. Αμέσως μόλις κάνει την εμφάνισή της η συνείδηση, ο άνθρωπος βρίσκεται να ζει σε έναν εντελώς παγιωμένο και αμετάβλητο κόσμο, και το πιο φυσικό είναι να πιστεύει ότι αυτός ο κόσμος δεν ήταν ποτέ κάτι διαφορετικό. Αυτή η αρχική εικόνα θα παραμείνει στην ψυχή του για πάντα, κι υπάρχουν άνθρωποι που μόνο σ’ αυτήν πιστεύουν, αν και κρύβουν κάπως αυτή την παραξενιά. Αντίθετα, άλλοι δεν πιστεύουν καθόλου στην αυθεντικότητα αυτής της εικόνας κι αρκετά ανόητα επίσης επαναλαμβάνουν: «Ήμουν στ’ αλήθεια εγώ αυτό;»…

1964

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΣΟΥΧΑΡΝΤΙΝΑ

 Το σπίτι ήταν 100 χρονώ. Ανήκε στην Ευδοκία Ιβάνοβνα Σουχαρντίνα, τη χήρα του εμπόρου, που έμοιαζε με λύγκα και που το παράξενο ντύσιμό της θαύμαζα στα παιδικά μου χρόνια. Αυτό το σπίτι βρισκόταν στη γωνία της οδού Σιρόκαγια και του δρομάκου Μπεζιμιάνι (το δεύτερο σπίτι από το σταθμό). Έλεγαν ότι κάποτε, πριν από το σιδηρόδρομο, υπήρχε στο σπίτι κάποιου είδους ταβέρνα ή πανδοχείο κοντά στην είσοδο της πόλης. Ξεφλούδιζα το χαρτί της ταπετσαρίας στο κίτρινο δωμάτιό μου (το ένα στρώμα μετά το άλλο), και το τελευταίο ήταν ένα ασυνήθιστο ζωηρό κόκκινο. «Αυτή είναι η ταπετσαρία που υπήρχε στο πανδοχείο 100 χρόνια πριν», σκεφτόμουν. Στο υπόγειο ζούσε ο τσαγκάρης Μπ. Νεβόλιν -στις μέρες μας αυτό θα ήταν πλάνο από κάποιο ιστορικό ντοκιμαντέρ.

 Αυτό το σπίτι έχει μείνει στη μνήμη μου περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο σπίτι στον κόσμο. Εκεί πέρασε η παιδική μου ηλικία (ισόγειο) κι η πρώτη νεότητα (πάνω πάτωμα). Σχεδόν τα μισά μου όνειρα διαδραματίζονται εκεί. Φύγαμε απ’ αυτό την άνοιξη του 1905. Αργότερα επισκευάστηκε κι έχασε την παλιά του όψη. Δεν υπάρχει πια εδώ και πολύ καιρό, και στο μέρος αυτό έκαναν ένα πάρκο για το σταθμό ή κάτι παρόμοιο. (Η τελευταία φορά που βρέθηκα στο Τσάρσκογε Σελό ήταν τον Ιούνιο του 1944.) Δεν υπάρχει πια ούτε η ντάτσα του Τουρ, […] τρία βέρστια από τη Σεβαστούπολη, όπου περνούσα κάθε καλοκαίρι από τα επτά ως τα δεκατρία μου κι όπου κέρδισα το παρατσούκλι «αγρίμι», ούτε το Σλεπνιόβο των χρόνων 1911 ως 1917, από το οποίο έμεινε μόνο η λέξη κάτω από τα ποιήματά μου στο Λευκό Σμήνος και στο Αγριοβότανο. Αλλά αυτή είναι κατά τα φαινόμενα η τάξη των πραγμάτων…

 1957

…Και κάποιες φορές στην ίδια αυτή οδό Σιρόκαγια, με κατεύθυνση από το σταθμό ή προς το σταθμό, περνούσε μια νεκρική πομπή απίστευτης λαμπρότητας: η χορωδία (αγοράκια) τραγουδούσε με αγγελικές φωνές, κι ήταν αδύνατο να δεις το φέρετρο κάτω από την ολοζώντανη πρασινάδα και τα πεθαμένα από την παγωνιά λουλούδια. Ο κόσμος κρατούσε αναμμένα φανάρια, οι παπάδες έκαιγαν θυμίαμα, τα άλογα με παρωπίδες πήγαιναν αργά και με επισημότητα. Πίσω από το φέρετρο βάδιζαν οι αξιωματικοί της φρουράς, που πάντα μου θύμιζαν κάπως τον αδελφό του Βρόνσκι με τα «μεθυσμένα, ανοιχτά πρόσωπά τους», και οι κύριοι με ψηλά καπέλα. Σε άμαξες, ακολουθώντας την εκφορά της σορού, κάθονταν σεβάσμιες ηλικιωμένες γυναίκες με τους λακέδες τους σα να περίμεναν τη σειρά τους, κι όλα έμοιαζαν με την περιγραφή της κηδείας της κόμισσας στη «Ντάμα Πίκα».

 Και μου φαινόταν πάντα (αργότερα, όταν έφερνα στη μνήμη μου αυτά τα θεάματα) πως όλα αυτά ήταν μέρος της μεγαλόπρεπης κηδείας ολόκληρου του 19ου αιώνα. Έτσι έγιναν οι κηδείες των τελευταίων νεώτερων συγχρόνων του Πούσκιν στη δεκαετία του 1890. Το θέαμα αυτό στο εκτυφλωτικό χιόνι και το λαμπρό ήλιο του Τσάρσκογε Σελό ήταν εξαίσιο, αλλά το ίδιο πράγμα σ’ εκείνο το κίτρινο φως και το πυκνό σκοτάδι που ξεχείλιζε από παντού, μπορούσε να είναι τρομαχτικό και κάπως διαβολικό.

