Ο Σουηδός μουσικός έχει συνεισφέρει ήδη πάρα πολλά στην ηλεκτρονική μουσική, όχι μόνο γιατί το ντεμπούτο του From Here We Go Sublime άνοιξε την ταλαιπωρημένη πόρτα της χορευτικής μουσικής σε ένα κοινό που δεν σταμάτησε ποτέ να ψάχνει έναν ήχο διαφορετικό και ταυτόχρονα συγγενικό με τις ροκ εμμονές του, αλλά γιατί σχεδόν από μόνος του διέσωσε την Kompakt, την εταιρεία που στην χρυσή εποχή της θεωρούταν για πολλούς η «Factory Records των 00s».
Αν κι είναι δύσκολο να συμφωνήσεις απολύτως με την παραπάνω παρομοίωση, ο Axel Wilner βρίσκοντας έναν καθαρά προσωπικό ήχο (όποιος έχει ακούσει μια φορά προσεκτικά τους δίσκους του, μπορεί να αναγνωρίσει άμεσα κάθε κομμάτι του που κανονικά θα είχε κρυφτεί κάτω από τόνους μουσικής), εδραιώθηκε ως ένα household name αξιαγάπητο τόσο στους indie κύκλους, όσο και σε αυτούς που ζουν τη μουσική τους ζωή ακολουθώντας τους κανόνες της επαναλαμβανόμενης/μινιμαλιστικής μουσικής.
Με αφορμή την εμφάνιση του στο Reworks Festival (στην πορεία ανακοινώθηκε κι η εμφάνισή του στο Ρομάντσο την Παρασκευή), τον ρωτήσαμε μερικά πράγματα για τον (σχετικά) πρόσφατο δίσκο του, τα remix projects που αναλαμβάνει, τη σχέση μουσικής και κουζίνας. Σαν υποσημείωση, ο Field προτείνει να ακούσετε την επανέκδοση του δίσκου που είχε κυκλοφορήσει το 1977, ο αυτόχειρας Ιταλός Luciano Cilio με τίτλο Dell’ Universo Assente. O Jim O’ Rourke που υπογράφει τις σημειώσεις της επανέκδοσης, τον περιγράφει ως μια μίξη Nick Drake, Bill Fay, Noise (Ιαπωνικό πειραματικό γκρουπ των 80s) και This Heat. Αν έχετε εμπιστοσύνη στον Field μπορείτε να ακούσετε το άλμπουμ πατώντας το play στο παρακάτω βίντεο. Η περαιτέρω πρόταση της Popaganda είναι να ψάξετε το πειραματικό The Soul is Quick που κυκλοφόρησε ο Wilner ως Hands.
Το Cupid’s Head είναι μια σόλο ηχογράφηση. Για μένα ήταν μια αναζωογονητική αλλαγή απ΄τους προηγούμενους δίσκους σου. Απ’τη στιγμή που έχουν περάσει κάποιοι μήνες απ΄την κυκλοφορία του, πιστεύεις ότι θα ακολουθήσεις αυτή τη μέθοδο και για τις επόμενες δουλειές σου; Χαίρομαι που σου άρεσε. Αυτή τη στιγμή θα σου έλεγα πως θα συνεχίσω μόνος μου τις ηχογραφήσεις αλλά θέλω επίσης να είμαι ανοιχτός και να ακολουθήσω όποια κατεύθυνση θελήσω όταν αρχίσω να γράφω. Έχω κάνει αρκετά σόλο live απ΄τη μέρα που κυκλοφόρησε ο δίσκος, τα οποία απολαμβάνω αλλά κι οι λίγες εμφανίσεις που έκανα με την μπάντα, εξακολουθούν να μου αρέσουν.
Πιστεύεις πως το Cupid’s Head είναι ο πρώτος δίσκος σου που λειτουργεί πραγματικά καλά στα πλαίσια ενός κλαμπ; Είναι σίγουρα ο πιο παθιασμένος αλλά ταυτόχρονα κι αυτός που κυμαίνεται στα πιο αργά bpm. Στην πραγματικότητα αυτό που κάνω στα κλαμπ έχει να κάνει με την προσπάθεια να καταφέρεις να χαθείς στη στιγμή, στη λούπα και μέχρι τώρα λειτουργεί πολύ καλά αν και συνήθως παίζω κομμάτια κι από παλαιότερες δουλειές μου.
Έχεις δηλώσει ανοιχτά πως αντιμετώπισες ένα είδος writer’s block όταν έπρεπε να ολοκληρώσεις το Cupid’s Head. Απ’τη στιγμή που πέρασες με επιτυχία αυτό το στάδιο, είναι πράγματι ο μεγαλύτερος «εφιάλτης» κάθε καλλιτέχνη ή γνώριζες εξαρχής πως θα κατάφερνες τελικά να γράψεις τα κομμάτια που ήθελες και χρειαζόσουν; Πιστεύω πως χτυπάει μια δύο φόρες όλους τους καλλιτέχνες. Επειδή πάντα κάνω κι άλλα πράγματα πέρα απ’το να παίζω ζωντανά ως Field, όταν ερχόταν η ώρα να γράψω καινούργια Field κομμάτια δεν αντιμετώπιζα ποτέ πρόβλημα. Μέχρι που αυτό έπαψε να ισχύει. Την περίοδο που κράτησε αυτό, δεν μπορούσα να γράψω το παραμικρό, ήταν ένα κανονικότατο μπλοκάρισμα. Δεν απολάμβανα τίποτα από όσα δοκίμασα να γράψω και σχεδόν σταμάτησα να ακούω μουσική γενικότερα. Οπότε, μπορώ να πω ότι ένιωσα μεγάλη ανακούφιση όταν το ξεπέρασα!
