Οι γεμάτες αίθουσες. Η μπουγάτσα μετά τα τζιν τόνικ στο Φίκα. Οι μουσικές του Ρόμπι στο θεατράκι της Αγίας Βαρβάρας, εκεί μπροστά στο φωταγωγημένο από τα «φεστιβαλικά περάσματα» πεντάστερο Hydrama. Τα μεσημέρια στην αυλή του Ει Κιτί με το ποντιακό φαγητό. Οι βόλτες στα ξύλινα γεφύρια ανάμεσα στα δέντρα της λίμνης. Πέρα νερά, μέσα νερά, εδώ νερά, εκεί νερά, πολλά νερά. Οι αντιθέσεις της αρχιτεκτονικής σε κάθε γωνία. Τα παλιό και το καινούργιο δίπλα, δίπλα. Η απομυθοποίηση λέξεων – τη στιγμή που ακούς «τσουλάκια» και το πρώτο που σκέφτεσαι είναι η σπουδαστική ταινία που είδες χτες. Οι ατελείωτες κουβέντες μετά τις προβολές… για τις προβολές. Οι διαφωνίες, οι συμφωνίες. Το masterclass του Γιάννη Οικονομίδη που δεν ήθελε να το λέει masterclass. Τα δεκάδες ηλιοβασιλέματα και «σκασίματα» στον ουρανό που πλημύρισαν τις οθόνες στις αίθουσες. Αλλά και εκτός αυτής. Ο Βέλγος, η Ιταλίδα, ο Αμερικάνος, η Μεξικάνα, ο Ελβετός, ο μοντέρ, η σκηνοθέτρια, η σκηνογράφος, ο διευθυντής φωτογραφίας που ήρθαν ένα απόγευμα, ένα βράδι, και έγιναν κουβέντα και μετά email, messenger και κάτι πολύ ευχάριστο που πηγαινοερχόταν στα σόσιαλ. Ο εξώστης στο Ελευθερία. Το θερινό του Αλέξανδρου με τον αστεράτο ουρανό. Τα Q&A στον Αλέξανδρο με τα αστέρια στα καθίσματα. Η ικανότητα αυτής της πόλης να σε ξενυχτάει και να σε ρουφάει στα σπλάχνα της μέχρι το πρωί. Το δωμάτιο 101. Αλλά και το 401. Οι καφέδες και τα πάνκεϊκς με βούτυρο και μέλι, με την τσίμπλα στο μάτι και την άρθρωση να συναγωνίζεται σε ακατανοησία και την πιο βαριά σκωτσέζικη, αυτήν από το υπο- αρκτικό αρχιπέλαγος του Shetland…
Η Γιώτα κάποια στιγμή πάνω στο τελευταίο ποτό, το τελευταίο βράδυ, μου ζητά να διαλέξω πέντε τοπ στιγμές. Εγώ διαλέγω εκατό πέντε. Ένα φεστιβάλ είναι οι εικόνες του. Μέσα και έξω από τη μεγάλη οθόνη. Είναι και οι άνθρωποι του. Αυτοί που δουλεύουν και αυτοί που το επισκέπτονται. Κυρίως όμως αυτοί που βρίσκουν στην αγκαλιά του ένα μέρος για να κρυφτούν, έστω για λίγες μέρες, από την άγρια καθημερινότητα του έξω κόσμου.
Η διάσημη «φυσαλίδα» των φεστιβάλ βρίσκει σε αυτή την παράξενη και γοητευτική πόλη, σε ένα τόσο δα βήμα από τα σύνορα, μια τρυφερή δικαίωση. Στη φετινή διοργάνωση, την τρίτη με καλλιτεχνικό διευθυντή τον Γιάννη Σακαρίδη, όλα μπλέκονται ωραία και εντελώς κανονικά. Το επιβεβαιώνω. Τρίτη συνεχόμενη χρονιά και εγώ. Ακόμη και φέτος που το τοπίο του εθνικού διαγωνιστικού δεν ήταν τόσο ξεκάθαρο όπως άλλες χρονιές και τα τελικά αποτελέσματα έφεραν ικανοποίηση μεν αλλά και κάποια γκρίνια δε.
