Υπάρχουν μερικές πολύ δυνατές στιγμές της τηλεόρασης που νιώθεις ότι ανάμεσα σε εσένα και σε αυτούς που βλέπεις στην οθόνη δεν υπάρχει καμία απόσταση, ότι αυτό που συμβαίνει δεν είναι ένα ακόμη τηλεοπτικό σόου -έστω πολύ καλογυρισμένο- αλλά ζωή που εκτυλίσσεται μπροστά σου.
Αυτές οι στιγμές είναι ελάχιστες. Η στιγμή της Fleabag ήταν μοναδική. Γιατί η Φοίβη Γουόλερ-Μπριτζ μας έβαλε στο παιχνίδι από την αρχή. Γύρισε προς την κάμερα, μας μίλησε, μας έκανε να γελάσουμε, να την ερωτευθούμε, να συγκινηθούμε, να μας πιάσει ταχυκαρδία από την ταύτιση μαζί της. Το «κοιτάω την κάμερα και σου μιλάω» το είχε κάνει και ο χαρακτήρας του Φρανκ Άντεργουντ στο House of Cards όμως στην περίπτωση της Fleabag όλο αυτό θα εξελιχτεί τελείως διαφορετικά αποκαλύπτοντας τον πυρήνα του χαρακτήρα. Θα επανέλθω σε αυτό αργότερα.
Αυτό το κορίτσι λοιπόν είναι ένα κορίτσι που δεν μπορείς να πάρεις το βλέμμα σου από πάνω της. Επιδιώκει να κάνει σεξ με ό,τι περίπου κάτσει γιατί όταν θέλει να κάνει σεξ θέλει να κάνει σεξ, ακόμη κι αν ο παρτενέρ δε της γεμίζει το μάτι. Και είναι οκ με αυτό.
Παρένθεση που είναι τόσο σημαντική ώστε έγινε παράγραφος: Η Fleabag είναι υπερσέξι κορίτσι. Όχι γιατί έχει τέλεια σαρκώδη χείλια -δεν έχει- ούτε επειδή έχει μεγάλα βυζιά -δεν έχει και ακριβώς αυτό καυλώνει απίστευτα έναν από τους παρτενέρ σε ένα υπέροχο κλείσιμο της Φοίβης Γουόλερ-Μπριτζ στα κούφια πρότυπα ερωτισμού. Είναι υπερσέξι γιατί της αρέσει πολύ το σεξ και δεν έχει κανένα πρόβλημα να το δείχνει. Είναι επίσης τρομερά αστεία καταρρίπτοντας αυτό το γελοίο κλισέ ότι μια γυναίκα δεν μπορεί να είναι ποθητή και με τρομερό χιούμορ.
H Fleabag μια χαρά ερωτεύσιμη, ποθητή και διασκεδαστική με όρους καφρίλας είναι. Και γουστάρει πολύ να το τρίβει στην μούρη μιας πατριαρχικής κοινωνίας που μας έχει στριμώξει σε ηλίθιες οδηγίες για το «πώς θα τον καυλώσεις και θα τον κρατήσεις κοντά σου». Τέλος παρένθεσης.
Πειράζει συνεχώς την πιο συγκρατημένη για να μην πούμε καταπιεσμένη αδερφή της προσπαθώντας να την παρασύρει στη δική της καφρίλα για να την αλαφρύνει από το βάρος της καθημερινότητάς της. Προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με τη χειριστική μητριά της για χάρη του πατέρα της.
Γιατί η Fleabag είναι πάνω απ’ όλα ένα τρυφερό κορίτσι.
Είναι δυναμική, ρίχνει μπουνιά στον άντρα της αδερφής της επειδή πλήγωσε την αδερφή της, είναι ευάλωτη, ερωτεύεται έναν παπά, θέλει να του μιλήσει για τον εαυτό της αλλά δεν της αρέσει να απαντά σε ερωτήσεις, θέλει αυτή να επιλέγει τη στιγμή που θα εκφραστεί, γι’ αυτό γυρνάει προς εμάς και μας μιλάει όποτε αυτή το έχει ανάγκη, είναι πιο safe.
