Categories: ΚΟΜΙΚ

Τα Εξάρχεια θα είναι πάντα ένα γλυκόπικρο νεράντζι

Για κάποιους, τους περισσότερους, είναι μια γειτονιά με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιόμορφη γοητεία. Για άλλους, συνήθως χωρίς ιδία άποψη, είναι άβατο, κάπως σκοτεινό, επικίνδυνο και κακόφημο. Όπως και να έχει, τα Εξάρχεια κουβαλάνε πάντα το βάρος μιας έντονης σημειολογίας, καθώς έχουν υπάρξει (και προσπαθούν με νύχια και με δόντια να το διατηρήσουν) τόπος αναβρασμού – κοινωνικού, πολιτικού, καλλιτεχνικού, μία γωνιά της πόλης με ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία κόντρα στην ομογενοποίηση του αστικού εξευγενισμού.

Ένας 27χρονος που γεννήθηκε και ζει στις Βρυξέλλες, αλλά πέρασε την εφηβεία του μία ανάσα από τα στενάκια των Εξαρχείων, αποφάσισε μαζί με έναν Βέλγο συνεργάτη του να ξεδιπλώσουν σε μορφή κόμικ την ιστορία ενός επίσης 27χρονου νεαρού που γυρνάει από το εξωτερικό στην παλιά του γειτονιά (στα Εξάρχεια φυσικά). Μέσα από μία σχεδόν νουάρ ατμόσφαιρα που αποπνέουν τα καρέ και που τελικά δεν είναι μόνο η ιστορία του Νίκου, πρωταγωνιστή του βιβλίου. Είναι η συρραφή πολλών μικρών παράλληλων χαρακτήρων που, τελικά, όλοι μαζί βάζουν το ληθαράκι τους για να χτίσουν σε πρώτη ανάγνωση μία συγκεκριμένη αφήγηση, αλλά σε μία δεύτερη, επιχειρούν τη χαρτογράφηση των ίδιων των Εξαρχείων. 

Τα ονόματα των δημιουργών, Δημήτρης Μαστώρος και Nicolas Wouters, και ο καρπός της δημιουργίας τους το graphic novel, Εξάρχεια, Το Πικρό Νεράντζι. Το βιβλίο εκδόθηκε αρχικά στο Βέλγιο από τις εκδόσεις Futuropolis αλλά πλέον το βρίσκετε και στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΧαραμάδαΖητήσαμε από τον Δημήτρη Μαστώρο να μας μιλήσει για τα δικά του Εξάρχεια και να μας γιατί έχουν γεύση από πικρό νεράντζι. Κι εκείνος μας αποκάλυψε τον σκοπό του που ήταν ο αναγνώστης «να ταξιδέψει σε μία όμορφη σαπίλα».

Το graphic novel, «Εξάρχεια, Το Πικρό Νεράντζι» των Δημήτρη Μαστώρου και Nicolas Wouters κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Χαραμάδα.

O Νίκος , ο πρωταγωνιστής του graphic novel είναι περίπου 27 ετών κι επιστρέφει από το εξωτερικό στα Εξάρχεια. Εσύ είσαι επίσης 27, μεγάλωσες στην Αθήνα και σπούδασες στις Βρυξέλλες. Σε τι βαθμό χρησιμοποίησες αυτοβιογραφικά στοιχεία στην ιστορία του κόμικ; Ελάχιστα, τελικά. Νομίζω ότι ήταν το πιο απλό για να μιλήσουμε για το κεντρικό θέμα που είναι η ματιά των Εξαρχείων από το εξωτερικό. Η ιδέα του παιδιού που επιστρέφει ήταν του Nicolas που εμπνεύστηκε από την πορεία μου για να φτιάξει τις βάσεις του σεναρίου. Τα αυτοβιογραφικά στοιχείο πιο πολύ βρίσκονται σε λεπτομέρειες, διαλόγους, όχι τόσο στις μεγάλες γραμμές. Δεν έχω θεία, δεν έχουμε μπαρ, κλπ. Όμως είναι μερικές καταστάσεις που τις έχω ζήσει, κι άλλες που τις έχω ακούσει. Το αυτοβιογραφικό δεν ακολουθεί μόνο τον Νίκο. Σιγά σιγά μέσα στο βιβλίο εγκαταλείπουμε τον ήρωα για να αφήσουμε χώρο στους άλλους κατοίκους, ώστε κεντρική φιγούρα να γίνει η ίδια η περιοχή.

