Υπάρχει μια μεγάλη, αγαπημένη οικογένεια του post-punk που εκκινεί από τους Joy Division που αγαπάει το μαύρο χρώμα (στα gatefold εξώφυλλα, στην ένδυση, στο eyeliner, οπουδήποτε) κι εθίζεται σε σκοτεινά dancefloors και κλειστούς συναυλιακούς χώρους ενώ προτάσσει δημιουργικά τη συλλογική επικοινωνήσιμη εσωστρέφεια. Συγγενεύει με τα μεταγενέστερα υπό-είδη των industrial, gothic rock, darkwave, EBM (το τραβάμε το σχοινί) και synth-punk, μετράει δε πολλούς οπαδούς στη χώρα μας εδώ και δεκαετίες, με διάθεση για συνεχή ανταλλαγή ερεθισμάτων. Το να υπάρξουν ειδικευμένες, ανεξάρτητες δισκογραφικές επί τούτου ήταν κάτι το νομοτελειακό.
Η Fabrika Records είναι αθηναϊκό label που ετοιμάζεται να κλείσει δεκαετία (υπάρχει από το 2011) και δίνει έμφαση σε νέους καλλιτέχνες που ασπάζονται την ευρύτερη αυτή προαναφερθείσα αισθητική, είτε από τα εγχώρια ή από το εξωτερικό. Ενίοτε, κάνει και το digging που αναδεικνύει διαμαντάκια ύστερα από φλέρτ δεκαετιών με τη δισκογραφική λήθη. Ένα all-inclusive πακέτο που δεν περιορίζεται ωστόσο στην χωροχρονική σημειολογία. Καλύπτει ποικίλα υπό-είδη και μουσικές διαθέσεις. Ρόστερ προσεγμένα δομημένο μα και ανοιχτόμυαλο.
Κοιτώντας δε το logo της Fabrika Records, δυσκολεύεσαι να μην κάνεις συενειρμούς με το αυστηρό, μίνιμαλ αισθητικό ψύχος της σοβιετικής ένωσης – η γραμματοσειρά, με έμφαση στη χρήση του φωνολογικού ομολόγου “K” έναντι του δυτικού “C” (όχι δηλαδή όπως κυκλοφορεί η λέξη στα ιταλικά ως “fabrica”) δεν αφήνει χώρο για παρερμηνείες όπως άλλωστε και η μετάφραση: ένα «εργοστάσιο» αφοσιωμένο στο «βιομηχανικό» παρακλάδι της σύγχρονης μουσικής πραγματικότητας.
Για όλα αυτά υπεύθυνοι είναι οι ιθύνοντες νόες της εταιρείας, Δημήτρης και Ιωάννα Παυλίδου. Οι μουσικές τους ανησυχίες δεν εξαντλούνται στη διαχείριση δισκογραφικών συμβολαίων – το προσωπικό τους μουσικό όχημα, το darkwave duo ονόματι Selofan, ηχογραφεί, δίνει συναυλίες και πρωταγωνιστεί στην εγχώρια σκοτεινή underground σκηνή εδώ και 8 χρόνια. Μιλήσαμε με την Ιωάννα με σκοπό να ρίξει κάποιο φως (no pun intended) πάνω σε εύλογα ζητήματα. Υπήρξε άργε εξαρχής κάποιο οργανωμένο «σχέδιο» που θα εξασφάλιζε μακροζωία ή αυτή προκέκυψε από τις συγκυρίες και την επιμονή;
«Κανένα σχέδιο δεν υπήρχε», λέει η ίδια. «Η ίδρυση της Fabrika ήταν σχεδόν αυτονόητη, η ζωή μας περιστρέφοταν με πολλούς τρόπους γύρω από την μουσική, οπότε είπαμε να κάνουμε μια δισκογραφική να βγάζουμε μόνο ότι μας αρέσει και μόνο καινούριες μπάντες. Ξεκινήσαμε με αυτές τις δύο προυποθέσεις για όσο πάει. Φαίνεται πως η χρονική συγκυρία ήταν καλή γιατί μια που το είπαμε και μια πού συνεχώς ανακαλύπταμε νέα παιδιά πού έπαιζαν μουσικές συγκινητικά όμορφες και πού ποτέ δεν είχαν κυκλοφορήσει τίποτα. Οπότε σίγουρα είχαμε και τύχη, την κυνηγήσαμε όμως κιόλας, πηγαίναμε σε φεστιβάλ, γνωρίζαμε τους καλλιτέχνες προσωπικά, παίζει ρόλο αυτό για εμάς, δεν μας ενδιαφέρει ποιός είσαι και πόσα ταλέντα διαθέτεις αν δεν υπάρχει και ο προσωπικός συνδετικός κρίκος. Γι αυτό και πλέον μιλάμε για την “φαμίλια” της Fabrika».