Ο παπάς, ο άνθρωπος που έχει μάθει να ακούει κι εκείνος που της λέει «Θέλω να (σε) ξέρω», την καλεί στο εξομολογητήριο. Δεν τον βλέπει, είναι σα να μιλάει στην κάμερα, ούτε εμάς μας βλέπει. Κι εκεί το κορίτσι ξεσπά, κλαίει, ζητάει βοήθεια, όχι γιατί δεν είναι δυνατή, αλλά γιατί έχει υπάρξει τόσο καιρό δυνατή, και πόσο να αντέξει ένας άνθρωπος;
«Φοβάμαι. Μην ξεχάσω πράγματα. Ανθρώπους. Μην ξεχάσω ανθρώπους. Και ντρέπομαι να μην ξέρω τι.. Όχι, ξέρω τι θέλω. Ξέρω τι θέλω τώρα. Είναι κακό. Θέλω κάποιον να μου πει τι να φορέσω το πρωί. Θέλω κάποιον να μου λέει τι να φοράω κάθε πρωί. Κάποιον να μου λέει τι να φάω. Τι μ’ αρέσει. Τι να μισώ. Με τι να επαναστατώ. Τι ν’ακούω, ποια μπάντα να μ’ αρέσει. Για πού ν’ αγοράσω εισιτήρια. Με τι ν’ αστειευτώ, με τι όχι. Κάποιον να μου πει σε τι να πιστεύω. Ποιον ν’ αψηφίσω, ποιον ν’ αγαπώ και πώς να του το πω. Θέλω κάποιον να μου λέει πώς να ζω τη ζωή μου γιατί ως τώρα νομίζω ότι ζω λάθος. Γι΄αυτό θέλουν ανθρώπους σαν κι εσένα στη ζωή τους. Γιατί τους λες πώς να το κάνουν. Τους λες τι να κάνουν. Και τι θα κερδίσουν στο τέλος. Παρ’ όλο που δεν πιστεύω τις μαλακίες σου και ξέρω επιστημονικά πώς ό,τι κάνω δε θα ‘χει διαφορά συνεχίζω να φοβάμαι. Γιατί φοβάμαι ακόμα; Πες μου τι να κάνω. Πες μου γαμώτο τι να κάνω».
Πώς να μην αγαπήσεις αυτό το κορίτσι χείμαρρο συναισθημάτων και μυαλού; Που σκέφτεται συνεχώς, πράττει συνεχώς, αγκαλιάζει, γελά, κάνει τους άλλους να γελούν, τους ακούει, πραγματικά τους ακούει. Ακούει την εξομολόγηση του υπάλληλου της τράπεζας, που την επιλέγει για να της πει πώς θέλει να επανέλθει στα απλά πράγματα της ζωής του. Κι εκείνη τον ακούει με προσοχή για να του πει ήρεμα «Θέλω απλώς να κλαίω όλη την ώρα».
Γιατί η δύναμη της κρύβεται στο ότι τελικά ξέρει, απλά ξέρει ότι δεν είσαι ο μόνος ευάλωτος, όλοι ευάλωτοι είμαστε, όλοι γεμάτοι πληγές που γλείφουμε για να επανέλθουμε, άλλες μεγαλύτερες, άλλες μικρότερες, σημάδια που αφήνει η ζωή καθώς περνάει. Έχει και η Fleabag τις πληγές της, η μεγαλύτερη είναι το βάρος στη συνείδηση της για τον θάνατο της φίλης της, πώς να επιστρέψεις από αυτό; «Θέλω απλώς να κλαίω όλη την ώρα».
Η Fleabag είναι ένα κορίτσι-καθρέφτης. Σε αυτήν βλέπεις τον εαυτό σου, αυτά που φοβάσαι, αυτά που αγαπάς, την ανάγκη σου να τα διακωμωδήσεις όλα μπας και τ’ αντέξεις. Δεν μιλάει σε εμάς. Κάθε φορά που γυρνάει στην κάμερα μιλάει στον εαυτό της. Γι’ αυτό και ο “hot priest”, ο μόνος άνθρωπος που τη παρατηρεί πραγματικά, της λέει «Μα τι κάνεις εκεί, είναι σα να σε ρουφάει κάτι άλλο», τη ρουφάει κάτι άλλο, ο εαυτός της, όχι εγωιστικά αλλά επειδή δεν μπορεί να μοιραστεί τον πόνο της, το βάρος της με κάποιον άλλον, η Fleabag θέλει να έχει την ευθύνη γι’ αυτό που είναι αλλά αυτό είναι τόσο επώδυνο, που έρχονται στιγμές που ξεσπά όπως αυτή στην εξομολόγηση.
Η Fleabag είναι ένα κορίτσι με μεγάλη καρδιά. Όπως της λέει ο τρυφερός και ειλικρινέστατος μπαμπάς της «Νομίζω ότι ξέρεις ν’ αγαπάς καλύτερα απ΄όλους εμάς. Ίσως γι’ αυτό το βρίσκεις τόσο οδυνηρό». Αλλά όσο αγάπη και να δώσει και να πάρει θα μείνει ένα κορίτσι μόνο στη στάση ενός λεωφορείου που δε θα έρθει ποτέ. Και θα συνεχίσει να είναι ο εαυτός της γιατί δεν μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο.