Το παραμυθένιο bubble του Φεστιβάλ της Δράμας, αυτό δηλαδή που ξεκινά κάθε χρόνο μια Δευτέρα και τελειώνει βράδυ Κυριακής, εκεί στις αρχές Σεπτέμβρη, και αφήνει για λίγες μέρες απέξω κάθε άλλη καθημερινότητα, φέτος είχε τις έξτρα ιδιαιτερότητες του. Ακόμη περισσότερο κέφι από τον καλλιτεχνικό διευθυντή Γιάννη Σακαρίδη, σε ιδέες και πράξη, νέες γνωριμίες – το φεστιβάλ κάθε χρόνο βρίσκει και διαφορετικούς τρόπους, νέα προγράμματα για να ανοίξει την καρδιά του στο κοινό, δικτυακό και μη -, νέες κινηματογραφικές τάσεις και ένα κακό που ήθελε να εισβάλει ως σκέψη κάθε λεπτό και να κλέψει την ροή της (κινηματογραφικής) προσοχής: τα καταστροφικά γεγονότα της Θεσσαλίας που έκλεψαν την αγαπησιάρικη χαλαρότητα των ημερών και έστρεφαν συχνά τη ματιά εκτός πόλης. Μια ταινία (ή και παραπάνω) όμως, βοηθούσε το (θυμωμένο) συναίσθημα και μείωνε (κάπως) την ένταση της οργής. Οι νέοι άνθρωποι που ήταν εκεί για να παρουσιάσουν τις δουλειές τους από τόσες μεριές του κόσμου, την Ελλάδα, τη Γερμανία, την Ισπανία, την Κούβα, το Ισραήλ, την Αμερική μεταξύ άλλων – πενήντα και παραπάνω καλεσμένους μετρήσαμε – βοήθησαν πολύ επίσης.
Και έτσι αυτή η πανέμορφη πόλη που συνδυάζει άναρχα και περιέργως λειτουργικά το παλιό με το νέο, έβαλε βάμμα στις πληγές και γλύκανε τις σκέψεις. Και έτσι αφεθήκαμε σε αυτό το ταξίδι που κάνουμε κάθε χρόνο. Άλλοι ως εργαζόμενοι (καλή ώρα), άλλοι ως καλεσμένοι καλλιτέχνες, άλλοι ως ταξιδιώτες εραστές, άλλοι ως περαστικοί περιπατητές. Και κάπως έτσι, όπως τα σκέφτομαι τώρα προς τα πίσω, διάλεξα μερικές στιγμές, που ήρθαν εύκολα και αβίαστα και ό,τι ξέχασα, χίλια συγνώμη, πρόθεση δεν υπήρχε.
Το ξύπνημα στην πόλη αν δεν δουλεύεις στα Q&A και δεν είσαι κινηματογραφιστής που θέλει να ακούσει τι λένε οι άλλοι κινηματογραφιστές ή απλά θεατής που είδε μια ταινία το βράδυ και το επόμενο πρωί θες τις εξηγήσεις σου από αυτούς που την έφτιαξαν, περιέχει βόλτες στην πόλη, κυρίως στο πάρκο γύρω από τη λίμνη που σου δίνει ατμόσφαιρα, δροσιά και ωραίους καφέδες – βλέπε το Fresco bar, το πιο εντελώς δικαιολογημένα hype μέρος αυτή τη στιγμή στην περιοχή, για να απολαύσεις εκτός από τον καφέ σου, εναλλακτικές γεύσεις «γρήγορων» μικρών γευμάτων. Περιέργως, αν εξαιρέσουμε τη Δευτέρα που υπήρχαν λίγα κακομούτσουνα δακρυσμένα σύννεφα, ο καιρός έδειξε εντελώς καλοκαιρινή διάθεση, οπότε οι βερμούδες και τα κοντομάνικα έδωσαν στο φεστιβάλ το χρώμα και τη funky διάθεση που πάντα χρειάζεται. Αν ήθελες πάντως να δεις τους ανθρώπους που βρίσκονται μπρος και πίσω από τις ταινίες, και δεν έβρισκες εγκαίρως εισιτήριο – τα πιο γρήγορα sold out ήταν τα φετινά – για την πλατεία και τον εξώστη του «Ολύμπια- Δημοτικό Ωδείο Δράμας (Αίθουσα Αντώνης Παπαδόπουλος)» ή του θερινού «Αλέξανδρου»- κήπο του πολιτιστικού χώρου ΚΥΚΛΩΨ, το εστιατόριο «Γαλλία», κυρίως το μεσημέρι, ήταν μονόδρομος. Και τα «Νερά της Αγίας Βαρβάρας», το βράδυ. Εκεί μαζεύονταν όλοι, δημιουργοί, παραγωγοί, δημοσιογράφοι, θεατές για να φάνε, να πιούνε και … να παραμονεύσουν, δηλαδή να σχολιάσουν ή να αναλύσουν την (κινηματογραφική) ύπαρξη τους.
“Θα τα πούμε στο Φίκα”. Εκεί που μαζεύονται ΟΛΟΙ μετά τις προβολές για να πιούν μπίρα και τζιν τόνικ (κυρίως), να γκρινιάξουν, να ανταλλάξουν αγάπες και φιλιά και να νιώσουν πως είναι σαν σε σχολικό πάρτι που όλα γίνονται και όλα επιτρέπονται. Είναι ο λόγος που όλοι εμφανίζονται αργοπορημένοι στις πρωινές τους υποχρεώσεις, κρύβοντας τους μαύρους κύκλους πίσω από ευφάνταστα γυαλιά ηλίου.
Κάτι έχει γίνει και τα μικρά αρχίζουν και φλερτάρουν με σιγουριά και άγνοια κινδύνου με τα μεγάλα. Το παλιό δεκάλεπτο-δεκαπεντάλεπτο, το γρήγορο, το καυτό, το συγκεντρωμένο, χάνει πια στροφές και θέλει περισσότερο τον χρόνο του. Έτσι, είδαμε πως υπάρχει μεγαλύτερο απόθεμα στην «αποθήκη» με τις ταινίες που αγαπούν πολύ την 20λεπτη εξέλιξη, και ξάφνου σε αυτές που προτιμούν και την ακόμη μεγαλύτερη. Όπως συνέβη με τα βραβευμένα «Midnight Skin» του Μανώλη Μαυρή (40’) και την «Αρκουδότρυπα» των Χρυσιάννα Παπαδάκη και Στέργιου Ντινόπουλου (38’).
Ταινίες, ταινίες, ταινίες. 182 ταινίες από 41 χώρες. Με τις θεματικές τους να ανοίγουν τα χέρια τους σε κάθε σκέψη και κάθε συναίσθημα. Σε κάθε μικρή και κάθε μεγάλη αγωνία. Σε κάθε αγάπη και σε κάθε όνειρό και όραμα. Η απώλεια, οι σχέσεις, ο θάνατος, η κακοκοποίηση, ο έρωτας, ο ρατσισμός, η απόρριψη, η θρησκοληψία, οι εγκλεισμοί κάθε είδους, η πόλη, οι μικρόκοσμοι των ανθρώπων, πρωτοστάτισαν του ενδιαφέροντος και άνοιξαν τις πόρτες τους καλωσορίζοντας κάθε επισκέπτη.
Όρεξη να ‘χεις να διαλέγεις, αν είσαι εκτός. Ή να πηγαινοέρχεσαι, αν είσαι εντός. Τα φεστιβάλ το είπαμε όμως, είναι ταινίες και το σφιχτό του πρόγραμμα- φέτος ακόμη περισσότερο- το απέδειξε και με το παραπάνω. Γιατί εκτός των αγαπημένων πια Short & Green, Cinematherapy και Animation, φέτος είχαμε κι άλλα. Το παιδικού ενδιαφέροντος KIDDO και το νεοσύστατο Short Film Hub να συγκεντρώνουν τα βλέμματα και να γεμίζουν αίθουσες και θερινό. Και όπως πάντα, κάπου εκεί στην άκρη, οι καθημερινές ανοιχτές συζητήσεις, το δεκάχρονο πια Pitching Lab/ Forum υπό την διεύθυνση της Βαρβάρας Δούκα αλλά και η συνεργασία του με το Torino Short Film με ιδιαιτέρως θαυμαστά αποτελέσματα.