Μεγαλώνοντας στην Αθήνα, ποιά ήταν η σχέση σου με τα Εξάρχεια; Και γιατί επέλεξες η ιστορία σου να διαδραματίζεται σε αυτά; Στα Εξάρχεια πέρασα τα εφηβικά μου χρόνια. Μέναμε στην Αλεξάνδρας κι έπειτα επί της Στουρνάρη. Νομίζω ήταν η κατάλληλη ηλικία, συνδυάστηκε η ανακάλυψη της περιοχής με μία ανεμελιά που δεν είχα στις Βρυξέλλες πιο μικρός, μένοντας σε προάστιο. Τότε τα ζούσα τα Εξάρχεια. Δεν μίλαγα γι’ αυτά. Δεν έβλεπα τον λόγο άλλωστε. Γυρίζοντας στις Βρυξέλλες, είχε νόημα να μιλήσω για την περιοχή. Ήθελα οι ιστορίες μου να διαδραματίζονται σε οικείο περιβάλλον, να ζωγραφίζω αθηναικούς δρόμους. Να παρουσιάσω σε έναν ξένο κάτι άγνωστο. Πάντα έψαχνα στα παιδικά μου χρόνια όταν ήθελα να μιλήσω για κάτι. Τα Εξάρχεια τα συνδύαζαν όλα αυτά.

Το κόμικ έχει μία αρκετά σκοτεινή, σχεδόν noir ατμόσφαιρα. Όλη αυτή η δυστοπία με την οποία παρουσιάζεται η περιοχή, θεωρείς ότι θα ήταν το ίδιο έντονη αν δεν βάραινε την περιοχή το περιστατικό του Γρηγορόπουλου; Κάτι που με ώθησε να γίνει αυτό το βιβλίο είναι το πώς έδειχναν τη γειτονιά στο εξωτερικό. Από την δολοφονία του Γρηγορόπουλου κι έπειται, η φήμη των Εξαρχείων εξαπλώθηκε κι αρκετά συχνά έλεγαν σαχλαμάρες. Την παρουσίαζαν είτε ως αναρχική ουτοπία, είτε ως επικίνδυνη ζούγκλα. Δεν σκέφτηκα να δείξω διαφορετικά πρόσωπα των Εξαρχείων, αλλά νόμιζα πως μπορούσα να δείξω μία όψη πιο προσωπική. Το σημαντικό ήταν η καθημερινότητα. Πράγματα που θα ήταν ασυνήθιστα αλλού, πώς ζει ένας κάτοικος εδώ πέρα, τι έχει περάσει, πώς συνεχίζει κάποιος να χτίζει τη ζωή του ενώ τα πάντα γύρω βουλιάζουν. Το noir έρχεται από το στυλ και την τεχνική που επέλεξα, όχι γιατί πιστεύω πως τα Εξάρχεια είναι μουντά ή σκοτείνιασαν μετά τα επεισόδια του Δεκέμβρη. Συνειδητά αποφασίσαμε να μην υπάρχει αναφορά σε αυτό, όχι γιατί δεν είναι σημαντικό αλλά, γιατί υπάρχουν πολλές μικρές ιστορίες που περιστρέφονται γύρω από τα μεγάλα χρονικά σημεία (Γρηγορόπουλος, κρίση, εκλογές, κλπ.).

«Συχνά δεν αρκούν οι καλές προθέσεις γιατί η πραγματικότητα είναι πάντα πιο περίπλοκη. Υπάρχει ένα αίσθημα κούρασης και ματαιότητας, σαν να μην προφταίνεις. Αυτό νομίζω αποτυπώνεται στο βιβλίο».