Στα άλλα τμήματα που μάλλον είχαν πιο εύκολη και ξεκάθαρη δουλειά, επικράτησε πλήρης κανονικότητα και τάξη. Διεθνές animation, Short and Green, Cinematherapy, Σπουδαστικό Εθνικό και Διεθνές αλλά και Διεθνές Διαγωνιστικό, απέδειξαν με χάρη και ανατρεπτική διάθεση προς τη σωστή κατεύθυνση, πως ήξεραν τι έβλεπαν και τι ήθελαν να επικοινωνήσουν.
Έτσι, αν εξαιρέσουμε την απουσία του Σαν Βασιλάς της Ευαγγελίας Κουμαντσιώτη στο εθνικό σπουδαστικό – «έκανα ένα ντοκιμαντέρ παρατήρησης το οποίο παρακολουθεί τους ανθρώπους του δρόμου στην Αθήνα» – και το Φιλανδικό Summer of Bees στο Short and Green, που προσωπικά θα ήθελα να τα δω στη σκηνή για μια κάποια αναγνώριση, όλα κύλισαν όπως έπρεπε και ίσως και πολύ καλύτερα. Οι φάκελοι δεν έκρυβαν οσκαρικές απογοητεύσεις και παρουσίασαν πρόσωπα και ταινίες που θα ήταν ωραίο να συγκρατήσουμε τα ονόματα τους, γιατί είναι σχεδόν βέβαιο πως θα τα ξανασυναντήσουμε στο δρόμο μας.
Η φρέσκια σκηνοθετική ματιά της Δέσποινα Μαυρίδου και κυρίως το girlie συναισθηματικό σεναριακό roller-coaster της Καλλιόπης Αραμπατζ – «Ήθελα να δείξω το βάρος του να επωμίζεσαι ένα μητρικό ρόλο χωρίς να έχεις επιλογή. Το βασικό για μένα, όταν κάνεις μια ταινία, είναι να δημιουργείς ένα συναίσθημα σε αυτόν που τη βλέπει» -, στα βραβευμένα με το Grand Prix Student Τσουλάκια, στέλνει μήνυμα αισιοδοξίας από το νεοσύστατο εθνικό σπουδαστικό πρόγραμμα.
Το ίδιο δηλαδή που κάνουν και τα βραβευθέντα Σάμμερ του Στέλιου Χριστοφόρου – «ενώ ξεκίνησε ως ιστορία αποχωρισμού, κατέληξε να μιλά για το μπέρδεμα στην ενηλικίωση κάποιων εφήβων και το πόσο εύκολο είναι να χαθούν» – και Love you More Than Peanut Butter της Αριάνδης Αγγελικής Θυφρονίτου Λήτου – «Θέλαμε να βγάλει η ταινία αυτήν την ελευθερία, την ανεμελιά, να στήσουμε ένα φιλόξενο περιβάλλον που να αποπνέει αυτήν την χαρά και την αυθεντικότητα». Νέα παιδιά με μια φρεσκάδα στη γραφή και την ματιά που καθιστά την προσπάθεια τους να βρουν την θέση τους στον κινηματογραφικό κόσμο επιβεβλημένη.
Στο διεθνές σπουδαστικό δύο ταινίες, το τρυφερό ρομάντζο The Dependent Variables από την Ιταλία, γύρω από το πρώτο σκίρτημά στη ζωή δύο εφήβων, αλλά και το δεξιοτεχνικό και συναισθηματικά βαθύ On the edge, για την προσπάθεια δύο αδερφών να «κατακτήσουν» την κορυφή ενός βουνού πέρα από το τελευταίο «καταφύγιο», δικαίως πήραν τα δύο μεγάλα βραβεία, το Ειδικό βραβείο της επιτροπής Rising Star και το Grand Prix Student αντιστοίχως και επέστρεψαν στη χώρα τους. Στα σκεπτικά της επιτροπής (Αργύρης Παπαδημητρόπουλος, σκηνοθέτης/ Θέμις Μπαζάκα, ηθοποιός/ Λένα Διβάνη, συγγραφέας), το πιο εύστοχο ακούστηκε για το Βελγικό queer διαμαντάκι I Should Feed My Cat: «Μια ταινία που μεγένθυνε με ανατριχιαστική ακρίβεια την αρρώστια της εποχής μας. Πώς θα βρω ένα χάδι αν φοβάμαι ότι θα καταλήξει χαστούκι;».
