ΦΕΣΤΙΒΑΛ

Release Athens X SNF Nostos Day 3: Η ψυχρή αλλά μεγαλειώδης Siouxsie, και οι χλιαροί μα πάντα ερωτεύσιμοι Interpol

Ξανά στα λημέρια τα αγαπημένα: Πλατεία Νερού και Ξέφωτο του ΚΠΙΣΝ, έγιναν για ακόμα μια μέρα ο προορισμός του καλοκαιριού. Ήταν η τρίτη και τελευταία, στο πλαίσιο του Release Athens X SNF Nostos, της συνεργασίας, που, μπορεί να μας λαχάνιασε με το ταχύ περπάτημα που ρίξαμε μεταξύ των δύο stages, μας έδωσε όμως την ευκαιρία να δούμε ζωντανά σπουδαίους καλλιτέχνες.

Στην Πλατεία Νερού, η μέρα ξεκινούσε με τους In Trance 95 και συνέχιζε με τους Ladytron και τους Echo & The Bunnymen, για να κορυφωθεί με τη θρυλική Siouxsie Sioux. Στο Ξέφωτο, οι The Haunted Youth έκαναν την αρχή, δίνοντας τη σκυτάλη στους Viagra Boys και στους headliners, Interpol. Για το ξεκίνημα αυτής της ημέρας, είχα πλάνο: Αποφάσισα να πάρω μια γεύση από τους Haunted Youth, μετά να πάρω λίγη γεύση ακόμα από τους In Trance 95 στην Πλατεία Νερού, και να επιστρέψω στο Ξέφωτο για τους Viagra Boys, οι οποίοι με είχαν ενθουσιάσει μετά την τελευταία headline συναυλία τους στην Αθήνα το 2022, στο ΟΑΚΑ. 

The Haunted Youth

Το alternative/indie/dreamy-pop σχήμα των The Haunted Youth βρισκόταν ήδη στο stage του ΚΠΙΣΝ, και ο κόσμος μπορεί ακόμα να ήταν λίγος, όμως οι Βέλγοι είχαν το κοινό τους το οποίο και έκαναν να περάσει πολύ καλά με τον φρέσκο ήχο τους και τη νεανική ενέργειά τους. Οι Haunted Youth είναι το δημιούργημα του Joachim Liebens, ο οποίος γράφει νοσταλγική μουσική για τα θλιμμένα χρόνια της εφηβείας του, αναδεικνύοντας την ίδια στιγμή την ουσία του να είσαι νέος και γεμάτος ελπίδα.

Το ντεμπούτο “Dawn of the Freak” (2022) ανέδειξε τους Slowdive, The Cure, My Bloody Valentine και DIIV ως βασικές τους επιρροές, με το single “Teen Rebel” να αποτελεί μια ωδή στις επαναστατικές ορμές της εφηβείας, και να εξαπλώνει το fanbase τους εκτός Βελγίου. Η πρώτη τους εμφάνιση στην Ελλάδα, με έκανε επιστρέφοντας στο σπίτι να τους ακούσω στα headphones μου το πρωί του Σαββάτου, καθώς έγραφα αυτό το κείμενο.

Στην Πλατεία Νερού έφτασα καταϊδρωμένη. Παρά τον καυτό ήλιο, το αγαπημένο ελληνικό σχήμα των late 80s και early 90s καλωσόρισε τον κόσμο με τους dance/electronic ήχους του. Στο διάρκειας μισής ώρας set τους, οι In Trance 95, έπαιξαν κομμάτια όπως τα “Shapes In A New Geometry”,  “Wave (Are We Alone)”, “21st C.E.T.”, “Desire To Desire” και  “The Move”, κάνοντάς μας να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω στην εποχή που σχηματίστηκαν (1988), όταν και αποτέλεσαν το πρώτο ελληνικό συγκρότημα που βασίστηκε αποκλειστικά στη χρήση ηλεκτρονικών οργάνων στον ήχο του. Κάτι τόσο δεδομένο για την εποχή μας, μα άλλο τόσο πρωτοποριακό για τα 80s στην Ελλάδα.

