Σχεδόν 150 ντοκιμαντέρ κάνουν την πρεμιέρα τους στο φετινό, 18ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, όμως σε μια χούφτα τα μετράς όσα έχουν καταφέρει να μπουν και να διατηρηθούν στις συζητήσεις των θεατών, με κύριο γνώρισμά τους τις αναζητήσεις και τις εξερευνήσεις των παραλλαγών του ζόφου μας: τσουχτερά πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα μιας χώρας καβάλα στην έκτη χρονιά της αυστηρής μνημονιακής της δίαιτας, με την προσφυγική κρίση να έχει σκάσει στα χέρια της ενόσω η ηγεσία ψάχνει την πολιτική ορθότητα στη διατύπωση της τυπικότητας, τα ελληνικά ντοκιμαντέρ της φετινής σοδιάς φέρουν περήφανα την έντονη πολιτική αιχμή τους, κι επί το πλείστον υιοθετούν μεθόδους ερευνητικής δημοσιογραφίας, δυστυχώς συχνά εις βάρος της κινηματογραφικότητας και της φινιρισμένης αισθητικής.
Τα κινηματογραφικά φτιασιδώματα θα ήταν βέβαια το λιγότερο που θα μπορούσες να ζητήσεις από ένα ντοκιμαντέρ σαν και το Χρυσή Αυγή: Προσωπική Υπόθεση, της Ανζελίκ Κουρούνη, η οποία εν μέσω της μεταμόρφωσης της Χρυσής Αυγής από περιφερειακό γκρουπάκι σαλεμένων σε επίσημο κομμάτι του πολιτικού μας σκηνικού, αποφάσισε να τιμήσει το αντιστασιακό παρελθόν των προγόνων της, και να διεισδύσει στις τάξεις της Χρυσής Αυγής, υποδυόμενη το μέλος της οργάνωσης, που ενδιαφέρεται για την απαθανάτιση και την διάδοση των πολιτικών θέσεων και των οργανωτικών ιδιαιτεροτήτων του κόμματος.
Καταγράφοντας εκ των έσω την πορεία της Χρυσής Αυγής από την εκλογική της έκρηξη στις Ευρωεκλογές του 2010, και το προσεκτικό άπλωμα του ιστού του λαϊκισμού της, μέσα στο οποίο τύλιξε χιλιάδες απογοητευμένους ψηφοφόρους πεταμένους στα περιθώρια της κοινωνίας απ’ την οικονομική κρίση της τελευταίας πενταετίας, η Κουρούνη στιγματίζει όχι μόνο την ανωριμότητα μιας κοινωνίας θολωμένης απ’ την ξαφνική απώλεια της επίπλαστης ευμάρειάς της, αλλά και την ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος που αυτή η κοινωνία τόσα χρόνια εξέθρεφε. Η άτακτη υποχώρηση της Νέας Δημοκρατίας προς τα ακροδεξιά της στην περίοδο Σαμαρά, κι η αμήχανη θωράκιση του ΣΥΡΙΖΑ πίσω απ’ τις ουμανιστικές περικοκλάδες των νομικών παραθύρων που είδαν σήμερα την αποφυλάκιση του Ρουπακιά, προκύπτουν καθαρά ως δυο όψεις του ίδιου νομίσματος, με το οποίο πληρώνει τις πολιτικές επιλογές της η κοινωνία εδώ και χρόνια.
Μια μάλλον αθέλητη παραβολή για τη σύγχρονη πολιτική κατάσταση αναποφασιστικότητας κι εσωτερικής ασυνεννοησίας παραδίδει και το ντοκιμαντέρ του Απόστολου Καρακάση, Επόμενη Στάση: Ουτοπία. Το χρονογράφημα του αγώνα των εργατών της ΒΙΟ.ΜΕ, του εργοστασίου που έκλεισε λόγω αξεπέραστων χρεών αφήνοντας στο δρόμο δεκάδες εργαζόμενους, με αποτέλεσμα μια ομάδα εξ αυτών να αποφασίζει κατάληψη και αυτοδιαχείριση, προσπαθεί κατ’ αρχήν να σκιαγραφήσει τους μηχανισμούς και τις μεθόδους βάσει των οποίων η εργατική πρωτοβουλία θα μπορέσει να αντιταχθεί στις συνέπειες της καπιταλιστικής απληστίας. Αυτό που βλέπουμε όμως πίσω απ’ τον καλό και δίκαιο αγώνα των συντρόφων για την εργασιακή τους ανεξαρτητοποίηση, είναι οι αποχρώσεις μιας γενικευμένης ανομίας, την οποία οι εργάτες μασκάρουν με αφέλεια, και μια ασαφή ιδέα περί αυτονόητου δικαιώματός τους στην ιδιαίτερη μεταχείριση.
