Την πρώτη φορά που με χτύπησε ο Νάσος, ήταν μετά από ένα πάρτι. Ήμασταν καλεσμένοι στα γενέθλια της φίλης του της Άννας και ο Νάσος ανυπομονούσε να μου συστήσει επισήμως την παρέα του. Και να με επιδείξει. «Από δω η Κέλυ», έλεγε σε όλους. «Κέλυ από το Μαρκέλλα. Είναι μισή Ιταλίδα». Λες κι αυτό με έκανε εξωτική και σπάνια. Τέλος πάντων. Συγκατοικούσαμε τρεις μήνες, ήμασταν ζευγάρι άλλους δύο, και μου άρεσε που καμάρωνε για μένα. Εκείνο το βράδυ του πάρτι, ο Νάσος ήπιε ένα μπουκάλι τζιν και ανέβηκε στον καναπέ κι έπαιζε αεροκιθάρα, ουρλιάζοντας “I’m a man, yes I am, yes I am!” Προσπάθησα να τον κατεβάσω και αυτός πήγε να με κλωτσήσει. Αλλά ήρθε η Άννα που ανησύχησε για τον καναπέ της και τον καλόπιασε, κι αυτός πήδηξε κάτω αφού μου έριξε μια άγρια ματιά. Δεν έδωσα σημασία. Ωστόσο, μόλις μπήκαμε στο σπίτι κι εγώ πήγα στο μπάνιο να ξεβαφτώ, ήρθε αθόρυβα από πίσω μου και με άρπαξε από το μπράτσο και μου έριξε ένα χαστούκι τόσο δυνατό που κοπάνησα το κεφάλι μου στον τοίχο. Ζαλίστηκα κι έπεσα στα τέσσερα. Ο Νάσος είπε παγερά, «Για να μάθεις να με ξευτιλίζεις μπροστά στους φίλους μου». Και πήγε και σωριάστηκε στο κρεβάτι και άρχισε να ροχαλίζει. Όταν συνήρθα από το σοκ, κοιτάχτηκα στον καθρέφτη του μπάνιου και είδα ανάγλυφο το σημάδι από το δαχτυλίδι του στο κατακόκκινο μάγουλό μου. Πήρα παγάκια από την κατάψυξη, έκανα μια κομπρέσα και κοιμήθηκα στον καναπέ του καθιστικού. Το πρωί είδα τις μελανιές στο μπράτσο μου από τη λαβή του. Φόρεσα μια μπλούζα με μακριά μανίκια και κάθισα στον υπολογιστή μου, στο τραπέζι της κουζίνας που εκτελούσε χρέη γραφείου αφού δεν τρώγαμε ποτέ εκεί. Ο Νάσος είχε φύγει ήδη για να ανοίξει το μαγαζί, μια αποθήκη ηλεκτρολογικού υλικού στις Τζιτζιφιές. Άνοιγε και Σάββατα, περισσότερο επειδή μαζεύονταν οι φίλοι του για καφέ και μιλούσαν για μπάλα, παρά για την ελάχιστη πελατεία. Γύρισε αργά το απόγευμα, μυρίζοντας τσίπουρο. «Τσιμπήσαμε στο Στέκι στης Φανής με τα παιδιά», μου φώναξε από το καθιστικό. «Σου έφερα ψαρονέφρι που σ’ αρέσει. Πάω να κοιμηθώ λιγάκι, το βράδυ θα περάσει ο Μάκης να με πάρει. Θα πάμε γήπεδο». Αυτή ήταν η λύση του Νάσου για όλα τα προβλήματα της ζωής. Έπεφτε για ύπνο και περίμενε να βρει τα προβλήματα τακτοποιημένα, μόλις άνοιγε τα μάτια του. Εγώ έπρεπε να παραδώσω τη μετάφραση μιας πτυχιακής ως τη Δευτέρα, και ήθελα την ησυχία μου. Δεν του απάντησα. Αργότερα, άκουσα το νερό να τρέχει στη ντουζιέρα, την