Viagra Boys

Πίσω στο Ξέφωτο. Μετά από το απαραίτητο διάλειμμα στα γρασίδια του ΚΠΙΣΝ, έχει έρθει η ώρα για τους αγαπημένους μας Viagra Boys. Ο χώρος είχε πλέον γεμίσει, και οι γνωστές φυσιογνωμίες ανάμεσα στο πλήθος, ήταν πολλές. Στο κεφάλι μου είχα αρχίσει να κάνω ψυχολογικές ερμηνείες που θα μπορούσαν να αιτιολογήσουν την παθιασμένη σχέση του ελληνικού κοινού με τους Σουηδούς: Μπύρες, πολλά τατουάζ και πανκ ιδρώτας – με μία φράση: άνευ ορίων ξεγνοιασιά.

Αυτή που τόσο μας λείπει.

Όλα αυτά φυσικά δεν θα έλεγαν από μόνα τους κάτι, αν δεν μας είχε κερδίσει το γκρουβάτο songwriting τους. Οι Viagra Boys είναι hitmakers. Είναι η μπάντα που θέλεις να δεις μετά από ένα 10ωρο δουλειάς, από έναν απελευθερωτικό χωρισμό, από μια μίζερη μέρα χωρίς εκπλήξεις. Απλούστατα, γιατί δεν γίνεται να μην γελάσεις και να μην περάσεις καλά μαζί τους. Στα 50 λεπτά που βρέθηκαν on stage, είδαμε μαγιό με καουμπόικα καπέλα, push ups επί σκηνής από τον frontman, Sebastian Murphy, ενώ κουτάκια μπύρας εκτοξεύονταν πάνω του από το πλήθος, για να πιει τις τελευταίες τους σταγόνες, (ο ίδιος μας είπε στο μεταξύ πως δεν έχει σταματήσει να πίνει ούζα).

Αν και ο άρτιος ήχος δεν ήταν το στοιχείο που ξεχώριζε σε αυτή την εμφάνισή τους, μας ξεσήκωσαν με κομμάτια όπως τα “Ain’t No Thief”, “Punk Rock Loser”, “Baby Criminal”, “Ain’t Nice”, “Down in the Basement”, και φυσικά τα απόλυτα hits “Sports” και “Research Chemicals” με το οποίο μας αποχαιρέτησαν.

Interpol

Στο Ξέφωτο είχε αρχίσει να νυχτώνει. Αρκετός κόσμος μετακινείται προς την Πλατεία Νερου για να δει τους Ladytron και τους Echo & The Bunnymen, και έτσι βρίσκω την ευκαιρία να πάω μπροστά-μπροστά στη σκηνή. Αδυναμίες βλέπετε. Πόσα βράδια έχω περάσει κλαίγοντας για κάποιον έρωτα με Interpol στα ακουστικά μου. Πόσα road trips και μελαγχολικά απογεύματα έχουν συντροφεύσει. Πόσες φορές έχουν γίνει η καλύτερη παρέα μου στο μετρό, κάνοντάς με για λίγο να ξεχάσω πού βρίσκομαι. Πόσες φορές έχουν γίνει ο επίλογος μιας ακόμα κουραστικής μέρας: Οι Interpol για ‘μένα σημαίνουν πολλά, όπως και για τους ανθρώπους – μικρούς και μεγάλους – που κατέκλυσαν το Ξέφωτο.