Παρατηρούμε στο κόμικ μια αρκετά πιστή, σχεδόν φωτογραφική αποτύπωση των Εξαρχείων, ακόμη και στις λεπτομέρειες στους δρόμους. Πώς το πέτυχες ενώ ζούσες μακριά; Μελέτησες εξονυχιστικά την περιοχή; Πολλές βόλτες και σκιτσάρισμα, φωτογραφίες, google street view. Πού και πού ζητούσα από οικογένεια και φίλους να μου φωτογραφήσουν κάποιον δρόμο. Ώστε να βάλω τα γκράφιτι που ξέρω, να αναγνωρίσει ο άλλος το μπαλκόνι του, να γελάσει με διάφορες αναφορές. Αυτό ήρθε πιο πολύ με το χρόνο, στην αρχή υπάρχουν και ζαβολιές. Σιγά σιγά εξοικειώθηκα με την τεχνική κι αποτύπωνα την ατμόσφαιρα που ήθελα ακόμα και σε (50) αποχρώσεις του γκρι.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Από την αρχική ιδέα μέχρι την τελική υλοποίηση του graphic novel, πόσος καιρός χρειάστηκε και πόσα πράγματα αλλάξαν στην πορεία; Στον τελευταίο χρόνο των σπουδών μου στις Βρυξέλλες ήμουν με τον Nicolas και μου πρότεινε να δουλέψουμε το σενάριο μαζί. Πέρασε ένας χρόνος μέχρι να στείλουμε φάκελο σε εκδότες, μη έχοντας την απαραίτητη πειθαρχία κι έχοντας λιγότερο χρόνο γιατί δούλευα, ενώ δεν μου έβγαινε το σκίτσο. Θυμάμαι περίμενα πώς και πώς να πάω στη δουλειά για να μην παιδεύομαι. Μετά από κάνα εξάμηνο είχαμε τελειώσει τις πρώτες σελίδες και αποφάσισα να τις ξανακάνω γιατί δεν ήταν αρκετά καλές. Για δέκα σελίδες, μου πήρε ένα πεντάμηνο. Το πήραν και ξαφνικά έπρεπε να κάνω 150 σελίδες. Μέχρι να βρω το ρυθμό, μας πήρε τρία χρόνια. Έπρεπε να μάθω να πηγαίνω πιο γρήγορα και να είμαι λιγότερο ψείρας. Στο τέλος, κατάφερνα μία σελίδα την ημέρα. Μόνο τότε ένιωθα πιο άνετος να αφήνομαι και να κρατάω το πιο σημαντικό σε κάθε σχέδιο.

Το graphic novel ξεκινά με τη φράση: «Τώρα που έγινε η θάλασσα γιαούρτι, δεν έχουμε κουτάλια». Δηλαδή; Ότι τώρα που είναι η στιγμή, δεν έχουμε τα μέσα. Ή ότι ποτέ δεν είναι η κατάλληλη στιγμή. Συχνά δεν αρκούν οι καλές προθέσεις γιατί η πραγματικότητα είναι πάντα πιο περίπλοκη. Υπάρχει ένα αίσθημα κούρασης και ματαιότητας, σαν να μην προφταίνεις. Αυτό νομίζω αποτυπώνεται στο βιβλίο.

Το κόμικ είναι μία συνεργασία με τον Nicolas Wouters. Πόσο εύκολο του ήταν να χτίσει μία αθηναϊκή ιστορία χωρίς να έχει μεγαλώσει εδώ; Είχε τη δύσκολη δουλειά να πλάσει σε σενάριο τις αναμνήσεις μου και τις ιστορίες που είχα διηγηθεί, εμπλουτίζοντάς τη δραματουργία. Ακριβώς επειδή έχει την ξένη ματιά, μπορεί να φιλτράρει τι πρέπει να δείξουμε και τι να αφήσουμε στην ερμηνεία του καθενός. Έπρεπε να σεβαστεί την ιστορία της γειτονιάς και να δείξει την πολυπλοκότητά της στον ξένο αναγνώστη. Δεν ήταν εύκολο, είχαμε διαφορετικές ιδέες κι εγώ ήμουν πάντα δεμένος συναισθηματικά με τον τόπο κι έκανα πολλές παρεμβάσεις στη διαδικασία. Αλλά το βρήκαμε, είναι τελικά απαραίτητο να πλακώνεσαι και να ξαναγράφεις.
Κι εκείνος έκανε παρεμβάσεις στο storyboard όταν δεν ήταν ξεκάθαρο ένα καρέ κι εγώ στο σενάριο όταν δεν ήταν κατάλληλη η ατμόσφαιρα ή ο διάλογος μπορούσε να πάει πιο μακριά. Ήρθε Αθήνα, διάβαζε άρθρα για την πόλη. Συχνά πρότεινε πράγματα που συντελούσαν στη μυθοποίηση των Εξαρχείων κι έπρεπε να τα φέρουμε πιο κοντά στην πραγματικότητα. Το κόμικ έπρεπε να δώσει κάποια κλειδιά στον γαλλόφωνο αναγνώστη αλλά και να σεβαστεί και τον ντόπιο. Το τελικό χαρακτηριστικό της συνεργασίας μας ήταν οι διάλογοι που ξαναγράψαμε μαζί. Τώρα θα τους ξαναέκανα αλλιώς σίγουρα, αλλά έτσι είναι, δεν μπορείς να μείνεις απόλυτα ευχαριστημένος ποτέ. Κάποια στιγμή αφήνεις το παιδί σου να τρέχει κι ας φάει τα μούτρα του. Το θέμα είναι να φύγει.