Ο Βασίλης Κεκάτος και η παρέα του στην κριτική επιτροπή, μπορεί να περηφανεύονται πως είχαν το μεγαλύτερο βαθμό οξυδέρκειας στις αποφάσεις τους για τα βραβεία, από αυτά που έβλεπαν, σε σχέση με τα άλλα τμήματα. Το Techno, Mama του Saulius Baradinskas από τη Λιθουανία, το August 13th του Ventsislav Lyubenov Sariev από τη Βουλγαρία, το The Salamander Child του Théo Degen από το Βέλγιο, το Plurabelle της Sacha Amaral από την Αργεντινή και το The Saboteur του Ansii Kasitonni από τη Φινλανδία, ήταν κομμάτια μιας δυνατής διεθνούς κινηματογραφίας που η κατηγορία των «μεγάλων ταινιών» θα πούλαγε τα όργανα της για να τα πλησιάσει στο ελάχιστο. Ειδικά τα δύο πρώτα διεκδίκησαν και πήραν θέσεις στην άτυπη πεντάδα με τις καλύτερες όλες του φεστιβάλ σύμφωνα με τα αστεράκια που τους έριχναν όλοι μετά τις προβολές στις ατελείωτες συζητήσεις που ακολουθούσαν. Για να πούμε βεβαίως και τη μεγάλη μαύρη αλήθεια, η ταινία που μονοπώλησε το ενδιαφέρον τη βραδιά της προβολής της, ήταν το -βραβευμένο επίσης- Cherries του Vytautas Katkus από τη Λιθουανία, που άρεσε ως παραβολή και αγκαλιάστηκε ως πράξη.
Και ύστερα όλοι μπήκαν σε ένα δωμάτιο και είδαν το KIDDO. Πήγαν σε μια παραλία μαζί με το 5pm Seaside αγναντεύοντας την πιο άγρια πλευρά του έρωτα – «δεν αποκαλύπτω πολλά για το παρελθόν τους, ήθελα να νοιώσει σταδιακά ο θεατής τη σχέση τους –εξάλλου οι ήρωες δεν “μιλούν” τόσο με τα λόγια όσο με τα σώματά τους»/ Valentin Stejskal, σκηνοθέτης. Ακολούθησαν τον Θάνο Τοκάκη στο λυτρωτικό και ξεκαρδιστικό προσωπικό παραλήρημα του Tokakis ή What’s My Name – «συνεχώς νοιώθω ότι αυτολογοκρίνομαι, ότι ο εαυτός μου μού κουνάει το δάχτυλο, αισθάνομαι ότι ζούμε σε μία κοινωνία και μεγαλώνουμε σε οικογένειες που μας λένε ότι πρέπει να είμαστε οι καλύτεροι. Αυτό είναι ένας εφιάλτης για μένα». Χάζεψαν μαγεμένοι το Σαρακίνικο στο Μάγμα – «Νομίζω ότι αυτή η ταινία φωνάζει “γεια σας, είμαι εδώ, θέλω να κάνω σινεμά και θέλω να εκφραστώ”, άλλωστε κι εγώ νιώθω λίγο σαν εκείνο το σκοτεινό πλάσμα που πρωταγωνιστεί»/ Λία Τσάλτα, σκηνοθέτιδα. Ακολούθησαν με συναισθηματική ευλάβεια το βλέμμα του Νικολάκη Ζεγκίνογλου στο Όχι Αύριο. Ή παρακολούθησαν με σεβασμό την προσπάθεια του Δημήτρη Καπουράνη να βρει την προσωπική του εθνική ταυτότητα – «διαβάζοντας το σενάριο βρήκα “θραύσματα” από τη δική μου ζωή εκεί μέσα, φανταστείτε πώς είναι η καθημερινότητά σου όταν σε όλα τα ζητήματα πρέπει να ξεκαθαρίζεις σε ποιο στρατόπεδο είσαι» -, στο αγαπημένο του κοινού Pendulus του Δημήτρη Γκότση.