πόρτα της ντουλάπας να ανοιγοκλείνει. Περνώντας από το καθιστικό για να πάρει το μπουφάν του, είδε ότι δεν είχα αγγίξει το φαγητό. «Άμα δεν πεινάς, βάλτο στο ψυγείο για αύριο. Κρίμα είναι να χαλάσει», είπε. Και συμπλήρωσε. «Δεν θα αργήσω». Άργησε, φυσικά. Τον άκουσα κατά τις 3 πμ να μπαίνει στις μύτες των ποδιών. Έκανα την κοιμισμένη και άλλαξα πλευρό. Το πρωί, ξύπνησα από το άρωμα του καφέ. Ο Νάσος καθόταν στη διπλανή πολυθρόνα και διάβαζε αθλητικές εφημερίδες. Στο χαμηλό τραπεζάκι μού είχε σερβίρει πρωινό: κρουασάν, μαρμελάδα και φρυγανισμένο ψωμί, καφέ. Άρχισε να σχολιάζει το ματς και τη διαιτησία σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Έκανα κι εγώ σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Δεν μίλησα σε κανένα για το χαστούκι. Και σε ποιον να μιλήσω, δηλαδή; Μήπως είχα φίλους; Μετά το θάνατο της μάνας μου, άλλαξα γειτονιά. Ήθελα μια καινούργια αρχή. Δεν άντεχα τον οίκτο στο βλέμμα των γνωστών και φίλων. Ξέκοψα από τις παλιές παρέες, άλλαξα αριθμό τηλεφώνου και αγόρασα ένα παπί για να μετακινούμαι. Και γνώρισα τον Νάσο στο μπαρ όπου σύχναζα, στο Κουκάκι. Μου φάνηκε κανονικός άνθρωπος. Μπορεί να μην ήταν μορφωμένος, αλλά με κέρδισε η απλότητά του. Από την πρώτη στιγμή μου έδειξε ότι με γουστάρει και μετά από δυο μήνες μού πρότεινε να συγκατοικήσουμε. Του ζήτησα λίγο χρόνο να το σκεφτώ, τάχα μου. Είχα βαρεθεί τη μοναξιά μου, την αφραγκία μου, την αγωνία πότε θα πάρω λεφτά από τις μεταφράσεις που έκανα. Το σημαντικότερο: ο Νάσος είχε υπέροχα πράσινα μάτια. Το περιστατικό με το χαστούκι το καταχώνιασα στο βάθος της μνήμης μου μέσα στο κουτί με την ετικέτα «άτυχες στιγμές». Μέχρι τη μέρα που εμφανίστηκε στην πόρτα μου ο Τζιάνι, ο παιδικός μου φίλος από την Ιταλία. Είχαμε μεγαλώσει μαζί στο Λιβόρνο, οι μανάδες μας έκαναν παρέα καθώς ήταν και οι δυο τους Ελληνίδες παντρεμένες με Ιταλούς. Τον είχα χάσει από τότε που χώρισαν οι δικοί μου και η μάνα μου με πήρε και γυρίσαμε στην Αθήνα. Ο Νάσος μας βρήκε να τρώμε πίτσες και να πίνουμε το κιάντι που είχε φέρει ο Τζιάνι. Του σύστησα τον παιδικό μου φίλο, τον χαιρέτησε ευγενικά αλλά εγώ κατάλαβα ότι στράβωσε. Ο Τζιάνι κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ στον καναπέ, διότι το επόμενο απόγευμα έφευγε για Κρήτη. Τον πήγα ως το σταθμό του ηλεκτρικού, στον Ταύρο, και μετά περπάτησα για αρκετή ώρα δίπλα στο ποτάμι. Σκεφτόμουν εκείνο το κομμάτι της ζωής