Τα σχόλια που είχαν φτάσει ωστόσο στ’ αυτιά μας, για τις τελευταίες εμφανίσεις τους, δεν ήταν και τα πιο αισιόδοξα. Δυστυχώς, αρκετά από αυτά επιβεβαιώθηκαν στο διάρκειας 80 λεπτών set τους. Ας το πάρουμε όμως από την αρχή:

Το στήσιμο στο stage από τους συνεργάτες των Interpol, ήταν άκρως επαγγελματικό. Οι Αμερικάνοι βιρτουόζοι του indie και post-punk revival δεν χρειάστηκε να κάνουν πολλά. Απλώς βρέθηκαν στις θέσεις τους, έτοιμοι να ξεκινήσουν στις 21:00 ακριβώς, όπως και ήταν προγραμματισμένο. Μια έκρηξη συγκίνησης έγινε το πέπλο που σκέπασε το κοινό μόλις ακούστηκαν οι πρώτες νότες του “Toni”, από το άλμπουμ τους The Other Side of Make-Believe. Το setlist τους ήταν αρκετά καλά δομημένο, αφού στα 18 κομμάτια που μας έπαιξαν, οι επιτυχίες τους εναλλάσσονταν με πιο πρόσφατα κομμάτια της δισκογραφίας τους, δημιουργώντας την απαραίτητη ισορροπία. Στο “Obstacle 1” που ακολούθησε, τραγουδήσαμε με τη ψυχή μας και προτού προλάβουμε να πάρουμε μια ανάσα,  μας έπαιξαν το υπέροχο “If You Really Love Nothing”.

Κάπου εκεί όμως, άρχισα να παρατηρώ ανθρώπους να χασμουριούνται, να μιλούν συνεχώς με την παρέα τους και να είναι υποτονικοί. Δεν ξέρω για ‘σας, αλλά από την πρώτη στιγμή ένιωσα πως οι Interpol δεν είχαν φτάσει στην Ελλάδα με την καλύτερη ενέργεια, πράγμα το οποίο φάνηκε να επηρεάζει τη διάθεση του κόσμου. 

Παρά το υποτονικό performance τους, το ότι βρισκόμασταν μπροστά σε μία από τις αγαπημένες μας μπάντες, ακούγοντας ορισμένα από τα πιο σημαντικά τραγούδια στην ιστορία της indie σκηνής, ήταν αρκετό για να φυλάξουμε το live στη ψυχή μας. Ο Paul Banks φαινόταν κουρασμένος, και χρειάστηκαν αρκετά κομμάτια μέχρι να μας πει το πρώτο “hello”. Ούτε εκεί πτοηθήκαμε. Προσωπικά, είχα συνεχώς το βλέμμα μου στραμμένο στον ντράμερ Sam Fogarino και τις εξαιρετικές παικτικές του δεξιότητες που με εξέπληξαν. Και η υπέροχα τρεμάμενη φωνή του Paul όμως, με μεθούσε.

Τα “Evil”, “C’mere”, “Rest My Chemistry”, “Roland”, και “The New”, ήταν μόνο μερικά από τα κομμάτια που τραγουδήσαμε στη συνέχεια του live. Κάπου προς το τέλος, ο κόσμος παρακαλούσε να ακούσει το “Stella Was a Diver and She Was Always Down”, αλλά οι Interpol δεν μας έκαναν τη χάρη – αν και στο μόλις προ δύο ημερών live τους στη Βουλγαρία το είχαν παίξει. Ούτε το “The Rover” ακούσαμε. Η βραδιά στο Ξέφωτο έκλεισε με το “Slow Hands”, χωρίς encore, και το συγκρότημα μας ευχαρίστησε βγάζοντας μια αναμνηστική φωτογραφία το πλήθος. Κάτι μέσα μας παρέμεινε ανικανοποίητο, όση συγκίνηση κι αν νιώσαμε.