Οι ταινίες που πήραν μέρος, μπορεί να μη βρήκαν όλες την αγάπη του αποδέκτη, κατάφεραν όμως να μιλήσουν για την ορατότητα και τη διαφορετικότητα με έναν τρόπο ευθύ, συγκεκριμένο και μαγικά ρεαλιστικό, έτσι όπως δηλαδή κυρίως ο κινηματογράφος μπορεί να το προσφέρει και να το αναδείξει.
Φέτος νομίζω πως τις εντυπώσεις και τα περισσότερα σχόλια και συζητήσεις έκλεψαν οι επιλογές των δύο ελληνικών τμημάτων. Το Εθνικό Σπουδαστικό (με τη δεύτερη συνεχόμενη παρουσία του Παναγιώτη Ιωσηφέλη, στο τιμόνι του) και το Εθνικό Διαγωνιστικό, πολύ σοφά έριξαν τη ματιά τους σε αυτό που έρχεται και έφεραν στην επιφάνεια νέα πρόσωπα, νέες τάσεις και κυρίως νέες παρέες. Γιατί αν προσέξεις καλά, πίσω από τις ταινίες που είδαν τον εαυτό τους να σηκώνει την κούπα, κρύβονται νέοι κινηματογραφιστές, ενωμένοι και αγαπημένοι σαν οικογένεια, που κάνουν το κέφι τους όραμα και την ανάγκη τους ένα μεγάλο θαυμαστικό! Το είδαμε στο Το Χάος που Άφησε Πίσω της (βραβεία για τη σκηνοθεσία του Νίκου Κολιούκου – πώς γίνεται να καθοδηγείς με τόσο διεισδυτικό τρόπο τους ηθοποιούς σου στην πρώτη μόλις πτυχιακή σου, μέγα μυστήριο – και γυναικείας ερμηνείας για την εσωτερικά εκκωφαντική και σχεδόν εξωπραγματική ερμηνεία της Μαρίνας Σιώτου). Το είδαμε στην Παρέλαση του Μιχάλη Γαλανόπουλου που έφυγε με το πρώτο μεγάλο βραβείο επιβραβεύοντας έτσι την τόλμη και το νεανικό θράσος μιας ελληνοελβετικής παρέας, έτοιμης να μιλήσει για σκληρά θέματα με απρόβλεπτη κινηματογραφική σιγουριά και αδιανόητη τρυφερότητα.
Το είδαμε ακόμη και στο Ημερολόγια μιας Σεξουαλικής Μοναξιάς της Νίνας Αλεξανδράκη – μια ολόκληρη παρέα μόνη της – που έφυγε με το βραβείο σεναρίου, όλο και πιο δίκαιου όσο το σκέφτεσαι – καθότι η νέα αφηγηματική της πρόταση αγκαλιάζει την νεότητα της με μία τόλμη που σπάνια συναντάς. Το είδαμε στον τρόπο που ο Γιώργος Γεωργακόπουλος μας συστήνει τον δίκαια βραβευμένο Φαμπρίτσιο Μούτσο, στο ταπεινό, λιτό και ουσιώδες Θερμοκήπιο. Το είδαμε σε όλο το Ελληνικό Σπουδαστικό με τη νεανική ορμή και δροσιά του, τη στιβαρή του χωρίς φόβο και αναστολές κινηματογράφηση και τη σεναριακή του ελευθερία και σταθερότητα ανάμεσα στις λέξεις που κλείνουν το κάθε the end. Και ίσως αυτό το τελευταίο να είναι και η αιτία που άκουγες δεξιά-αριστερά φέτος πως το “τσικό” ήταν σημαντικότερο του “μεγάλου”, αφού σε αυτό το τελευταίο τεράστια ταινία δεν είδαμε, ή έστω κάποια που τη βλέπεις και ξέρεις πως το πιο αναμενόμενο είναι να σαρώσει όλα τα βραβεία ως και αυτό για τους κομπάρσους.