Πιστεύεις πως βρήκες την τέλεια λούπα; Υπάρχει κάτι τέτοιο; Την αναζητώ ακόμα… Υπάρχουν μερικές που είναι πολύ κοντά στο τέλειο κι ένα παράδειγμα είναι το Life’s A Gas του Love Inc. (σ.σ. αν και είμαι οπαδός του Wolfgang Voigt που κρύβεται πίσω απ’αυτό το alias, ο συγκεκριμένος δίσκος που κυκλοφόρησε το 1995, δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ένας απ’τους καλύτερους που κυκλοφόρησε αυτός ο μάστορας της σκηνής της Κολωνίας, της δεύτερης δηλαδή πατρίδας του Axel Wilner).
Έχεις υπογράψει πολλά remix διάφορων indie/pop συγκροτημάτων (όπως Tame Impala, Wild Beasts, Chairlift η λίστα είναι τεράστια) κι έχεις και punk rock παρελθόν. Εξακολουθείς να παρακολουθείς αυτή τη σκηνή; Έχει κάποια συγκεκριμένη διαδικασία που ακολουθείς σχετική με τα remix projects που αναλαμβάνεις ή απλά απολαμβάνεις τον πειραματισμό με διαφορετικά είδη μουσικής; Αγαπάω ακόμα αρκετά απ’τα πράγματα που άκουγα φανατικά στην εφηβεία μου και βρίσκω έμπνευση απ’το παρελθόν, όπως συνέβη για παράδειγμα όταν έγραφα το Cupid’s Head. Μου αρέσει να δοκιμάζω διαφορετικά πράγματα, δεν μου είναι απαραίτητο να απολαμβάνω το τραγούδι που δοκιμάζω να ρεμιξάρω αλλά πάντα προσπαθώ να το φτιάξω έτσι ώστε να ταιριάζει στο γούστο μου. Βασικά μπορείς να βρεις κάτι πραγματικά όμορφο και καλό σε κάθε είδος μουσικής.
Θυμάμαι πως στις μέρες που είχες κυκλοφορήσει το Looping State of Mind είχες πει πως δεν είσαι άνθρωπος που κολλάει με τις λεπτομέρειες. Αυτή η δήλωση ακόμα μου ακούγεται περίεργη, με δεδομένο πως στους δίσκους σου βρίσκω άπειρες, τέλεια τοποθετημένες λεπτομέρειες. Τι εννοούσες; Οι λεπτομέρειες για τις οποίες μιλάς έχουν να κάνουν περισσότερο με το κομμάτι της παραγωγής, κι όχι με αυτό της ενορχήστρωσης. Για να σου δώσω ένα παράδειγμα, αν υπάρχει κάποιο λάθος στο πρώτο take ενός κομματιού, προτιμώ να κρατήσω αυτό παρά να το ηχογραφήσω ξανά γιατί δεν γίνεται να ξαναδημιουργήσεις την αρχική αίσθηση που σου προκαλεί ένα φρέσκο κομμάτι. Η μουσική μου είναι στην ουσία αυθόρμητη, ενστικτώδης και δεν μου αρέσει να προσπαθώ συνέχεια για κάτι. Αν γίνει, έγινε.
Έχεις πει πως η μουσική είναι σαν τη μαγειρική. Αν και κρατιέμαι να σου ζητήσω να μας γράψεις την αγαπημένη σου συνταγή, ποιες ομοιότητες βρίσκεις μεταξύ των δύο; Οι ομοιότητες είναι δύο: ο χρόνος και η ισορροπία. Μπορώ να σου γράψω ένα ωραίο ιταλικό ορεκτικό που λέγεται Gnocco Fritto.
500 γρ. αλεύρι για όλες τις χρήσεις
40 γρ. λαρδί ή ελαιόλαδο
40 γρ. μαγιά
Μια πρέζα baking powder
200 ml γάλα σε θερμοκρασία δωματίου
Μια πρέζα αλάτι
Διαλύουμε τη μαγιά με λίγο από το γάλα, μετά προσθέτουμε όλα τα υπόλοιπα υλικά (εκτός από το λαρδί ή ελαιόλαδο) και τα πλάθουμε μέχρι να γίνουν μια λεία ζύμη. Αφήνουμε τη ζύμη να ξεκουραστεί για 1 ώρα σε θερμοκρασία δωματίου. Στη συνέχεια, ανοίγουμε τη ζύμη με πλάστη μέχρι να γίνει πολύ λεπτή, την κόβουμε σε τετράγωνα κομμάτια και τηγανίζουμε τα κομμάτια στο λαρδί ή στο ελαιόλαδο, μέχρι να φουσκώσουν και να αποκτήσουν ένα χρυσοκόκκινο χρώμα.
Σερβίρονται με προσούτο ή οποιοδήποτε άλλο αλλαντικό και τυρί!
Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου, Μύλος, Θεσσαλονίκη. Περισσότερες πληροφορίες για το Reworks εδώ.