«Για έναν τόσο περίπλοκο τόπο δεν φτάνουν 200 σελίδες. Εμείς περιγράψαμε ένα καλοκαίρι με τους χαρακτήρες μας, καλοκαίρια υπάρχουν άλλα πολλά».

Το κόμικ έχει απήχηση στο εξωτερικό, σε χώρες όπως το Βέλγιο και η Γαλλία. Γιατί πιστεύεις ότι μία αθηναϊκή ιστορία μιλάει στο κοινό του εξωτερικού; Το ξένο κοινό ακούει Ελλάδα και το μυαλό του πάει σε συγκεκριμένα πράγματα. Αυτό το βιβλίο είναι ευκαιρία να δείξουμε λεπτομέρειες. Υπάρχει αυτό που βλέπεις και μετά καταλαβαίνεις τα παρασκήνια. Ήθελα ένας ξένος να ταξιδέψει. Να βολτάρει σε μια όμορφη σαπίλα, να ψάξει τι κρύβει αυτή η ιστορία από πίσω. Μετά είναι και οι ξένοι που γνωρίζουν την Αθήνα και μπορούν να καταλάβουν τις αναφορές. Οι Έλληνες του εξωτερικού ήθελα να βρουν πιστά αποτυπωμένο ένα μέρος που γνωρίζουν.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Στους Αθηναίους; Η κάθε απλοποίηση της περιοχής μπορεί να βλάψει, γι’ αυτό με ανησυχούσε η ελληνική εκδοχή. Για κάποιον που ξέρει την περιοχή αυτό το βιβλίο δεν έχει πολύ νόημα. Ή τέλος πάντων, αν ήταν να το κάνουμε στα ελληνικά, δεν θα είχε καμία σχέση. Προσπαθήσαμε να αποφύγουμε αναπαραστάσεις υπερβολικά ρομαντικές, όμως δύσκολα ξεφεύγεις από μερικά κλισέ. Αφήνουμε αόρατες απειλές να φουντώσουν και δεν εξηγούμε από που προέρχονται, αυτό μπορεί να παρεξηγηθεί. Όμως δεν είναι δουλειά μας να εξηγήσουμε. Άλλοι το βρήκαν πολύ μαύρο, άλλοι αφελές, άλλοι ελλιπές. Για έναν τόσο περίπλοκο τόπο δεν φτάνουν 200 σελίδες. Εμείς περιγράψαμε ένα καλοκαίρι με τους χαρακτήρες μας, καλοκαίρια υπάρχουν κι άλλα πολλά.

