Είναι η 7η φορά που πραγματοποιείται το φεστιβάλ Βόλου και η δεύτερη χρονιά στη σειρά που το επισκέπτομαι. Και είναι πολλά που άλλαξαν από τον περασμένο Σεπτέμβριο μέχρι τον φετινό.
Όλα άρχισαν το 2015, όταν οι βασικοί διοργανωτές του φεστιβάλ γνωρίστηκαν και μοιράστηκαν το κοινό τους όραμα για την τέχνη και τον πολιτισμό. Ο ιθύνων νους και εκτελεστικός διευθυντής Νίκος Φυτάς, η διευθύντρια παραγωγής και δημοσίων σχέσεων Πέγκυ Τριανταφυλλοπούλου και λίγο αργότερα μπήκε στην ομάδα και ο τεχνικός διευθυντής Χρήστος Σχοινάς. Τον πρώτο καιρό που ο Νίκος πήγε στον Βόλο, είχε ήδη στο μυαλό του να έρθει κοντά σε νέα άτομα, από καλλιτέχνες μέχρι συνεργάτες για να δημιουργήσουν κάτι όμορφο παρέα. Κάτι που έγινε και έτσι γεννήθηκε αυτή η πολιτιστική ατζέντα.
Έκανε τα πρώτα δειλά του βήματα και όσο ο καιρός περνούσε διαρκώς εξελισσόταν έχοντας ως στόχο τις πολλές θεματικές, τα ετερόκλητα σημεία δράσεων και τις ευρύτερες περιφερειακές συμπράξεις με πόλεις της Μαγνησίας.
Όπως έχει πει και ο ίδιος ο Νίκος Φυτάς σε παλαιότερη κουβέντα του μαζί μας, «Το φεστιβάλ ξεκίνησε με μία φιλόδοξη σειρά στόχων, βασικότερος των οποίων ήταν και παραμένει η αποκέντρωση της τέχνης από τις καλλιτεχνικές μητροπόλεις. Ο Βόλος προσέφερε ένα φαινομενικά άνυδρο πολιτιστικό τοπίο το οποίο όμως είχε υπάρξει καλλιεργημένο αν και είχε περάσει καιρός από την τελευταία συντεταγμένη και ευρείας κλίμακας πολιτιστική απόπειρα».
Πραγματικά, τα χρόνια που ακολούθησαν οι δράσεις όλο και πλήθαιναν, η ανταπόκριση του κόσμου διαρκώς μεγάλωνε, οι θεματικές περιελάμβαν από συναυλίες, χορό, εικαστικά, ταινίες και εργαστήρια, μέχρι θεατρικές παραστάσεις, πάρτυ με γνωστούς djs και ημέρες γαστρονομίας.
Και κάθε τέλη Σεπτέμβρη γέμιζαν οι δρόμοι της πόλης με χαρούμενο κόσμο. Με ντόπιους, με ανθρώπους που είχαν ταξιδέψει από άλλα μέρη της Ελλάδας για να συνδυάσουν το ταξίδι τους με τον πολιτισμό και την τοπική γαστρονομία.
Γιατί η ανάπτυξη του πολιτισμού επιτυγχάνεται με τη συμμετοχή του κόσμου και ας μη γελιόμαστε, κάθε τοπική κοινωνία έχει ανάγκη από αυτή την ανάπτυξη και για οικονομικούς πόρους. Γιατί ένας επισκέπτης θα αφήσει και χρήματα αλλά θα διαδώσει και όλα τα ωραία που είδε και βίωσε εκεί και έτσι θα έρθουν κι άλλοι τις επόμενες χρονιές.
Παρ’ ότι το φεστιβάλ Βόλου λοιπόν κατάφερε να έχει μια επιτυχημένη πορεία αυτή την επταετία, δυστυχώς η οικονομική στήριξή του από αρμόδιους κρατικούς φορείς αντί να μεγαλώνει, όλο και μικραίνει. Και αν κάποιος φαντάζεται τρελά νούμερα που απλώς μειώθηκαν λίγο, να πω ότι ουδεμία σχέση έχει αυτό με την πραγματικότητα. Η φετινή χρηματοδότηση από το Υπουργείο Πολιτισμού άγγιξε το αστρονομικό ποσό των 4.000 ευρώ.