 1959

 Τους ανθρώπους της γενιάς μου δεν τους απειλεί κανενός είδους μελαγχολική επιστροφή -δεν έχουμε πού να επιστρέψουμε… Κάποιες φορές (όταν είναι τόσο έρημα και ευωδιαστά τα πάρκα), μου φαίνεται πως θα μπορούσε κάποιος να μπει σ’ ένα αυτοκίνητο και να οδηγήσει πίσω στις μέρες των εγκαινίων του Σταθμού του Πάβλοφσκ, στα μέρη εκείνα που μια σκιά απαρηγόρητη με γυρεύει, αλλά στη συνέχεια αρχίζω να καταλαβαίνω πως αυτό είναι αδύνατο, πως δεν πρέπει κανείς να εισβάλλει (ούτε ακόμα και μέσα σ’ένα βενζινοκούτι) στα παλάτια της μνήμης, πως δεν θα έβλεπα τίποτα και πως μόνο θαθόλωνααυτό που τώρα βλέπω τόσο καθαρά.

 Στην πραγματικότητα κανείς δεν ξέρει σε ποια εποχή ζει. Να γιατί στην αρχή της δεκαετίας του 1910 δεν ξέραμε πως ζούσαμε στις παραμονές του πρώτου ευρωπαϊκού πολέμου και της Οκτωβριανής Επανάστασης… […]

 [1957]

Ο 20ός αιώνας άρχισε την άνοιξη του 1914 με τον πόλεμο, ακριβώς όπως ο 19ος είχε αρχίσει με το Συνέδριο της Βιέννης. Οι ημερομηνίες στο ημερολόγιο δεν έχουν απολύτως καμία σημασία. Αναμφισβήτητα, ο συμβολισμός ήταν φαινόμενο του 19ου αιώνα. Η εξέγερσή μας εναντίον του ήταν θεμιτή, γιατί θεωρούσαμε τους εαυτούς μας ανθρώπους του 20ου αιώνα και δεν θέλαμε να παραμείνουμε στον προηγούμενο…

 

Η ΣΠΙΘΑ ΤΗΣ ΑΤΜΟΜΗΧΑΝΗΣ

(Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΣΤΙΧΟΥ)

Ταξίδευα το καλοκαίρι του 1921 από το Τσάρσκογε Σελό στην Πετρούπολη. Το άλλοτε βαγόνι της τρίτης θέσης ήταν γεμάτο, όπως πάντα εκείνο τον καιρό, από ανθρώπους φορτωμένους σακιά, αλλά κατάφερα να πιάσω μια θέση, κάθισα και κοίταζα από το παράθυρο τα πάντα –ακόμα κι αυτά που μου ήταν γνώριμα. Και ξαφνικά, απροσδόκητα όπως πάντα, ένιωσα το πλησίασμα κάποιων στίχων (το ρυθμό). Μου ήρθε μια αφόρητη επιθυμία να καπνίσω. Καταλάβαινα ότι χωρίς τσιγάρα δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Σκάλισα την τσάντα, βρήκα κάποιο ξεθυμασμένο «Σαπφώ». Αλλά… σπίρτα δεν είχα. Δεν είχα ούτε εγώ, ούτε κανείς άλλος στο βαγόνι. Βγήκα στον ανοιχτό εξώστη. Εκεί στέκονταν κάποια αγόρια με τη στολή του κόκκινου στρατού και καυγάδιζαν άγρια. Ούτε εκείνα είχαν σπίρτα, όμως μεγάλες, κόκκινες, κάπως σαν ζωντανές, παχιές σπίθες από την ατμομηχανή κάθονταν στα κάγκελα του εξώστη. Άρχισα να ακουμπώ (να πιέζω) σ’αυτές το τσιγάρο μου. Στην τρίτη (πάνω-κάτω) σπίθα το τσιγάρο άναψε. Οι νέοι, που παρακολουθούσαν άπληστα τα κόλπα μου, ήταν κατενθουσιασμένοι. «Αυτή δεν θα χαθεί», -είπε ένας τους για μένα. Ήταν το ποίημα: «Δεν είσαι πια ανάμεσα στους ζωντανούς…» Δες την ημερ. στο χειρόγραφο -16 Αυγούστου 1921 (ίσως με το παλιό ημερ.).

1961

Άκουγα το βαλς της λιβελούλας από τη σουίτα μπαλέτου του Σοστακόβιτς. Είναι ένα θαύμα. Σα να το χορεύει η χάρη η ίδια. Είναι δυνατό να δημιουργήσει κάποιος με λέξεις αυτό που κάνει εκείνος με τους ήχους; […]

 Νοέμβριος 1961

 Προδημοσίευση από το βιβλίο Άννα Αχμάτοβα, Το φως του προβολέα, ανθολόγηση και μετάφραση Ασπασία Λαμπρινίδου, που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Το Ροδακιό το Φεβρουάριο του 2015. Γλυπτική: Κώστας Γουζέλης. Φωτογραφίες: Αντώνης Βουρεξάκης.

Στη μνήμη του Βασίλη Διοσκουρίδη.

POPAGANDA

Share
Published by
POPAGANDA