– Μιλώντας για underground, αυτό σημαίνει μικρότερο κοινό μεν σε σχέση με οτιδήποτε mainstream, αλλά με μεγαλύτερη διάθεση να αγοράσει μουσική και να στηρίξει εμπράκτως τα δρώμενα; Κάποιες άλλες ιδιαιτερότητες που έχετε παρατηρήσει όλα αυτά τα χρόνια; Ναι στηρίζει έμπρακτα το κοινό, φαντάσου πως στις πρώτες συναυλίες με μπάντες της Fabrika είχαμε έως 150 άτομα ενώ στο τελευταίο φεστιβάλ της εταιρίας είχαμε πάνω από 1000. Μεγαλώνουμε όλοι παρέα καί είναι συγκινητικό να το βλέπεις να συμβαίνει. Ο «Ντάρκης» είναι επίσης διεθνής περσόνα, υπάρχει σε όλες τις χώρες, αγοράζει κυρίως βινύλια, τα όποια συχνά συλλέγει και θα πάρει σε όσες εκδόσεις και επανεκδόσεις υπάρξουν. Είναι μια στυλάτη, όμορφη φυλή και συχνά κουβαλάει ένα μπουκάλι λάκ στήν τσάντα.
Εκτός του ότι αποτελεί ένα από τα εγχώρια ανεξάρτητα labels που χαίρουν σεβασμού κι εκτίμησης από τους απανταχού μουσικόφιλους, η Fabrika έχει πετύχει κάτι που θα ονομάζαμε «μονοπώλιο» στο ορθόδοξο darkwave. Ή τέλος πάντων λειτουργεί ως δισκογραφικός πυλώνας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η σκηνή Απορρέι αυτό κάποιου είδους «ευθύνη»; Η απάντηση φέρει μια ταιριαστή μυστηριώδη ποιητικότητα: «Κάποιες φορές νιώθω πως έχει γίνει μια ανεξάρτητη οντότητα που τραβάει τον σκοτεινό της δρόμο με ή χωρίς εμάς. Υπάρχουν φοβεροί καλλιτέχνες που πραγματικά αξίζουν μια δισκογραφική ευκαιρία κι ο μονόδρομος αυτός του συγκεκριμένου ήχου της εταιρίας δεν μας επιτρέπει να λοξοδρομήσουμε. Κι όσες φορές το προσπαθήσαμε δεν βρήκε αποδοχή. Οπότε το κάνουμε πλέον κρυφά, όταν “αυτή” δεν κοιτάει.»
Στην Fabrika Records στέγη έχουν βρει διάφορες γλώσσες. Σε δίσκους της έχουν ακουστεί ελληνικά, γαλλικά, ισπανικά, τουρκικά, ισλανδικά, πολωνικά, ενώ οι επίσημες γλώσσες δεδομένων των αριθμών θα λέγαμε με ασφάλεια ότι είναι τα αγγλικά και τα γερμανικά. Η παγκοσμιότητα του label φαίνεται περαιτέρω από το γεγονός ότι κατά καιρούς έχουν φιλοξενηθεί σχήματα από το ανατολικό μπλοκ (Ουκρανία, Πολωνία) μέχρι και τη Δυτική Ακτή των ΗΠΑ. Ένα εγχείρημα που αγκαλιάζει διαφορετικούς λαούς και νοοτροπίες τι διαφορές παρατηρεί; «Σίγουρα υπάρχουν διαφορές νοοτροπίας αλλά και προσωπικού οράματος του κάθε καλλιτέχνη», μας λέει η Ιωάννα. «Νομίζω το δεύτερο είναι που κυρίως κάνει την διαφορά κι όχι τόσο η προέλευση του μουσικού. Και αυτό είναι για εμάς ακόμη πιο ενδιαφέρον, εξελισσόμαστε και μαθαίνουμε και εμείς από αυτούς».