Η βραδιά συνεχίζεται. Αναπτύσσω ταχύτητα και ευελπιστώ πως θα φτάσω στην Πλατεία Νερού (τελική μετακίνηση, ουφ) πριν το τέλος του live των Echo & The Bunnymen. Παίρνω μια γεύση από τα δύο τελευταία κομμάτια του set τους, και ο κόσμος που είχε κατακλύσει την αρένα, φαίνεται να περνάει καλά. Λίγο αργότερα καταφέρνω να βρω τον Δημήτρη (Πάντσο), συνάδελφο στην Popaganda, ο οποίος είχε φτάσει από νωρίς στην Πλατεία Νερού.

Το επόμενο πρωί τον ξυπνάω και του ζητάω να μου περιγράψει όσα δεν είχα μπορέσει να δω στην Πλατεία Νερού. Μου μεταφέρει αρχικά τις εντυπώσεις του για τους Ladytron: «Κάτσε να θυμηθώ. Είχε ήλιο, κάποιοι φόραγαν γυαλιά, βρήκα το Γιώργο τον Δημήτρη την Ελβίρα και την Δήμητρα. Μετά βρήκα και τον Σπύρο με το Χριστόφορο. Αν η Eurovision ήταν πιο εναλλακτική κάποια στιγμή θα τις θέλαμε εκεί, είπαμε. Μετά διαφωνήσαμε με ποια χώρα θα πήγαιναν. Η Σερβία και η Γαλλία έφτασαν στον τελικό. Μετά φάγαμε φλασιά πως η μία, η Mira Aroyo, είναι Βουλγάρα – βασικά την ακούσαμε να τραγουδά στην πατρογονική της γλώσσα – οπότε αποφασίσαμε πως θα εκπροσωπούσαν όπως είναι λογικό τη χώρα της. Δεν ξέρω τι θέση θα έπαιρνε σε αυτό ο Τιμ Μπάρτον στα synthesizers (να υποθέσω ο Daniel Hunt) αλλά δεν νομίζω πως θα είχε και καμία σημασία».

«Ο κόσμος το διασκέδαζε και εγώ επίσης. Με συγκίνησε πολύ και η Roisin οπό τα Max Spencer (η φωνή σου Helen Marnie θα κλέβει πάντα την καρδιά μου. Ειδικά εκεί στο Destroy everything you touch κάτι έσπασε μέσα μου, ήθελα να ανέβω στη σκηνή και να τη ψιθυρίσω μην ανησυχείς αυτές οι μέρες θα περάσουν – λάθος κατεύθυνση προβολής). Εννοείται πως μια χαρά κουνήθηκα και στο Τhe Island, στο International Dateline, στο Ace of Hz και στο Seventeen, αχ στο Seventeen, αλλά ό,τι και να λέω όταν ακούστηκαν οι πρώτες νότες του Destroy, όλα μπήκαν στην θέση τους. Μετά τελειώσανε και φύγανε», μου λέει γλαφυρά.

Echo & The Bunnymen

Και συνεχίζει λέγοντάς μου για τους Echo & The Bunnymen: «Κάτσε να θυμηθώ ξανά. Εγώ για το Lips like sugar πήγα. Ήταν ξεκάθαρο. Μου ‘χε κολλήσει από το πρωί και το τραγουδούσα πάνω στο μηχανάκι ξανά και ξανά (πάλι καλά γιατί όταν πήγαινα στη Ροζαλία τραγουδούσα Παυλίδη). Ευτυχώς το είπε και το είπε όπως όπως ακριβώς το ήθελα. Ορεξάτα, κεφάτα και με συναυλιακή ενσυναίσθηση. Σαν να το λέει απευθείας στα ανοιχτά κινητά μας. Τι κακό κι αυτό, είπε αυτός που κατέγραψε ακόμη και την μπύρα του διπλανού που κύλησε ανάμεσα στα πόδια μας όσο το Killing Moon προσπαθούσε να ρίξει σεξογόνια στο βαθύ συναίσθημα».

