Ήταν εκεί γύρω στα τέλη του 2010. Ιεραρχούσαμε τα καλύτερα της χρονιάς προσπαθώντας να αποφασίσουμε ποιo indie blockbuster μας είχε κλέψει περισσότερο την καρδιά (Το τρίτο άλμπουμ των Arcade Fire ή των LCD Soundsystem; Τότε δεν ξέραμε πόσο οι πρώτοι θα έμοιαζαν στο μέλλον στους δεύτερους) Μήπως έπρεπε η πρωτιά να πάει στον Caribou γιατί είχαμε λιώσει το Swim; Μήπως οι Beach House και οι Deerhunter είχαν μόλις βγάλει τα άλμπουμ που τους άλλαζαν πίστα; Κι αυτοί οι πρωτοεμφανιζόμενοι, οι Tame Impala, ακούγονταν στ’ αλήθεια πολλά υποσχόμενοι. Προσπαθώντας να μπουν όλα αυτά σε μια σειρά, ενώ ο Kanye έσκιζε σε όλες τις λίστες των μεγάλων sites με το My Twisted Dark Fantasy, από στόμα άρχισε να διαδίδεται το EP ενός πιτσιρίκου από το Λίβερπουλ. Είχε κυκλοφορήσει μήνες προκαλώντας μηδενικό θόρυβο, αλλά σιγά σιγά φτιαχνόταν ένα μικρό hype γύρω από τον τύπο που σύντομα μάθαμε ότι απαντούσε στο όνομα Matthew Barnes, και για την ακρίβεια ζούσε σε μια μικρή πόλη έξω από το λιμάνι του βρετανικού βορρά ονόματι Γουίραλ. Το Dagger Paths EP ήταν μια αληθινή αποκάλυψη. Σκοτεινό, αιχμηρό, πολύ πιο σύνθετο και κινηματογραφικό για να το τοποθετήσει κανείς στον dubstep συρφετό που ακόμα σήκωνε η εποχή. Με κάποια επιμελώς εριμμένα κιθαριστικά riffs να αναγκάζουν όσους ασχοληθήκαμε μαζί του να παπαγαλίζουμε εκείνον που πρώτος σκέφτηκε να τονίσει την εμφανή επιρροή από τα σάουντρακ του Μαέστρου Ennio Morricone. Σχεδόν εφτά χρόνια μετά, ο Matthew Barnes αναφέρει: «Αρχικά σκόπευα οι κιθάρες να ακούγονται σαν εκείνες που υπάρχουν στους surf δίσκους των 60s, αλλά τελικά κατέληξαν όντως να έχουν αυτήν την αίσθηση των σάουντρακ του Morricone, του οποίου υπήρξα πάντοτε μεγάλος θαυμαστής. Ήταν πολύ κολακευτικές όλες οι αναφορές και οι συγκρίσεις, ειδικά επειδή δεν τις επιδίωξα».
Αυτή η επταετία μπορεί να συνοψιστεί πολύ αδρά ως εξής: Το παιδί από την μικρή πόλη κυκλοφορεί μουσική που φτιάχνει στην κρεβατοκάμαρά του, κερδίζει την αναγνώριση στο ειδικό κοινό, εξελίσσεται σε καταπληκτικό live act, υπογράφει σε καταξιωμένο label κι εκεί δικαιώνει τον θόρυβο κυκλοφορώντας τον καλύτερο του δίσκο μέχρι τώρα (Το έξοχο Compassion που έρχεται να παρουσιάσει στην Αθήνα την Παρασκευή 27/10 κυκλοφόρησε τον Μάιο από την εμβληματική Ninja Tune). Ποιο ήταν το καθοριστικό σημείο σε αυτην την πορεία; «Με τον καιρό διαπίστωσα ότι δεν είναι μόνο ένα πράγμα αυτό που σε διαμορφώνει, άλλα όλες οι μικρές εμπειρίες που αποκτάς μέρα με τη μέρα. Έχω παρατηρήσει ότι είναι οι μικρότερες στιγμές (ή τα γεγονότα μικρότερης κλίμακας) που εχουν συνθέσει τον ήχο και την ταυτότητα του πρότζεκτ Forest Swords».