Για να στηθεί μια δισκογραφική στέγη, είναι λογικό όσο και προφανές να υποθέσει κανείς ότι το παρόν μοντέλο βασίστηκε σε παλιότερα, ιστορικά labels που τους ενέπνευσαν και τους εμπνέουν ακόμα, ομρφαίνοντας τη ζωή (τους) με μουσικά διαμάντια. Χωρίς τις Factory, Play It Again Sam, Wax Trax, Sacred Bones, Dais, Some Bizzare, Mute, 4AD, Industrial Records, Galakthorroe, η Fabrika ενδεχομένως να μη βρισκόταν εδώ.
Όμως ζώντας στην πραγματικότητα του 21ου αιώνα, με τα social media να δηλώνουν κάτι παραπάνω από παρόντα, έχοντας αναλάβει την αμεσότητα της επικοινωνίας, πόσο σημαντικά είναι για μια δισκογραφική; «Ευτυχώς που υπάρχει και το ίντερνετ, διαφορετικά θα είχαμε μάλλον ακολουθήσει τα χνάρια των φοβερών μουσικών εγχειρημάτων, συγκροτημάτων και δισκογραφικών της Ελλάδας του ‘80. Όλοι αυτοί οι αδικοχαμένοι ήρωες της νιότης μας που δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να ακουστούν έξω απ´ τα σύνορα της χώρας, θα είχαν σίγουρα μια άλλη τύχη αν δρούσαν στο σήμερα, πού ο καθένας μπορεί εύκολα να προμοτάρει τον εαυτό του και δεν χρειάζονται κονέ και γνωριμίες για να πας παρακάτω.»
Να αναφέρουμε κάπου εδώ ότι σε περίπτωση που διαθέτεις υποτυπωδώς (μουσικά) υποψιασμένο feed στα social media, σίγουρα θα έχει πάρει το μάτι σου σχήματα-indie darlings του εγχώριου κοινού όπως οι δικοί μας Regressverbot, οι Αγγλοελβετοί Lebanon Hanover ή οι γείτονες από την Τουρκία She Past Away. Χρήσιμη υπενθύμιση για το ότι οι αρετές του underground εφάπτονται ώρες ώρες στην επιφάνεια του mainstream, με ουδόλως υποτιμητικό τόνο σχετικά με μια δισκογραφική καρδιά που χτυπάει απροκάλυπτα σε «υπόγεια» ρεύματα.
Η αναπόφευκτη ερώτηση του 2020: με μια πρωτοφανή για τη σύγχρονη ιστορία πανδημία να έχει ουσιαστικά βάλει στον πάγο οτιδήποτε συναυλιακό, πιστεύετε ότι δυνητικά μπορεί να υπάρξει μια πιο «μαχητική» δισκογραφία (αυξάνονται δηλαδή οι υποχρεώσεις ενός label για να καλύψει ένα μέρος του κενού); Συνοπτικά, εσείς πώς και πόσο έχετε προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα; Είναι πολύ λυπηρός ο αργός αυτός θάνατος της ζωντανής μουσικής. Εμείς σαν εταιρεία κάνουμε ακριβώς ότι κάναμε και πριν, μόλις βγάλαμε τέσσερις κυκλοφορίες, ο κόσμος διψάει για νέα μουσική. Μακροπρόθεσμα δεν σκέφτομαι γιατί θέλω να πιστεύω πως δεν χρειάζεται. Εξάλλου τίποτα δεν μπορεί να καλύψει το κενό της συναυλιακής εμπειρίας και ούτε πολυθέλουμε να προσαρμοστούμε σε αυτήν την εξωπραγματική πραγματικότητα για να είμαι ειλικρινής. Ελπίζουμε στον σύντομο εμβολιασμό και στην επιστροφή στους δρόμους, τα μπαρ, τις συναυλίες, τις αγκαλιές και τα φιλιά.
