Η οδός Ηπίτου στην Πλάκα είναι ένα περίεργο πεζοδρομάκι, σε σχήμα περίπου Γ με εξόδους στην οδό Βουλής και στην οδό Απόλλωνος. Εκεί βρέθηκα τη Δευτέρα το πρωί, γιατί, εκτός από τα ωραία μπαράκια του πεζόδρομου, εκεί βρίσκεται και η έδρα του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, και εκεί φιλοξενήθηκε η τελετή παράδοσης-παραλαβής από τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο στη νέα καλλιτεχνική διευθύντρια Κατερίνα Ευαγγελάτου. Παρούσα και η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού φυσικά (η υπουργός Λίνα Μενδώνη και ο γενικός γραμματέας Σύγχρονου Πολιτισμού Νικόλας Γιατρομανωλάκης). Πολύς κόσμος δηλαδή. Πάντως χωρέσαμε, έστω και στριμωγμένα. Αλλωστε δεν πλατίασε κανείς.
Εχοντας ήδη μια πρώτη ανάλογη εμπειρία (από το Εθνικό την περασμένη εβδομάδα) ήταν φυσικό να κάνουμε αυτομάτως συγκρίσεις. Στο γενικό κλίμα, στην ατμόσφαιρα, στις δηλώσεις φυσικά. Η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη προέβαλε, ασφαλώς, την επιλογή που καθιέρωσε, τις τελετές παράδοσης-παραλαβής σε πολιτιστικούς οργανισμούς που εποπτεύει, -«Εχουμε μιαν αλλαγή σκυτάλης με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, μέσα στη λογική ενός φεστιβάλ, δηλαδή μιας γιορτής. Ακόμα και η αλλαγή σκυτάλης μπορεί να έχει τη μορφή γιορτής»- είπε. Αναφέρθηκε στην προϊστορία του θεσμού του Φεστιβάλ και στον πρώτο του καλλιτεχνικό διευθυντή, τον Ντίνο Γιαννόπουλο το 1955, μίλησε πολύ θερμά για τη θητεία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου (περισσότερο απ’ ό,τι για τον Στάθη Λιβαθινό), έδειξε οπωσδήποτε τη σιγουριά της για την πορεία της Κατερίνας Ευαγγελάτου, επισήμανε τη διάδοση της σύγχρονης τέχνης μέσα από τα Φεστιβάλ και τόνισε, για άλλη μια φορά, αυτό που σχεδιάζει και πιστεύει: την ομαλή αλλαγή των επικεφαλής πολιτιστικών οργανισμών: «Το πεδίο είναι τεράστιο και ο στόχος είναι το 2022 οι νυν διευθυντές να συνεργαστούν με τον όποιον ή ακόμα και με τον εαυτό τους, είτε με προκήρυξη είτε με ανοιχτή πρόσκληση, για την ομαλή συνέχεια».
Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος δήλωνε (και ήταν) χαρούμενος επειδή βρισκόταν στην ευχάριστη θέση να παραδώσει τη σκυτάλη: «Όταν ανέλαβα την καλλιτεχνική διεύθυνση του Φεστιβάλ, τον Απρίλιο του 2016, είχα πει ότι εγώ δεν παρέλαβα τίποτα, σήκωσα τη σκυτάλη από το έδαφος και ότι θα ήθελα, όταν θα κλείσει ο δικός μου κύκλος στο Φεστιβάλ, να την παραδώσω στον επόμενο». Υπερθεμάτισε για τη νέα διαδικασία παράδοσης και συνέχειας, ευχαρίστησε τους συνεργάτες του και μίλησε πολύ θερμά για την Κατερίνα Ευαγγελάτου: «Με την ευχή και την αγάπη μου, αλλά και με κάποια ανακούφιση, γιατί πέρασα και δύσκολες στιγμές, παραδίδω το Φεστιβάλ στα δυναμικά χέρια της φίλης Κατερίνας Ευαγγελάτου. Έχει μεγαλώσει μέσα στο θέατρο, έχει λαμπρές σπουδές, είναι ταλαντούχα, έχει όλες τις προδιαγραφές για να δοκιμαστεί σ’ αυτό το μεγάλο και ιστορικό Φεστιβάλ».