μου που είχε τελειώσει οριστικά, τον πατέρα μου που είχε ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του, το πανεπιστήμιο που είχα παρατήσει. Δεν είχα μετανιώσει για την επιστροφή μου στην Ελλάδα. Έκανα μια στάση σε μια κάβα για να πάρω μπύρες και ανέβηκα χαμογελαστή στο σπίτι. Ο Νάσος βγήκε από την κουζίνα και χωρίς να πει λέξη, άρχισε να με χτυπάει. Χαστούκια στην αρχή, και κλωτσιές όταν έπεσα κάτω. Το πιο τρομακτικό δεν ήταν ο πόνος από το ξύλο αλλά η σιωπή του. Δεν με έβρισε, δεν φώναξε. Με χτυπούσε μόνο και τα μάτια του γυάλιζαν από οργή. Δοκίμασα να πιάσω το κινητό μου. Δεν ήξερα σε ποιον ήθελα να τηλεφωνήσω. Μάλλον στο 100. Με πρόλαβε, μου το άρπαξε από την τσάντα και το πάτησε με το τακούνι της μπότας του. Ύστερα, φόρεσε το μπουφάν του κι έφυγε. Σύρθηκα ως το μπάνιο, γέμισα τη μπανιέρα με νερό και ξάπλωσα μέσα προσεκτικά. Τώρα έτρεμα σύγκορμη, από το σοκ και τις σουβλιές. Βύθισα το κεφάλι μου στο νερό και άφησα τα δάκρυα να κυλήσουν ελεύθερα. Όταν το νερό άρχισε να κρυώνει, φόρεσα το μπουρνούζι μου και από το ντουλαπάκι με τα φάρμακα, πήρα δύο παυσίπονα κι ένα υπνωτικό χάπι. Τα ήπια με νερό από τη βρύση και ξάπλωσα στο διπλό κρεβάτι, αφού κλείδωσα την πόρτα. Το επόμενο πρωί ξύπνησα από ένα διακριτικό χτύπημα στην πόρτα και τη φωνή του Νάσου: «Μου ανοίγεις να πάρω καθαρό μπλουζάκι; Πρέπει να πάω στο μαγαζί». Για τρεις-τέσσερις μέρες δεν ξεμύτισα από το σπίτι. Ντρεπόμουν να κυκλοφορήσω με τις μελανιές στο πρόσωπο. Χωρίς να πούμε τίποτα, ο Νάσος ανέλαβε τα ψώνια και το φαγητό. Εγώ καθόμουν σαν ζόμπι στον υπολογιστή μου και δούλευα. Τα βράδια, άκουγα μουσική από τα ακουστικά του στερεοφωνικού όσο ο Νάσος έκανε ζάπινγκ στα κανάλια. Το μυαλό μου είχε γεμίσει σύννεφα. Έκανα μόνο στοιχειώδεις σκέψεις. Να λούσω τα μαλλιά μου. Να σιδερώσω μερικά μπλουζάκια. Να βγάλω τα σκουπίδια στο μπαλκόνι. Να φάω. Να βάλω το ξυπνητήρι. Να πιω το υπνωτικό μου. Η ζωή μας επανήρθε σε φυσιολογικούς ρυθμούς. Ο Νάσος γύριζε από τη δουλειά, άκουγε τα cd που αγόραζε από το δισκάδικο του Μάκη, μαγείρευε μακαρονάδες και μπιφτέκια. Μου έφερνε καφέ εκεί που δούλευα. Στα γενέθλιά μου, μου είχε μια έκπληξη. Είχε αγοράσει εισιτήρια για τη συναυλία του Mark Lanegan στο Gagarin. Επειδή έκλαιγα σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας, με παράτησε και έπιασε κουβέντα με τους φίλους του. Στο τέλος της συναυλίας, με πήρε αγκαλιά και πήγαμε για ποτά