Ας μιλήσουμε λίγο και για το βασικό σας μουσικό όχημα, τους Selofan. Η ίδρυσή τους υπήρξε η αφορμή για τη δημιουργία του label ή το αντίστροφο; Ή μήπως οι δυο αυτές οντότητες ξεκίνησαν να χαράσσουν διαφορετικές πορείες και συναντήθηκαν τυχαία; Το τρίτο συνέβη. Υπάρχει διαφορά ενός χρόνου μεταξύ Fabrika και Selofan, δεν είχαμε σκεφτεί να κανούμε την μπάντα όταν κάναμε την εταιρεία αλλά πολύ βόλεψε το γεγονός πως δεν χρειάστηκε ποτέ να στείλουμε κανένα ντέμο πουθενά.
Υπάρχει κάποιος καλλιτέχνης με τον οποίο θα θέλατε να συνεργαστείτε με κάποιον τρόπο; Όσοι αγαπήσαμε είναι νεκροί… Ακούγεται πολύ γκόθ; Ορκιζόμαστε πως δεν είναι από πρόθεση.
Υπάρχουν μουσικές ή εν γένει συνήθειες που δεν θα περιμέναμε να ενστερνίζονται οι υπεύθυνοι της Fabrika Records; Αν το αναμενόμενο είναι πως είμαστε κλεισμένοι σε τέσσερις μαύρους τοίχους και ακούμε Virgin Prunes θα σας εκπλήξουμε: οι τοίχοι μας είναι κόκκινοι!
Η πρώτη συλλογή της Fabrika συνοψίζει ακριβέστατα το ρόστερ και τη νοοτροπία της, με επιλογές που περιλαμβάνουν από τους μόνιμους Lebanon Hanover και Selofan μέχρι καλλιτέχνες που δεν δισκογράφησαν ποτέ κάποιο LP με την εταιρεία. Minimal synth, post-punk αλλά και κάμποσες επιλογές από το ιδιοσυγκρασιακό υποείδος EBM (Electronic Body Music) δένουν ωραία και προσφέρουν υπερπλήρη ακροαστική εμπειρία. Fun fact: το “Denim Hunger” των ανενεργών πλέον Phoenix Catscratch είχε ακουστεί στις Άλπεις του Γιώργου Λάνθιμου.
Που να φαντάζονταν δυο τύποι από τον Καναδά των 80s ότι τρεις δεκαετίες αργότερα μια ελληνική δισκογραφική θα κυκλοφορούσε για πρώτη φορά τον δίσκο τους; Με όνομα-παραπομπή στον εξοπλισμό που χρησιμοποιούσαν όσο και στις γερμανικές ηχητικές καταβολές τους, μας χαρίζουν synthwave διαμαντάκι κατευθείαν από την εποχή που γεννήθηκε το είδος. Στα μεγάλα highlights, μία από τις καλύτερες διασκευές στο “Transmission” των Joy Division που έχετε ακούσει.
Αγγλία και Ελβετία μπλέχτηκαν σε δίδυμο που φέρει αποφασιστικά οικουμενικό όνομα. Συνθάτοι Cure-ισμοί περνάνε υπό τον ποιοτικό έλεγχο των Larissa Iceglass και William Maybelline (τα καλύτερα ονόματα που διαβάσατε σήμερα, ίσως κι όλη την εβδομάδα), προσφέροντας εθιστικά κομψοτεχνήματα γεμάτα ενέργεια, εν δυνάμει διαδικτυακά χιτάκια – όπως μαρυρούν τα εκατομμύρια views του “Gallowdance”.
