Να ‘ναι σα να μας σπρώχνει ένας αέρας μαζί
προς έναν δρόμο φιδωτό που σβει στα χάη,
και σένα τού καπέλου σου πλατειά και φανταιζί
κάποια κορδέλα του, τρελά να χαιρετάει.
Και ναν’ σαν κάτι να μου λες, κάτι ωραίο κοντά
γι’ άστρα, τη ζώνη πού πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι αυτός ο άνεμος τρελά-τρελά να μας σκουντά
όλο προς τη γραμμή των οριζόντων.
Κι όλο να λες, να λες, στα βάθη της νυκτός
για ένα – με γυάλινα πανιά – πλοίο πού πάει
Όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο πού πέφτει εκτός:
έξω απ’ τον κύκλο των νερών – στα χάη.
Κι όλο να πνέει, να μας ωθεί αυτός ο άνεμος μαζί
πέρ’ από τόπους και καιρούς, έως ότου – φως μου –
(καθώς τρελά θα χαιρετάει κείν’ η κορδέλα η φανταιζί)
βγούμε απ’ την τρικυμία αυτού τού κόσμου . . .