Οπότε, πάνω σε αυτή τη διαπίστωση, το ότι η επιτροπή στο Εθνικό Διαγωνιστικό (με πρόεδρο τον Λευτέρη Χαρίτο και μέλη τους Alexia Roider, Μένος Δελιοτζάκης, Αλεξάνδρα Ματθαίου και Ασημίνα Προέδρου) έριξε τη ματιά της σε ταινίες που οι περισσότεροι ίσως δεν περίμεναν, δεν θα έπρεπε να ξαφνιάσει κανένα. Γιατί τα δύο βασικά βραβεία στο Αερολίν (σεναρίου και σκηνοθεσίας), τα δύο στην Αρκουδότρυπα (καλύτερης ταινίας και γυναικείας ερμηνείας), το εντελώς απρόβλεπτο – και για πολλούς άστοχο- στον Κύπριο πρωταγωνιστή του Buffer Zone και το ειδικό της επιτροπής στο Καλοκαίρι που παρατήρησα τον ήλιο να δύει, θεωρώ πως θέλησαν να τονίσουν αυτό ακριβώς. Αυτό που χρειάζεται πρώτα από όλα είναι να πέσει φως σε καινούργια πρόσωπα. Οι νέοι, χωρίς μεγάλη εμπειρία δημιουργοί, είναι αυτοί εξάλλου με την πραγματική δύναμη στα χέρια τους, κι ας δεν το ξέρουν. Οι παρέες και δύο-τρεις έντιμες ιδέες ανθρωπιάς, ίσως είναι αυτές που θα σώσουν τον κόσμο και αν όχι τον κόσμο, ίσως έστω το μέλλον του κινηματογράφου μιας χώρας.
Δες εδώ όλα τα βραβεία όλων των τμημάτων
Λογική: Νομίζω πως θα συμφωνήσω τελικά με το μεγάλο βραβείο στο Διεθνές Διαγωνιστικό. Η αφήγηση του Manuel Munoz Rivas στο Αχέροντα (Aqueronte) είναι απλά out of this world. Όπως εύστοχα έγραψε και η επιτροπή στη λογική της απόφασής της, «παρουσιάζει τις σπάνιες ιδιότητες του αμιγώς οπτικού κινηματογράφου: σαφήνεια, πνευματικότητα, ικανότητα σύλληψης της πραγματικότητας με τα μάτια ορθάνοιχτα και τα μάτια κλειστά, παράλληλα με έναν αριστουργηματικό ηχητικό σχεδιασμό. Αποτελεί επίσης μια υπενθύμιση της δύναμης του νερού, μιας δύναμης της φύσης που μπορεί να είναι τόσο ζωτική όσο και καταστροφική, όπως είδαμε πρόσφατα». Μια ταινία που θέλει όμως τη μεγάλη αίθουσα. Η θέαση της σε λάπτοπ απλά θα σου συστήσει κάτι μυσταγωγικό. Για όλα τα υπόλοιπα, ο κινηματογράφος είναι ο μόνος δρόμος.
Καρδιά: Παρέλαση & Το Χάος που Άφησε Πίσω της. Αν σημαντικό είναι τελικά αυτό που σε σπάει σε χίλια κομμάτια εκεί ακριβώς που δεν το περιμένεις, αυτά τα δύο σπουδαστικά έχουν έναν τρόπο θαυμάσιο να το κάνουν με το καλημέρα. Και δύο σκηνοθέτες, Μιχάλης Γαλανόπουλος και Νίκος Κολιούκος αντιστοίχως, ήδη έτοιμους για πολλά περισσότερα.