Με διαφορά η πιο «χαρούμενη» κυκλοφορία της Fabrika Records, εδώ έχουμε να κάνουμε με εκπληκτικά προσεγμένο new wave/synthpop υπό μια minimal αισθητική, φιλοτεχνημένο από δύο Περουβιανούς που έζησαν στην Ισπανία. Ποπ, πειραματικό και cult ταυτόχρονα, φονικός συνδυασμός.
Εκ των πλέον πολυσυζητημένων εγχώριων δίσκων της δεκαετίας, οι μάλλον σημαντικότεροι επίγονοι των Χωρίς Περιδέραιο αποκαλύπτουν μια τόσο-όσο γυαλισμένη παραγωγή που εξυπηρετεί άριστα το ταχύρρυθμο synth punk τους, με γυναικεία κι αντρικά φωνητικά να εναλλάσονται καταλλήλως κι, όποτε χρειάζεται, να αφήνουν χώρο σε σαμπλαρισμένα αποσπάσματα. Ας πούμε, στα ευρηματικά αφιερώματα-highlights σε Μίλτο Σαχτούρη και Klaus Kinski.
Εξπρεσιονιστικό, πολυσυλλεκτικό synth punk (προσέξτε π.χ. το σαξόφωνο στο “Pariah”) με δυνητικά κινηματογραφικές προεκτάσεις (ίσως σας θυμήσει κάποιες από τις συνθέσεις του John Carpenter σε σημεία), εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν γκοθ ναυτικό ο οποίος διηγείται ιστορίες από τη θάλασσα (κι όχι μόνο). Το ιδανικό soundtrack ενός αποφασιστικά εναλλακτικού Halloween.
Η επιλογή αυτή ενδεχομένως να αδικεί τα προηγηθέντα Belirdi Gece και Narin Yalnizlik, εντούτοις ξεχωρίζει (και) σημειολογικά, μιας και είναι η πρώτη φορά που οι Τούρκοι Άρχοντες του Σκότους κάνουν για λίγο στην άκρη την α λα Sisters of Mercy drum machine και σκαρφίζονται μπομπάτα beats που σε στέλνουν κατευθείαν σε (θεοσκότεινο) dancefloor. Επίσης, “Disco Anxiety” αγγλιστί. Δύσκολα θα θυμηθώ πιο κουλ όνομα δίσκου.
Η πιο μακρινή γεωγραφικά δισκογραφική προσφορά της Fabrika έρχεται από το Los Angeles. Κάτι από Siouxsie and the Banshees, κάτι από πρώιμους Cocteau Twins, μα κάμποση από την ολόδική τους έμπνευση μπλέκονται σε μια ομοιομορφία που μεταφράζεται σε – μετρημένα μα ικανοποιητικά – σκοτεινές στιγμές.
Το ότι για πρώτη φορά σε δισκογραφική δουλειά τους παρέλειψαν να συμπεριλάβουν ελληνικό στίχο δεν είναι υπέρ τους, μιας και τα πηγαίνουν περίφημα με αυτό – δεν θυμάμαι άλλο darkwave σχήμα να ακούγεται τόσο «ενσωματωμένο» στην ελληνική γλώσσα. Παρ’ όλ’ αυτά, έχουν άριστη σχέση με αγγλικά και γερμανικά που εναλάσσονται σε μια κυκλοφορία που συνιστά μια από τις πιο αξιομνημόνευτες – κι ώριμες – στιγμές της καριέρας τους. Το δε εξώφυλλο, ένα μικρό κομψοτέχνημα, έχει κάτι από γοτθική λογοτεχνία που τόσο ταιριάζει εδώ.
Όχι ακριβώς «έυκολος» δίσκος. Σε προσκαλεί αλλά κρατάει και απόσταση παράλληλα. Σημεία των καιρών μάλλον. Εντούτοις, ένα συγκλονιστικό ίντρο οδηγεί σε μια συλλογή κομματιών από την Ουκρανία, mid tempo ως επί το πλείστον. Πραγματικά σπηλαιώδης μουσική που μοστράρει κάποιες ανεξήγητα πιασάρικες στιγμές που θα σας στοιχειώνουν για μέρες.