Categories: ΣΙΝΕΜΑ

Οι έξι τύποι ανθρώπων που θα συναντήσεις στις Νύχτες Πρεμιέρας

Ο «φεστιβαλάκιας»

Μόλις επέστρεψε από το Φεστιβάλ της Βενετίας, έχει ήδη κλείσει αεροπορικά εισιτήρια και ξενοδοχείο για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, έχει ανοίξει ειδικό λογαριασμό στην τράπεζα όπου μαζεύει λεφτά για να πάει στο Sundance (του χρόνου αυτό) και έχει θεαθεί συνολικά την τελευταία δεκαετία πάνω από 3 φορές στο Φεστιβάλ Τσακώνικης Μελιτζάνας, στο Λεωνίδιο Αρκαδίας. Δεν έχει σημασία πως είναι κοσμογυρισμένος και φεστιβαλοθρεμένος στα εξωτερικά: έχει ιδιαίτερη αδυναμία στις Νύχτες Πρεμιέρας, διότι πιστεύει ακράδαντα στη ρήση της Βάνας ότι «δε γίνονται πράγματα» στην Ελλάδα και ότι οι «Νύχτες» αποτελούν μια λαμπρή εξαίρεση στην εν λόγω διαπίστωση. Διαθέτουν πλήρη σινεφίλ εξάρτυση, αποτελούμενη από πάνινη σακούλα των «Νυχτών» (παρελθόντος έτους, διότι είναι πάλιουρες), που περιλαμβάνει εκτυπωμένο φύλλο excel με τρεις εναλλακτικούς τρόπους παρακολούθησης ταινιών για κάθε μέρα, κάρτα διαρκείας και survival kit με υγρό φακών, παυσίπονα, φορτιστή και σοκοφρέτες. Πάντα θα βρουν κάποιο παράπονο για τη διοργάνωση, ακόμα κι αν δεν υπάρχει τίποτα να προσάψεις σε κανέναν. Είναι απλά ζήτημα παράδοσης. Πρέπει να γκρινιάξουν λιγουλάκι. Μόλις πατήσουν το πόδι τους στα πάρτι που ακολουθούν μετά τις ταινίες, πνίγουν τον καλλιτεχνικό πόνο που τους έχουν προκαλέσει οι σκηνοθέτες, οι σεναριογράφοι, οι ηθοποιοί και ο Lynch (που είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών) σε μπιτόνια τζιν τόνικ (με μια φέτα λάιμ, παρακαλώ). Λόγω καθημερινού ξενυχτιού, όλα τα πρωινά του Σεπτέμβρη σέρνονται στη δουλειά, σα λιμασμένοι αλιγάτορες μέσα σε βάλτο χωρίς καβούρια. Κουράγιο, αδέρφια, είστε τρούπερς, δε μασάτε.  

Ο «Κουροσαβάκιας»

Πρόκειται για εξηντάρηδες (plus), που, παλιά, στην ηλικία μας (γκούχου, και λίγο μικρότεροι βασικά) παρακολουθούσαν κυρίως ποιοτικό κινηματογράφο, μετά τις συναντήσεις τους στον «Ρήγα» ή την ΚΝΕ, πριν βγουν στην Καισαριανή για ρετσίνες, συζήτηση για την ταινία και περαιτέρω ζύμωση για τις θέσεις του Πουλαντζά επί του μαρξισμού. Τώρα έχουν βγει στη σύνταξη (ή κοντοζυγώνουν), οι ζυμώσεις είναι μια ανάμνηση, αλλά τα σινεμά υπάρχουν ακόμα και οι «Νύχτες» είναι μια εξαιρετική ευκαιρία για να βγουν έξω από το σπίτι και να δουν «καμιά κουλτούρα», όπως τότε. Κάποιοι βρίσκουν ευκαιρία να συνδυάσουν τις προβολές με επισκέψεις στις παρακείμενες των σινεμά ταβέρνες, καθόσον η παρακολούθηση ταινίας έχει κομποζαριστεί στο μυαλό τους με τη ρετσίνα (και, συνακόλουθα, το παΐδι). Μερικοί θα βγάλουν κάρτες διαρκείας, θα πάνε διαβασμένοι ως προς το τι πρόκειται να δουν και δε θα χάσουν καμία ελληνική προβολή. Άλλοι απλώς θα διαλέξουν να δουν δυο τρεις ταινίες, πρώτον διότι τα πιο πολλά βράδια κρατάνε εγγόνια και δεύτερον διότι συχνά τους παίρνει ο ύπνος μέσα στο σινεμά. Στο τέλος κάθε προβολής, θα βγουν από την αίθουσα, θα πουν «ωραία η ταινία», αλλά ενδόμυχα θα σκέφτονται «σαν τον Κουροσάβα, δεν είναι τίποτα». 