στο κέντρο. Είχε κυκλοφορήσει η φήμη ότι θα ερχόταν και ο Lanegan σ’ εκείνο το μπαρ. Δεν ήρθε, φυσικά. Τώρα πια, στο σπίτι κατοικούσαμε τρεις: ο Νάσος, εγώ κι ο τρόμος. Κοιταζόμουν στον καθρέφτη και έβλεπα πίσω μου να παραμονεύει μια σκιά. Διπλασίασα το υπνωτικό. Περιφερόμουν σ’ ένα σύννεφο από μπαμπάκι. Κινιόμουν όσο πιο αθόρυβα γινόταν, μιλούσα όσο λιγότερο ήταν δυνατόν. Δούλευα μηχανικά. Πήγαινα στο σουπερμάρκετ μηχανικά. Ψώνιζα από τη λαϊκή μηχανικά. Περίμενα στην ουρά στην τράπεζα, στην εφορία, στο ΙΚΑ, εφοδιασμένη μ’ ένα βιβλίο. Για να μη σκέφτομαι τίποτα. Για να μη με κοιτάξεις κανείς στα μάτια. Για να μη βάλω τα κλάματα. Μπήκε η άνοιξη χωρίς να το καταλάβω. Τα πρωινά καθόμουν στο μπαλκόνι για να ζεστάνει ο ήλιος την παγωνιά μέσα μου. Ένα μεσημέρι, έκανα διάλειμμα από τη δουλειά για να ξεμουδιάσω. Καθώς έπλενα τα πιάτα, είδα τον ουρανό να μαυρίζει. Άκουσα έναν κεραυνό και μετά από μισό λεπτό ξέσπασε δυνατή μπόρα. Ανέβηκα τρέχοντας στην ταράτσα να μαζέψω τα σεντόνια που είχα απλώσει το πρωί. Από τον ακάλυπτο ακουγόταν ένα ραδιόφωνο να παίζει. “Να μας πάρεις μακριά, να μας πας στα πέρα μέρη, Φύσα θάλασσα πλατιά, φύσα αγέρι φύσα αγέρι”. Στάθηκα κάτω από τη βροχή, αδιαφορώντας για τα απλωμένα ρούχα. Θυμήθηκα τη μάνα μου να με νανουρίζει μ’ αυτό το τραγούδι. Είδα τον εαυτό μου να ζωγραφίζει στο νηπιαγωγείο μια μπλε θάλασσα, μουρμουρίζοντας, φύθα αγέρι φύθα αγέρι. Είδα το δίσκο να γυρίζει πάνω στο πικάπ Dual και μόλις τέλειωνε το τραγούδι, να σηκώνω τη βελόνα και να το βάζω πάλι από την αρχή. Μια αστραπή έσκισε τον ουρανό. Η βροχή δυνάμωσε. Το τραγούδι τέλειωσε. Κατέβηκα στο διαμέρισμα και έβγαλα τη βαλίτσα μου από το πάνω μέρος της ντουλάπας. Έριξα μέσα δυο παντελόνια, τρία μπλουζάκια, την πλεχτή ζακέτα, μερικές αλλαξιές εσώρουχα και κάλτσες. Πήρα το βιβλιάριό μου, τους φακούς επαφής, μια ομπρέλα και τον υπολογιστή στη θήκη του. Φόρεσα τα μποτάκια μου και την καμπαρντίνα με την επένδυση. Δεν ήθελα τίποτα άλλο. Δεν χρειαζόμουν τίποτα άλλο. Κλείδωσα τον τρόμο μέσα στο σπίτι και μόλις βρέθηκα στο δρόμο, πέταξα τα κλειδιά στον πρώτο υπόνομο. Άνοιξα την ομπρέλα. Ξεκίνησα με γρήγορο βήμα προς το σταθμό του ηλεκτρικού. Δεν ήξερα πού πάω. Αλλά δεν με ένοιαζε. Θα έπαιρνα το τρένο για τα πέρα μέρη.
Τα βιβλία της Χίλντας Παπαδημητρίου «Για μια χούφτα βινύλια» και «Έχουνε όλοι κακούς σκοπούς» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.