«Στα πολύ θετικά της εμφάνισης τους να τοποθετήσω τη φωνή του φίλου Ian που παραμένει ακμαιότατη και εντελώς συγκινητική, τη δεμένη μπάντα που ήξερε που πατεί και που βρίσκεται, το The Cutter που μου πήγε στο δισκάδικο της Αβάντων στη Χαλκίδα στα αρχαία χρόνια, το κοινό που ήξερε τι ήθελε- βουτιές με μπρατσάκια ή χωρίς, στην θάλασσα της εφηβείας και το παιχνίδι με τις σκιές καθώς κάμερες δεν υπήρχαν, μόνο ένας λαγός στη σελήνη αποκαμένος υπήρχε, για να θυμίζει πως υπήρξαν και εποχές που ένα συγκρότημα επί σκηνής έφτανε και παράφτανε. Τι να το κάνεις εξάλλου το παραζαλισμένο ζουμ στη ρυτίδα και το μεθυσμένο μάτι, καθρέφτη δεν έχεις; Μια ελαφριά ξινίλα στις λέξεις του Ian McCulloch δεν μας χάλασε διόλου αφού με το ζόρι πιάναμε τις μισές (το Liverpool είχε σήμερα την τιμητική του αφού και οι προηγούμενες κάπου από κει προέρχονται). Αρνητικά δεν βρήκα. Δεν το επιθυμούσα εξάλλου».

Siouxsie and the Banshees

Το έδαφος προετοιμάζεται για την εμφάνιση του ζωντανού θρύλου που ακούει στο όνομα Siouxsie Soux. Στην αρένα δεν πέφτει καρφίτσα. Το θέαμα είναι όμορφο, πολύ. 25ρηδες, 40ρηδες και 60ρηδες, γινόμαστε όλοι ένα, έτοιμοι να ζήσουμε μία από τις πιο σημαντικές συναυλίες στη χώρα μας – την οποία πολλοί χαρακτήρισαν ως την καλύτερη συναυλία που έχουν δει στην Ελλάδα.

Πίσω στο 1975, η Siouxsie Soux και ο μπασίστας Steven Severin, αποφάσισαν να υλοποιήσουν το πιο τρελό τους όνειρο: Τη δημιουργία μιας μπάντας που άκουγε στο όνομα Siouxsie and the Banshees. Αρχικά συνδεδεμένο με την punk σκηνή, και ορμώμενο από τους Sex Pistols, το συγκρότημα που συμπληρώθηκε από τον κιθαρίστα McKay και τον ντράμερ Kenny Morris, εξελίχθηκε με ταχείς ρυθμούς για να δημιουργήσει το δικό του post-punk ιδίωμα, γεμάτ0 τολμηρούς ρυθμούς και ηχητικούς πειραματισμούς. Οι Times αποκάλεσαν τους Βρετανούς «από τους πιο τολμηρούς και ασυμβίβαστους μουσικούς τυχοδιώκτες της μετα-πανκ εποχής». Τα υπόλοιπα, έχουν γραφτεί στην ιστορία.

47 χρόνια μετά τη δημιουργία του, η επίδραση του σπουδαίου συγκροτήματος παραμένει ανεξίτηλη στον μουσικό χάρτη, επηρεάζοντας καταλυτικά τη σύγχρονη post-punk σκηνή που αυτή τη στιγμή βρίσκεται στα καλύτερά της. Πλέον, η Siouxsie με τους νέους της μουσικούς, βρίσκεται και πάλι κοντά στο κοινό της, κάνοντας αυτό που ξέρει καλύτερα: να εντυπωσιάζει και να ξυπνά μνήμες.

Η μικρή αλλαγή που έγινε στο timetable της τρίτης ημέρας του Release Athens X SNF Nostos, μετακίνησε την εμφάνισή της από τις 23:oo που ήταν αρχικά προγραμματισμένη, στις 23:15, με σκοπό τα προηγούμενα acts να συμπέσουν όσο το δυνατό λιγότερο και ο κόσμος να έχει την ευκαιρία να απολαύσει περισσότερους καλλιτέχνες – με λιγότερο τρέξιμο μεταξύ των δύο σκηνών. Της Siouxsie δεν της άρεσε πολύ αυτό: Με το παιχνιδιάρικο και γκρινιάρικο ύφος της, μας υπενθύμισε πως εκείνη ήταν έτοιμη από τις 23:00, αλλά της ζητήθηκε να καθυστερήσει.