Ο «είδα φως και μπήκα»

Είναι αυτοί που δεν έχουν χαμπαριάσει εδώ και 20 χρόνια ότι πρόκειται για φεστιβάλ ταινιών, λένε «δεν πάμε ένα σινεμά απόψε», επισκέπτονται το κοντινότερό τους, πέφτουν πάνω στα μιλιούνια, αναρωτιούνται αν κάποιοι κάνουν κάποια εκδήλωση κι αν παρευρίσκεται κάποιος διάσημος και με τούτα και με κείνα μπαίνουν μέσα, πετυχαίνουν «ζόρικη» ταινία του Διεθνούς Διαγωνιστικού κι εξέρχονται μετά από δυο ώρες σαφώς προβληματισμένοι, με ύφος Σπύρου Παπαδόπουλου «τι έγινε ρε παιδιά, εμείς ένα σινεμαδάκι είπαμε να έρθουμε, τι ήταν τούτοι οι βουδιστές καλόγεροι που κάθονται μουγκοί και συλλογίζονται το δράμα της ύπαρξης και του θανάτου». Συμβαίνουν κι αυτά, παιδιά.  

 

Φωτογραφία: Γιάννης Δρακουλίδης / FOSPHOTOS

Ο «ό,τι προλάβω»

Αυτοί που δουλεύουν πολλές ώρες και δεν έχουν συγκεκριμένο πρόγραμμα στην καθημερινότητά τους κι έτσι χάνουν τις μισές ταινίες που θέλουν να δουν, διατηρώντας την ελπίδα μήπως κι αυτές βρουν διανομή μέσα στο χειμώνα. Όσο περνούν οι μέρες του φεστιβάλ κι από τις 10 ταινίες που έχουν διαλέξει να δουν έχουν προλάβει να πάνε μόνο στις 3 (κι αυτό με δικαιολογίες προς στον εργοδότη τους, τύπου «μπήκε εκτάκτως η συννυφάδα μου στο Σισμανόγλειο, ναι, με οσφυοκαμψία πάλι), η ελπίδα ξεθωριάζει, η υπομονή (για 15η χρονιά) εξαντλείται και η παραίτηση πλησιάζει. Όχι από το σινεμά. Από τη δουλειά.

Ο «indie πιαρατζής»

Η μοναδική ουσιαστική σχέση που έχουν με το σινεμά είναι ότι είχαν δει τον Τιτανικό όταν πήγαιναν στο γυμνάσιο και είχαν κλάψει πολύ. Ίσαμε δυο πακέτα ζέβασοφτ. Από τότε έχουν δει συνολικά 12 ταινίες και στις «Νύχτες» εμφανίζονται μόνο για το πιαριλίκι. Ήτοι, σωρευτικά, για να δείξουν ότι είναι της κουλτούρας, να γλείψουν κανέναν συντελεστή ταινίας (ποτέ δεν ξέρεις πού θα σου χρειαστεί), να προσπαθήσουν να κλείσουν κανένα ντιτζεϊλίκι σε κανένα μαγαζί και γενικώς να παραμείνουν «μέσα στα πράγματα», «στη φάση», στην αβάσταχτη ελαφρότητα της αθηναϊκής indie-ίλας. Αν δε μιλάνε την ώρα των προβολών, δεν ενοχλούν τόσο. 

Ο «σε διατεταγμένη υπηρεσία»

Δημοσιογράφοι, κριτικοί κινηματογράφου, εθελοντές, διοργανωτές και άνθρωποι του κινηματογράφου γενικότερα, που βρίσκονται εκεί για δουλειά. Οι περισσότεροι περιμένουν όλη την χρονιά γι’ αυτές τις δυο βδομάδες. Δεν προλαβαίνουν να κοιμηθούν, τρέφονται με ποπ κορν και νάτσος, έχουν μαύρους κύκλους μέχρι το πιγούνι, αλλά δεν τους νοιάζει. Είναι οι δικές τους μέρες. Ορισμένοι – ειδικά οι δημοσιογράφοι που τους έχουν στείλει οι αρχισυντάκτες τους για πλήρες ρεπορτάζ –δεν είναι και τόσο ενθουσιώδεις. Γκρινιάζουν που δεν τους βλέπει το σπίτι τους, το γατί τους και το έτερόν τους ήμισυ, αλλά μετά θυμούνται ότι μπορεί, αν είχαν έρθει αλλιώς τα πράγματα, να ήταν υπάλληλοι του ΙΚΑ Πατησίων και σταματάνε το μπίρι – μπίρι.

Καλές προβολές, και στα επόμενα 20 χρόνια με το καλό.

Ναταλί Σαϊτάκη