Πότε αποφάσισες ότι θέλεις να ασχοληθείς με τα κόμικ; Ζωγράφιζα από μικρό παιδί και στην οικογένεια υπήρχε μία σχέση με το σχέδιο. Ως παιδί διάβαζα μανιωδώς κόμικ. Έκανα χιουμοριστικά μονοσέλιδα μικρός, επηρεασμένος από την βέλγικη χονδρομοδίτικη σχολή, σταδιακά ανακάλυψα πιο ώριμα πράγματα. Πέρα από κλασικά έργα όπως το Maus ή το Corto Maltese, υπάρχουν τρελοί αφηγητές, πάνκηδες, μάγοι στο σκίτσο όπως οι Andrea Pazienza, Gipi, Stassen, Λέανδρος. Κάποιος έλεγε ότι το κόμικ είναι το σινεμά του φτωχού και ότι όλοι οι κομίστες θέλουν να γίνουν σκηνοθέτες, κι αντιστρόφως. Το κόμικ έχει να κάνει πολύ με τη λήψη της κάμερας που θα προτιμήσεις. Πέρα από το σχέδιο, είναι ένας τρόπος να διηγηθείς μία ιστορία.

Υπάρχουν συγκεκριμένοι καλλιτέχνες που είχες ως αναφορές φτιάχνοντας το «Εξάρχεια, Το Πικρό Νεράντζι»; Πάντα μου άρεσαν οι τερατώδεις φάτσες των Munioz και Breccia κι εμπνεύστηκα από την αισθητική τους. Για την τεχνική, μελέτησα τον τρόπο που δούλευε τα γκρι ο γάλλος κομίστας Pascal Rabaté στο Ibicus. Τα σχέδιά του ήταν πάντα καθαρά, δεν έκανε γραμμές, μόνο μάζες. Όπως και στο δικό μας, η αρχή είναι πιο νερουλή, περισσότερα γκρίζα, τα πλάνα δεν αλλάζουν πολύ. Μετά βρίσκω το κοντράστ και το σωστό φως. Ως προς την ατμόσφαιρα του σεναρίου, μου άρεσε το πώς έδειχνε τη γειτονιά του ο Spike Lee στο Κάνε το Σωστό: μικρές ιστορίες, κάμποσοι χαρακτήρες, λεπτομέρειες που όλες μαζί παρουσιάζουν έναν πίνακα με πολλές πινελιές μιας συνοικίας. Αυτό που άλλαξε ριζικά μέσα στο βιβλίο είναι το πως χρησιμοποιούμε το χρόνο. Από τη μέση και μετά παίζουμε με κενά, προσέχουμε περισσότερο τη σιωπή, αφήνουμε μουγκά καρέ ή σελίδες ολόκληρες για να αποτυπωθεί η ατμόσφαιρα.

«Τα Εξάρχεια είναι σπίτι. Και θα είναι πάντα γλυκόπικρα».

Παρατηρούμε τελευταία μία άνοδο στην εγχώρια παραγωγή κόμικ, τόσο με τα αρκετά graphic novels που κυκλοφορούν, όσο και με τη νέα περιοδική έκδοση του Μπλε Κομήτη. Πώς βλέπεις τα πράγματα σε σχέση με το εξωτερικό; Βέλγιο και Γαλλία υπάρχει παράδοση και κοινό, πολλές ευκαιρίες για να το κάνεις επάγγελμα. Ίσως υπάρχουν «προβλήματα πλουσίων», όπως λέμε εδώ. Υπάρχουν αμέτρητα κόμικ, όποτε και μερικά πολύ καλά μπορεί να πνιγούν . Η Ελλάδα και η Ιταλία έχουν εξαιρετικούς κομίστες που δεν είναι τόσο γνωστοί. Δεν υστερούν όμως σε ποιότητα, υπάρχει και η κληρονομιά της Βαβέλ που ήταν καταπληκτικό περιοδικό και φεστιβάλ. Μεγάλη σκηνή υπάρχει στη Θεσσαλονίκη. Γι’ αυτό είναι και σωστή πρωτοβουλία κάτι σαν τον Μπλε Κομήτη (με τον οποίο θα συνεργαστώ) για να υπάρξει μία νέα σχολή.

Τι σημαίνουν τελικά για σένα τα Εξάρχεια; Είναι όντως ένα «πικρό νεράντζι»; Τα Εξάρχεια είναι σπίτι. Και θα είναι πάντα γλυκόπικρα.

Το graphic novel Εξάρχεια, Το Πικρό Νεράντζι του Δημήτρη Μαστώρου και του Nicola Wouters κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Χαραμάδα.
Ελένη Τζαννάτου