Η κριτική επιτροπή του Εθνικού Διαγωνιστικού, με πρόεδρο τον Κωνσταντίνο Γιάνναρη, έδωσε δικαίως το πρώτο της βραβείο στο ασαφές για κάποιους (άλλους) αλλά ωμά ειλικρινές και συναισθηματικά άγριο 5pm seaside του Αυστριακού Valentin Stejskal και αγνόησε παντελώς αυτό που συζητιόταν περισσότερο από όλα στα πηγαδάκια για τα μεγάλα βραβεία, το No Tomorrow της Αμέρισα Μπάστα – «Παρότι όλοι βρίσκονται σε δύσκολες καταστάσεις, κανένας δεν έχει χάσει την ελπίδα του, κι αυτό είναι το πιο σημαντικό για μένα». Εδώ θεωρητικά κρυβόταν και το πιο σίγουρο βραβείο της βραδιάς, αυτό για τον Ζεγκίνογλου στον πρώτο αντρικό, αλλά οι εκπλήξεις οφείλουν να είναι καλοδεχούμενες ακόμη κι αν δεν συμφωνείς και δεν τις θες.
Σε μια ακολουθία “προσωπικών” βραβεύσεων, η επιτροπή υπερτόνισε επίσης την όποια νέα ματιά κρύβεται στο αμφιλεγόμενο KIDDO και τον συμπαθέστατο σκηνοθέτη του, Μιχάλη Κίμωνα – «Είναι ένα αστικό δράμα, παιγμένο από τέσσερις εφήβους που αφηγούνται την ιστορία κατάρρευσης δύο μεσήλικων ζευγαριών. Η ιδέα μου είχε έρθει καιρό πριν, σε μία περίοδο που είχα κατάθλιψη. Για μεγάλο διάστημα ένιωθα μεσήλικας και παιδί ταυτόχρονα –δεν ένιωθα στην ηλικία μου». Και δεν έδωσε καμία σημασία στην πιο ολοκληρωμένη ίσως σκηνοθεσία του φεστιβάλ, ειδικά αν υποθέσουμε πως αυτή φαίνεται από την εξαιρετική καθοδήγηση των ηθοποιών της σε ένα «κλειστό» μάλιστα περιβάλλον, αυτής του Δημήτρη Νάκου για το 11.20 π.μ. – «Το ανθρώπινο πρόσωπο είναι σαν ένας χάρτης – θέλαμε να επικεντρωθούμε στην φόρτιση κάθε χαρακτήρα την κρίσιμη στιγμή».
Προσωπικά, στις απουσίες θα πρόσθετα και αυτές της Σοφίας Γεωργοβασίλη για το Αναμνήσεις μιας εφηβικής καταιγίδας – «Επέλεξα να δείξω σε μάκρος την σκηνή της έκτρωσης, έξω από το χειρουργείο, με ένα μονοπλάνο, γιατί είναι ένα γεγονός που στη ζωή μιας γυναίκας έχει βάρος» – και του Θάνου Ψυχογιού με το Χλώριο, αλλά απόψεις είναι αυτές και ευτυχώς που υπάρχουν και σε έξτρα κόντρα εκδοχές, για να γεμίζουν τις βραδιές με υπέροχες συζητήσεις που δεν καταλήγουν απαραίτητα κάπου. Μια από τις καλύτερες πάντως ταινίες του φεστιβάλ παίχτηκε εκτός συναγωνισμού. Το Air Hairhostees-737 του Θανάση Νεοφώτιστου, αν ήταν εντός θα έδινε στην πρωταγωνίστρια του Λένα Παπαληγούρα τα εύσημα του πρώτου βραβείου στον γυναικείο ρόλο. Αλλά πάλι, ποτέ δεν ξέρεις…
.