Ένα τρελάδικο όπου οι γιατροί ταυτίζονται με τις φαντασιώσεις των ασθενών τους, ένα αστυνομικό τμήμα όπου η εξουσία διαστρεβλώνεται, ένα δάσος πριν από ένα (ψυχο)πορνείο και κάποιοι ξεπεσμένοι αριστοκράτες, σε βάζουν να δοκιμάσεις τα όρια σου. Ας τα δούμε όμως όλα με τη σειρά.
Η μαρκίζα του Άριστον άναψε μετά από πολύ καιρό και εμείς ήμασταν πιστοί στο ραντεβού μας. «Θυμώνω όταν περιμένω σ’ ένα μπαρ για 40’ και ο μπάρμαν εξυπηρετεί πρώτα όλους του VIP και τα hot babes», έγραφε το ερωτηματολόγιο με τις 30 προτάσεις που κληθήκαμε να συμπληρώσουμε μαζί με άλλους περίεργους που ανταποκρίθηκαν στην πρεμιέρα του Fake Time. Είναι σπαστικό σκέφτηκα, αλλά δεν θα παίξουμε και ξύλο, οπότε κύκλωσα την τρίτη από τις πέντε επιλογές μου. Το «ψυχογράφημα» μας θα ήταν ο οδηγός μας για την παράσταση. Η «διάγνωση» της οικοδέσποινας με το ημίψηλο και το κόκκινο σακάκι έγραψε 5ος όροφος και ανεβήκαμε τις υποφωτισμένες σκάλες.
Παραμερίζοντας τις μαύρες κουρτίνες βρεθήκαμε ξαφνικά σ’ έναν άλλο κόσμο. Κάτι από Λαβύρινθο του Πάνα και την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων. Βαθυκόκκινοι τοίχοι, πολυέλαιοι, λουδοβίκεια έπιπλα, χρυσοκέντητα μαξιλάρια, κηροπήγια και τραπεζαρίες που περνάνε μέσα από τους τοίχους των δωματίων, ασημένια σερβίτσια και ποτήρια του κρασιού, ένα βαλς στο γραμμόφωνο, συνθέτουν ένα ατμοσφαιρικό σκηνικό μιας κάποιας μπουρζουαζίας. «Για να σας έστειλαν εδώ θα διαγνωστήκατε με μεγαλομανία», αναφωνεί η Γεωργία Παλιογιάννη μέσα στο βικτωριανής εποχής φόρεμα της. Ο μπάτλερ, Στάθης Παπουλίδης, μας καλωσορίζει στην οικογένεια των «ξεπεσμένων γαλαζοαίματων», απ’ όπου ξεκινάει μια ιστορία πόνου, δράματος, κάθαρσης και αναγέννησης, την οποία παρακολουθούν οι θεατές σε κάθε όροφο και αν θέλουν συμμετέχουν στην εξέλιξη της.
Οι performers, ηθοποιοί και χορευτές, περιμένουν το ανυποψίαστο κοινό σαν φιγούρες βγαλμένες από τα ποιήματα του Πόε και τους βάζουν μέσα στην ιστορία, η οποία εξελίσσεται οριζόντια και κάθετα. Οι όροφοι του ξενοδοχείου λειτουργούν κάθετα σαν ένα timeline από τη ζωή μιας γυναίκας που έχει τον κεντρικό ρόλο – χωρίς να μαθαίνουμε ποτέ το όνομα της – ενώ η πλοκή εξελίσσεται ταυτόχρονα σε κάθε όροφο. Η πίεση από την ξεπεσμένη αριστοκρατική της οικογένεια, η κακοποίηση και ο βιασμός, ένα παιδί που δεν γεννήθηκε ποτέ, η «βιομηχανία της τρέλας» και η άσκηση της εξουσίας, ένα γαϊτανάκι από φανερούς και κρυμμένους συμβολισμούς και μηνύματα, απ’ όπου «οι θεατές μπορεί να βρουν προσωπικά τους βιώματα, να δουν κάπου τον εαυτό τους, αλλά το κυριότερο ν’ αφυπνιστούν και να απαντήσουν στο ερώτημα που τίθεται κάθε φορά, εάν κάνουν τη ζωή που θέλουν ή τη ζωή που τους επιβάλλουν», μας λέει η Λέλα Ράμογλου που σκηνοθετεί τη μιάμιση ώρα της παράστασης και είναι ο ιθύνων νους πίσω από το Fake Time.
Οι χορογραφίες της Σοφίας Μάντη μέσα στα υποβλητικά δωμάτια είναι ένας συνδυασμός μοντέρνου και κλασικού χορού, με μικρές, αλλά έντονες δόσεις από τον γιαπωνέζικο Butoh που έχει ως χαρακτηριστικό του τη χρήση μάσκας, την εναλλαγή κίνησης – ακινησίας και στοιχεία της φύσης. «Οι χορογραφίες είναι μινιμαλιστικές διότι τα δωμάτια είναι από μόνα τους δυνατά και φλύαρα, γεμάτα μηνύματα. Οι χορευτές δρουν μόνοι τους και σε αλληλεπίδραση με το κοινό. Ούτε η μουσική είναι τυχαία, θα ακούσετε από μπαρόκ και σύγχρονη μουσική μέχρι παραδοσιακό μοιρολόι», σημειώνει η κ. Μάντη που συν-σκηνοθετεί την παράσταση.
Αν και στο Fake Time υπάρχει αρχή, μέση και τέλος στην παράσταση, ο θεατής καλείται να εξερευνήσει και μόνος του τα δωμάτια του ξενοδοχείου . Μπορείτε να μείνετε στο καθένα όσο θέλετε για να βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα και για λίγο θα γίνετε κομμάτι ενός αλλοπρόσαλλου, εκκεντρικού, μα τόσο ενδιαφέροντος κόσμου.
Και τότε θα ανεβείτε και στον 6ο όροφο. Στη χαμένη αθωότητα.