Το οποίο πρότζεκτ Forest Swords είναι παιδί της κρίσης. Ο Matthew Barnes πέρασε ως graphic designer από διάφορα media –ανάμεσά τους και περιοδικά όπως το Dazed & Confused που αργότερα θα τους ζητούσαν συνεντεύξεις-, όμως σε κάποιο ξέσπασμα της ύφεσης κρίθηκε αναλώσιμος κι έχασε τη δουλειά του. Αφοσιώθηκε λίγο περισσότερο στη μουσική και διάλεξε το καλλιτεχνικό του όνομα «όπως γενικά τιτλοφορώ όλα μου τα τραγούδια – με λέξεις ή φράσεις που, νομίζω ότι, περιγράφουν πως ακούγονται. Το ίδιο ισχύει και για το όνομα ‘Forest Swords’ (σ.σ. Σπαθιά του Δάσους;) – στο μυαλό μου οι πρώτες μου δουλειές ακούγονταν σαν τον συνδυασμό αυτών των δύο λέξεων. Το αισθάνθηκα πολύ απλό και φυσιολογικό, και προχώρησα μαζί του». Πάντως για τα περιοδικά έχει πολύ ξεκάθαρη άποψη. «Τα έντυπα άλλαξαν πολύ. Για 1-2 χρόνια πίστευα ότι τα περιοδικά πέθαναν, τελικά όμως κάτι αλλο συνέβη: εξελίχθηκαν. Τώρα, τα πιο ενδιαφέροντα είναι τα μικρά κι ανεξάρτητα που καλύπτουν θέματα ειδικού ενδιαφέροντος. Μπορείς πια να βρεις περιοδικά που έχουν τα πάντα σχετικά με το τι χρειάζεσαι αν είσαι π.χ. κοκκινομάλλης ή μικροπαραγωγός μπίρας. Τα εκδοτικά μεγαθήρια δεν έχουν πια το μονοπώλιο των εντύπων και το βρίσκω στ’ αλήθεια συναρπαστικό αυτό. Το πνεύμα του DIY παραμένει ζωντανό».
Δεν χρησιμοποιώ τα samples σαν χονδρέμπορας, τα μεταχειρίζομαι ως όργανα. Τα ξαναπαίζω, τα ξαναδουλεύω και, κυρίως, τα ξανατοποθετώ σε κάποιο πλαίσιο, διαφορετικό από αυτό που προϋπήρχαν.
Μιλώντας για κοκκινομάλληδες, ίσως θυμάστε την εμφάνιση του(ς) στο Plisskën πέρυσι τον Δεκέμβριο όταν κι έκλεψαν την παράσταση. Χρησιμοποιώ πληθυντικό γιατί ο Matthew δεν ήταν μόνος στην σκηνή, αλλα πλαισιωμένος από έναν μπασίστα, τον James Freeman, που θα μπορούσε να είναι αδερφός του. Κοκκινομάλλης, ίδιο στυλ, ίδια ακραιφνώς βρετανικά χαρακτηριστικά. Προσπερνάει επιδεικτικά το αστείο μου αν έψαχνε για σωσία ή συνεργάτη και μιλάει για το live, το μεγάλο όπλο που δίνει έξτρα πόντους στο πρότζεκτ Forest Swords. Του δίνει μια εντελώς διαφορετική, συναρπαστική ταυτότητα παρακάμπτοντας κάθε εργαστηριακό περιορισμό σχετικά με το αν μπορεί να αποδωθεί επί σκηνής ένας ήχος που μοιάζει τόσο στουντιακός. «Ήθελα live μπάσο στις συναυλίες γιατί νομίζω ότι δίνει όντως πιο ανθρώπινο στοιχείο στον ήχο, κάτι αναντικατάστατο που δεν μπορώ να δημιουργήσω με τα electronics. Φαντάζομαι ότι τονίζει τις dub καταβολές μου. Σκέφτομαι, πάντως, να το επεκτείνω λίγο στο κοντινό μέλλον το live setup. Αυτή είναι η τελευταία περιοδεία μου με αυτή τη μορφή. Γενικά, οι περισσότεροι συνεργάτες μου είναι από το Λίβερπουλ, θέλω να κρατάω την ομάδα που ταξιδεύουμε μαζί όσο πιο “τοπική” γίνεται».