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου, κομψότατη, απαστράπτουσα και συγκινητικά τρακαρισμένη, επιβεβαίωσε το κλίμα και τα λόγια του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου («Δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι υπάρχει η διάθεση συνεργασίας ειδικά ανάμεσα σε δύο εν ενεργεία σκηνοθέτες. Εδώ είχα την χαρά πραγματικά από την μέρα ανακοίνωσης του ονόματος να είμαι σε συνεργασία με τον Βαγγέλη και τους συνεργάτες του για την ομαλή αλλά και απολύτως λειτουργική μετάβαση») και έδωσε κάποιες γεύσεις από το όραμά της για το πώς να είναι ένα Φεστιβάλ, που το αντιμετωπίζει ως «καλλιτεχνική πρόκληση». Διαβεβαίωσε ότι θα ασκήσει παράλληλα και τις υπόλοιπες καλλιτεχνικές της υποχρεώσεις (έχει δύο παραστάσεις το προσεχές διάστημα που έχουν ανακοινωθεί, η μία στο ιστορικό «Αμφι-θέατρο» που ίδρυσε ο πατέρας της Σπύρος Ευαγγελάτος, που θ’ ανοίξει μόνο για την παράσταση του «Αμλετ») και πρόσθεσε: «Για εμάς το φεστιβάλ είναι ένας τρόπος να ανακαλύψουμε τον κόσμο, ένας ανοιχτός διάλογος της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας με την παγκόσμια. Μια απόλυτη γιορτή, μια συμπυκνωμένη περιπέτεια. Και σίγουρα μια σύνδεση του παρελθόντος με το μέλλον στην τέχνη, την αισθητική, την καλλιέργεια». Κρατάω ιδιαίτερα από τη σύντομη τοποθέτησή της, τη φράση ότι το Φεστιβάλ θα είναι «εξαίρεση στους ρυθμούς και στους τρόπους της χειμερινής καλλιτεχνικής ζωής» (άρα κάτι διαφορετικό κι όχι συνέχεια χειμερινών δράσεων και προσώπων) και κρατάω επίσης εκείνο το ελαφρύ αλλά διακριτό σπάσιμο στη φωνή της όταν είπε στο κλείσιμο: «… θα εργαστούμε γι’ αυτόν τον θρυλικό θεσμό με τον οποίο συνδέομαι πολύ βαθιά». Και ασφαλώς εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε τις παραστάσεις που σκηνοθέτησε ο πατέρας της Σπύρος Ευαγγελάτος, στις περισσότερες από τις οποίες πρωταγωνιστούσε η μητέρα της, Λήδα Τασσοπούλου.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε η συντομότατη τοποθέτηση του γ.γ. Σύγχρονου Πολιτισμού, Νικόλα Γιατρομανωλάκη, ο οποίος ξεκαθάρισε τους στόχους ενός Φεστιβάλ, αποσυνδέοντάς τους απολύτως από την εσωτερική καλλιτεχνική ανακύκλωση: «Για εμάς το Φεστιβάλ είναι ένας τρόπος αφενός εξαίρεσης (σ.σ. αναφερόμενος στη λέξη που είχε πει πριν λίγο η Κατερίνα Ευαγγελάτου), αλλά και μια φωνή ανακάλυψης και επίσκεψης. Δεν θέλουμε το Φεστιβάλ να είναι από εμάς για μας μόνο. Ούτε στην έννοια της καλλιτεχνικής δημιουργίας, αλλά ούτε και σε ό,τι αφορά το κοινό. Προφανώς μας ενδιαφέρει το ελληνικό κοινό και αυτό είναι το πρωταρχικό κοινό, όμως ο ρόλος που μπορεί να παίξει το Φεστιβάλ στον πολιτιστικό τουρισμό, η έλξη που μπορεί να προκαλέσει και ο τρόπος που μπορεί να σταθεί ισότιμα και ισάξια δίπλα σε άλλα μεγάλα φεστιβάλ, φέρνοντας κόσμο, χρήματα -δεν είναι κακό να το λέμε κι αυτό- αλλά και αναγνώριση της ελληνικής δημιουργίας στο εξωτερικό, είναι πάρα πολύ σημαντικός…». Μένει να δούμε πώς θα πραγματοποιηθούν αυτά.
Πολύς χώρος για πηγαδάκια και ειδησούλες δεν υπήρχε είναι η αλήθεια. Πάντως, εκτός από το χωροταξικό στρίμωγμα, το κλίμα ήταν πολύ θερμό ανάμεσα στον πρώην και τη νυν, καρφιά δεν υπήρξαν, αλλά ούτε και ειδήσεις επίσημες. Ετσι κι αλλιώς η Κατερίνα Ευαγγελάτου, η καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ Αθηνών και επισήμως, υποσχέθηκε ότι αφού ενημερωθεί πλήρως θα μας ξανακαλέσει να μας πει τα σχέδια και τα προγράμματά της και φυσικά τους συνεργάτες που θα επιλέξει.