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν πόσο δύσκολη είναι όχι μόνο η εξάπλωσή του σε διάρκεια και δρώμενα αλλά ακόμα και η ίδια η επιβίωσή του. Στο περσινό πρόγραμμα υπήρχαν έξι θεματικές με καθημερινές δράσεις από τις 6 Σεπτεμβρίου έως τις 3 Οκτωβρίου (Ημέρες φωτογραφίας, εικαστικών τεχνών, μουσικής, θεάτρου και χορού, κινηματογράφου και γαστρονομίας).
Όλος ο Βόλος ήταν πραγματικά μία γιορτή, με ωραίες παραγωγές, δημιουργίες από καλεσμένους σεφ αλλά και από τον σεφ Γρηγόρη Χέλμη του Με Ζεν που μαζί με τον συνεργάτη του Ανδρέα Διακοδημήτρη επιμελήθηκαν το γαστρονομικό κομμάτι (όπως έκαναν και φέτος), με ωραίες μουσικές, ευφάνταστα κοκτέιλ, με ανάδειξη τοπικών προϊόντων και παραγωγών στη Φάρμα Καραΐσκου και απρόσμενες, χαρούμενες συναντήσεις σε κάθε γωνιά της πόλης.
Με πολύ μεράκι και μεγάλη θέληση από όλους τους ανθρώπους που έχουν αφιερώσει χρόνο και δημιουργικότητα για να επαναληφθεί και φέτος κάτι ανάλογο, ξεκίνησε να διοργανώνεται πριν από πολλούς μήνες, έχοντας όμως να αντιμετωπίσει το μεγάλο πρόβλημα της υποχρηματοδότησης.
Τα δρώμενα μειώθηκαν, οι αναποδιές που προέκυψαν δεν ήταν εύκολο να λυθούν χωρίς την οικονομική στήριξη που χρειάζεται μια τέτοια διοργάνωση (ειλικρινά βγάζω το καπέλο σε όλους τους συντελεστές του φεστιβάλ για τις προσωπικές υπερβάσεις που έκαναν ώστε να μην ακυρωθούν εκδηλώσεις) και ο ενθουσιασμός πολλές φορές μετατράπηκε σε πικρία.
Και είναι πραγματικά κρίμα γιατί τις πέντε ημέρες που βρέθηκα εκεί είχα την ευκαιρία να ζήσω πολύ όμορφα πράγματα. Να δοκιμάσω στο Με Ζεν το ευφάνταστο μενού του Γρηγόρη Χέλμη που ήταν εμπνευσμένο από τον πίνακα “Ο μεγάλος μεταφυσικός” του Giorgio De Chirico, με 4 γευστικούς σταθμούς στην ιστορία του τσιπουράδικου αλλά και ιδιαίτερα τσίπουρα πολλών παραγωγών, παλαιωμένα και μη, να χορέψω με τις μουσικές από το all female dj line up, τις HER στο εργοτάξιο του ΟΣΕ στα Παλιά και να απολαύσω ένα παραδοσιακό μικρασιάτικο «νεοπανηγύρι» στον πολυχώρο της Λίμνης στη Νέα Ιωνία, υπό τη διεύθυνση του σπουδαίου Κυριάκου Γκουβέντα στη μουσική και του Μιχάλη Νουρλόγλου στην κουζίνα που μας εφοδίαζε με πεντανόστιμα πιάτα.
Και αυτό ήταν μόνο το κλείσιμο γιατί τις προηγούμενες μέρες είχαν προηγηθεί ακόμα περισσότερα, όπως η διεθνής συμπαραγωγή των Cabaret Catatonique με τίτλο ‘Dust to Dust’ στο θέατρο της Παλιάς Ηλεκτρικής που έφερε έναν φρέσκο αέρα «Βερολίνου» στο κοινό του Βόλου, η μουσική περφόρμανς ‘Journey to the Nauts’ από τον Μιχάλη Δέλτα και τη Iota Phi που ξεσήκωσαν τους πάντες στο πιο κεντρικό σημείο της πόλης ή η τζαζ συναυλία του Κωστή Χριστοδούλου στον υπαίθριο χώρο της βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Με την αυλαία του να έχει μόλις πέσει, εύχομαι ότι θα επανέλθει του χρόνου με τη σωστή στήριξη από το Υπουργείο Πολιτισμού και με πολλές μέρες γεμάτες με ψυχαγωγία, τέχνες, γαστρονομία και μορφωτικές δράσεις, γιατί κάθε πόλη έξω από την Αθήνα αξίζει να τα έχει όλα αυτά και ακόμα περισσότερα.