Το δεύτερο LP του τον έφερε στην Ninja Tune, τη λονδρέζικη εταιρεία που έχει σφραγίσει όσο λίγες τις τρεις τελευταίες δεκαετίες του underground (μέχρι να γίνει και η ίδια ένα σχεδόν major label). O Matthew Barnes δε φείδεται εγκωμίων. «Ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν και είναι πολά παθιασμένοι με τα σχήματα πιυ υπογράφουν. Είναι απλά πολύ καλοί στη δουλειά τους. Έχουν απίστευτο ρόστερ αυτήν την στιγμή και χαίρομαι πολύ που κυκλοφορώ τη μουσική μου στο ίδιο label με ονόματα που θαυμάζω όπως οι Actress, The Bug».
Είμαι ένας λευκός μεσοαστός που γεννήθηκε στα 80s, συνεπώς δεν έχω κανένα “κληρονομικό δικαίωμα” πάνω στο dub.
Το Compassion είναι ένας από τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς – «μια δερβίσικη sampledelia που είναι δύσκολο να ταξινομηθεί στα υπάρχοντα είδη και σε πιάνει από το λαιμό, ποτέ αγχωτικά ασφυκτική κι άλλοτε ονειρικά φευγάτη», γράφαμε πριν λίγους μήνες. Του επισημαίνω το πηχτό σκοτάδι που μοιάζει βουτηγμένο το άλμπουμ, αυτήν την αίσθηση μεταλλικού εφιάλτη σε ορισμένα σημεία του…«Νομίζω ότι είναι πιο ελαφρύ και φωτεινό ως σύνολο σε σχέση με το Engravings (σ.σ. το ντεμπούτο LP του που κυκλοφόρησε το 2013 στην Tri Angle). Ίσως γι’ αυτό τα πιο κλειστοφοβικά του σημεία να βγήκαν πιο έντονα. Σκοπός μου πάντως ήταν να κάνω εναν δίσκο όσο πιο ευρύ γίνεται ώστε να νιώθει ο ακροατής ευπρόσδεκτος κι έτοιμος να συνδεθεί μαζί του. Χωρίς παράλληλα να χάνω σε ένταση σε σχέση με τις προηγούμενες δουλειές μου».
Ένα άλλο πολύ χαρακτηριστικό στοιχείο που διαφοροποιεί τον Matthew Barnes σε σχέση με άλλους μάστορες της διαχείρισης των samples και της cut ‘n’ paste αισθητικής όπως ο DJ Shadow και τόσοι άλλοι, είναι ότι το δικό του layering ακούγεται κάθετο και όχι γραμμικό. Τα διαφορα ηχητικά στρώματα δε μοιάζουν να διαδέχονται το ένα το άλλο, αλλα να σκεπάζονται μεταξύ τους… «Μάλλον είναι αλήθεια αυτό. Δεν χρησιμοποιώ τα samples σαν χονδρέμπορας, τα μεταχειρίζομαι ως όργανα. Τα ξαναπαίζω, τα ξαναδουλεύω και, κυρίως, τα ξανατοποθετώ σε κάποιο πλαίσιο, διαφορετικό από αυτό που προϋπήρχαν. Κι αυτό, κατά τη γνώμη μου, δίνει εντελώς άλλο νόημα στο layering των κομματιών».