Οι νόμοι είναι γραμμένοι έτσι ώστε ο εργάτης να έχει ανάγκη το αφεντικό και το σύστημα να είναι ανίκητο, ακούγεται κάποια στιγμή στην ταινία, όμως οι νόμοι στους οποίους αναφέρονται λέγονται τιμολόγια, ισολογισμοί, πιστοποιήσεις και νόμιμα ρολόγια νερού και ρεύματος, για παράδειγμα. Καπιταλιστικά εμπόδια που μπαίνουν για να δυσχεράνουν τον λαϊκό αγώνα θα μου πεις, όμως όταν η γενικευμένη καχυποψία επιδεινώνεται με αποπροσανατολιστικές παρτιζάνικες τακτικές και οπορτουνιστικές μικροπολιτικές φωτοβολίδες σαν την επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στο εργοστάσιο, αλλά και τακτικούς εσωτερικούς διαξιφισμούς που οξύνονται απ’ τις σταδιακές πόρτες που τρώνε οι εργάτες απ’ το –συμπάσχον κατά τα άλλα– υπουργείο, η αλληλεγγύη πάει περίπατο, κι η λέξη της ημέρας είναι η υπολογιστική αλληλοφαγωμάρα.
Η ανεπάρκεια της πολιτικής ηγεσίας ανεξαρτήτως ιδεολογικής αφετηρίας, είναι εμφανής και στο ντοκιμαντέρ της Μαριάννας Οικονόμου, Ο Πιο Μακρύς Δρόμος. Με επίκεντρό της τις φυλακές ανηλίκων στο Βόλο, και ήρωες δυο αλλοδαπούς που αναμένουν τη δίκη τους φερόμενοι ως διακινητές παράνομων μεταναστών, η ταινία εκθέτει στην οθόνη (ίσως πιο άτεχνα απ’ όλες τις υπόλοιπες, αλλά χωρίς να υπολείπεται ιδιαίτερα στην ουσία) όλην αυτήν την κατάσταση αμηχανίας, κι εντέλει ολοκληρωτικά καφκικής, παράλογης γραφειοκρατικής αδιαφορίας, με την οποία διαχειρίζεται το σύστημα (κι όχι απαίτητα οι λειτουργοί του) ανθρώπους που έχουν πουλήσει σχεδόν και το τομάρι τους για να ξεφύγουν από καθεστώτα θανάτου κι εξαθλίωσης. Μια καλύτερη μέρα δεν είναι σίγουρα αυτό που περιμένει αυτούς τους ανθρώπους στην Ελλάδα, κι ο Πιο Μακρύς Δρόμος είναι το χαρακτηριστικά ιλαροτραγικό χρονικό της αδυναμίας μιας διαλυμένης χώρας να διαχειριστεί μια κρίση τόσο βαθιά και ουσιαστική όσο η προσφυγική.
Όσο όμως κι αν οι βασικοί πρωταγωνιστές του ελληνικού προγράμματος του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, που ρίχνει την αυλαία του το Σάββατο 19 Μαρτίου, φτιάχνουν μια ζοφερή εικόνα για την κατάσταση που βιώνουμε ως χώρα, υπάρχουν πάντα ντοκιμαντέρ σαν το υποψήφιο για Όσκαρ Racing Extinction του Ελληνοαμερικανού Louie Psychogios, το οποίο σε κάνει να νιώθεις κάπως καλύτερα για τα μαρτύρια που περνάει ο διπλανός σου, μιας και εν τέλει στο ίδιο καζάνι βράζουμε όλοι μας: αυτό της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Μια απ’ τις κυριότερες φωνές του περιβαλλοντικού ντοκιμαντέρ αυτή τη στιγμή, ο Psyhogios ξεκινά απ’ τις ιδιαίτερες διατροφικές συνήθειες της ασιατικής κουζίνας, που ωθούν στην εξαφάνιση σπάνια θαλάσσια θηλαστικά, και τραβά μια ευθεία γραμμή σύνδεσης προς την εξάρτηση του Δυτικού πολιτισμού απ’ το μοσχάρι, εξάρτηση που απελευθερώνει κάτι δισεκατομμύρια λίτρα μεθανίου στην ατμόσφαιρα καθημερινά. Συμβάλλοντας στην υπερθέρμανση των θαλασσών, το μπέργκερ που έφαγες το μεσημέρι εξαφανίζει το πλαγκτό των ωκεανών, με αποτέλεσμα η παραγωγή του οξυγόνου να έχει πέσει κατά 40% τα τελευταία 50 χρόνια, οπότε τι πρόσφυγας, τι μετανάστης, τι Αριστερά ή Άκρα Δεξιά, όλοι σκαστοί θα πάμε αδέρφια…