“I am BACK”, ήταν η γεμάτη έμφαση και αποφασιστικότητα ατάκα της αξεπέραστης Siouxsie, καθώς μας καλωσόριζε.

Η συναυλία της “Ice Queen” ξεκίνησε με το κομμάτι των Siouxsie and the Banshees, “Night Shift”, ακολούθησε το “Arabian Knights” καθώς και το τραγούδι της solo πορείας της, “Here Comes That Day”. Τα visuals που τη συνόδευσαν καθ’ όλη τη διάρκεια του live της, αν και εντυπωσιακά, είχαν αρκετά διαφορετική αισθητική μεταξύ τους από κομμάτι σε κομμάτι, με τη ντισκόμπαλα που εμφανίστηκε κάποια στιγμή να αποτελεί τον πιο παράδοξο συμβολισμό για μια θρυλική φιγούρα της post-punk σκηνής. Το χορταστικό set της διήρκησε περίπου 1 ώρα και 15 λεπτά, και ολοκληρώθηκε με δύο χορταστικά encores. Στο πρώτο, ερμήνευσε το “Israel”, ένα κομμάτι με βαθύ πολιτικό μήνυμα, το οποίο είχε χρόνια να τραγουδήσει ζωντανά, και το cover στο κομμάτι του Iggy Pop, “Passenger”. Στο δεύτερο encore, μας χάρισε το φανταστικό “Spellbound” .

Οι δραματικές εκφράσεις στο βλέμμα της, οι θεατρικές κινήσεις της και το παιχνίδι με τα φαρδιά μανίκια της, ξεχώρισαν στο performance της, παρά το γεγονός ότι φάνηκε σε ορισμένα σημεία να δυσκολεύεται με τον ήχο και να ξερένεται η φωνή της λόγω του καπνού που έβγαινε από τα έντονα φώτα – πράγμα για το οποίο διαμαρτυρήθηκε. Για κάθε όμως δύσκολη στιγμή της, η καταπληκτική μπάντα που την πλαισίωνε ήταν δίπλα της, με τον ήχο των οργάνων να είναι σκόπιμα ελαφρώς ψηλότερα από τη φωνή της. Η Siouxsie δεν πτοήθηκε από τίποτα. Μεταξύ άλλων, μας χάρισε τα κομμάτια “Kiss Them for Me”, “Face to Face”, “Cities in Dust”, “Sin in My Heart”, “Christine” και “Happy House”. Λίγο πριν το τελευταίο μισάωρο της συναυλίας, είπε «Τώρα ξεκινάμε», με το κοινό να δίνει τον καλύτερό του εαυτό. Ήταν πράγματι το πιο ανεβαστικό σημείο του set.

Η Siouxsie χθες το βράδυ ήταν σπουδαία, έχοντας ως σύμμαχο την αυθεντικότητά της. Τις στιγμές που η φωνή της έσπαγε, μας υπενθύμιζε πως κανείς δεν είναι άτρωτος – ούτε εκείνη. Κάθε ρωγμή, μας έφερνε κατά νου όλα όσα έχει διανύσει για να γράψει το δικό της κεφάλαιο στην ιστορία της μουσικής. Δίνοντάς μας ένα φιλί στο τέλος του live (τον έσπασε τον πάγο), μας αποχαιρέτησε, και τα φώτα στο stage έσβησαν. Η τρίτη μέρα του Release Athens X SNF Nostos, είχε μόλις τελειώσει.

Λουίζα Σολομών-Πάντα