Πολύ συχνα το πρότζεκτ Forest Swords κατηγοριοποιείται ως “dub”, δίπλα σε άλλους σύγχρονούς του καλλιτέχνες που, χωρίς να έχουν καμία σχέση με τις Δυτικές Ινδίες, επαναδιαπραγματεύονται το είδος και οικειοποιούνται τις τεχνικές του. Ο ίδιος είναι πολύ προσεκτικός για να μην κατηγορηθεί για πολιτισμικό σφετερισμό. «Είμαι ένας λευκός μεσοαστός που γεννήθηκε στα 80s, συνεπώς δεν έχω κανένα “κληρονομικό δικαίωμα” πάνω στο dub. Βέβαια είμαι μεγάλος fan αυτής της μουσικής. Ήταν το είδος που με ενέπνευσε περισσότερο απ’ όλα τα υπόλοιπα όταν ξεκινούσα και στοιχεία του θα υπάρχουν πάντα στη μουσική μου: ο χώρος και το βάρος, και το συναίσθημα ότι μπορεί να χαθείς σε έναν ηχητικό κόσμο».
Ο Barnes έχει φτιάξει επίσης μουσική για παραστάσεις μοντέρνου χορού, έχει συνθέσει το σάουντρακ για ταινία που γυρίστηκε αποκλειστικά με drones αλλά και για το δημοφιλές βίντεο παιχνίδι Assassin’s Creed Rogue, ενώ κάποια στιγμή χρησιμοποίησε το Whatsapp στέλνοντας τη μουσική του σε fans προκειμένου παράλληλα να την προωθήσει και να την τεστάρει… «Μ’ αρέσει να δημιουργώ ανεξάρτητα από το μέσο. Έμαθα από πρώτο χέρι τα οφέλη του να βγαίνεις από τη ζώνη που αισθάνεσαι άνετα και να δοκιμάζεις πράγματα που δεν προϋποθέτουν να δουλεύεις σε ένα στούντιο ηχογράφησης φτιάχνοντας το επόμενο άλμπουμ. Οι δουλειές που ανέφερες είναι πειράματα, και είμαι αληθινά ευχαριστημένος από το πώς βγήκαν, αλλά και από το γεγονός ότι κέρδισα γνώσεις και δεξιότητες από την καθεμιά τους. Όταν πανικοβάλλεσαι επειδή θα δοκιμάσεις κάτι καινούριο, μόνο σε καλό μπορεί να σου βγει».
Κλείνοντας επιστρέφουμε στη γενέτειρά του, το Λίβερπουλ. Ποιο είναι το αγαπημένο του μουσικό σχήμα που βγήκε ποτέ από εκεί; «Ω, δύσκολο αυτό! Πώς να διαλέξω; Νομίζω είμαι κάπου ανάμεσα σε Ladytron, Dead or Alive, Echo & The Bunnymen, The Coral και OMD. Όλοι τους απίστευτοι. Υπάρχει στο Λίβερπουλ σπουδαία κληρονομιά στην παράξενη, ιδιότροπη ποπ, όπως και στην ηλεκτρονική μουσική. Και οι Beatles, εδώ που τα λέμε, καλοί ήταν».
Κι επειδή, εδώ που τα λέμε, κάποιοι έχουμε κι άλλες ανησυχίες, είναι άραγε πιο πιθανό να πάρει η Λίβερπουλ το πρωτάθλημα ή εκείνος να κάνει παραγωγή στο επόμενο άλμπουμ του Justin Bieber; «Δεν με απασχολεί καθόλου το ποδόσφαιρο, παράξενο για κάποιον που κατάγεται από το Μέρσεϊσαϊντ. Τουλάχιστον, δε με κράζουν οι φίλοι μου που δεν μπορώ να συμμετέχω στις συζητήσεις τους».