Ο παράδοξος και γοητευτικός κόσμος του Ευριπίδη Λασκαρίδη κάθε φορά που αποκαλύπτεται δημιουργεί οργασμικές εκρήξεις στο μυαλό και στη φαντασία των θεατών.
Αυτή τη φορά θα μας παρουσιάσει στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση το ELENIT, όπου ένας θίασος ονειρικών πλασμάτων θα μας παρασύρει σε ένα φαντασμαγορικό ταξίδι που ακροβατεί μεταξύ γελοιότητας και τραγωδίας.
Λίγο πριν την πρεμιέρα αποκαλύπτει σε πρώτο πρόσωπο το πώς και το γιατί.
Το ELENIT είναι ένα έργο που καταλαμβάνει μια μεγάλη σκηνή όχι μόνο επειδή εμπλέκει 10 ερμηνευτές αλλά επειδή έχει την αυτογνωσία και παίζει με την ιδέα ότι το ίδιο είναι ένα «μεγάλο θέαμα». Αυτό σημαίνει ότι δανειζόμαστε υλικά από τα μεγάλα θεάματα.
Αυτή την εποχή με ελκύει πολύ η ιδέα του τι θα πει σήμερα όπερα, αρχαία τραγωδία, μπαλέτο ή μιούζικαλ. Τα θεάματα δηλαδή που είναι προορισμένα για μεγαλύτερα πλήθη και κάπως χρησιμοποιούν τα εργαλεία τους ώστε να τα αγγίξουν.
Αυτά που φτιάχνω είναι συνήθως κωμικά και τραγικά ταυτόχρονα αλλά αυτό δεν είναι αυτοσκοπός. Δεν καθόμαστε στην πρόβα και λέμε «α, εδώ παιδιά να βάλουμε κάτι αστείο». Απλώς αυτό μας διασκεδάζει τους ίδιους, αυτό που μας ευχαριστεί μας αρέσει να το πιλατεύουμε. Εκεί που δουλεύεις στην πρόβα και βρίσκεις ένα στοιχείο που σε γοητεύει, που θεωρείς γαργαλιστικό τότε αποφασίζεις να το κρατήσεις. Ό,τι θεωρείς πως μπορεί να «ζήσει» μέσα στο έργο το κρατάς, το δουλεύεις, το χτίζεις.
Είναι πολλά τα στοιχεία που με εξέπληξαν κατά τη διάρκεια των προβών του ΕLΕΝΙΤ. Όταν αρχίσεις να δουλεύεις το έργο με τους συνεργάτες, αρκετά από όσα είχες φαντασιωθεί για το έργο αλλοιώνονται, όχι με έναν τρόπο αποδομητικό ή αποκαθηλωτικό αλλά σχεδόν λυτρωτικό. Γι’ αυτό παίρνει το έργο μια πολύ πιο πλούσια μορφή, σχεδόν σου φανερώνει ότι οι αρχικές σου ιδέες και φαντασιώσεις ήταν πολύ πιο μικρές από αυτό που το σύνολο των συνεργατών σου μπορεί να κάνει. Θα έλεγα ότι η μεγαλύτερη έκπληξη που ζει μέσα στην παράσταση είναι ότι γιγαντώθηκε το υλικό με τρόπου που και ο εγώ ο ίδιος δεν το περίμενα. Αυτό είναι αποτέλεσμα της ομαδικότητας. Επιπλέον ο κάθε ένας από τους συνεργάτες, επειδή είναι ισχυρές προσωπικότητες, φέρνει το δικό του κόσμο. Αυτό θες από τον άλλο, θες να φέρει τον κόσμο του, θες να κάτσεις και να τον ακούσεις. Αυτό μπορεί να αλλάξει τη ρότα 180ο αλλά είναι θεμιτό γιατί όλοι είμαστε συντονισμένοι γύρω από μία κατεύθυνση στην οποία έχουμε όλοι ταχθεί, με πίστη να το φέρουμε όλο αυτό σε πέρας.
Μέχρι τώρα το RELIC και οι TITANES έχουν ταξιδέψει σε πολλά φεστιβάλ ανά τον κόσμο και έχουμε διαπιστώσει ότι δεν υπάρχουν πολλές διαφορές από φεστιβάλ σε φεστιβάλ όσον αφορά τους θεατές. Το λεγόμενο «φεστιβαλικό» κοινό έχει έναν κοινό παρανομαστή: διψάει για θεάματα που έχουν ιδιαιτερότητα, πρωτοτυπία, προσωπική γλώσσα.
Το μεγαλύτερο άγχος εν όψει της πρεμιέρας είναι αν θα λειτουργήσουν οι ενέργειες, αν θα λειτουργήσει το έργο πάνω στη σκηνή. Στο θέατρο παίζουμε με λεπτά πράγματα, πάμε να πιάσουμε το άπιαστο δηλαδή το συναίσθημα. Εμείς δουλεύουμε πολύ με πράγματα που δεν απευθύνονται πολύ με τη λογική, που δεν βασίζονται στην εγκεφαλική επεξήγηση. Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργώ είναι πολύ υποσυνείδητος. Αποτυπώνω την προσωπική μου μυθολογία, το πώς αντιλαμβάνομαι εγώ την Ιστορία. Το φίλτρο είναι τόσο προσωπικό και το φτιάχνουμε με τέτοια υλικά που τελικά υπάρχουν στοιχεία που μας φανερώνονται μετά την τρίτη, πέμπτη, δέκατη πέμπτη παράσταση.
Πολλές φορές το κοινό δεν θέλει να αναλάβει την ευθύνη της γνώμης του και τότε ρωτάει «Σε εκείνη τη σκηνή τι θέλατε να πείτε;». Πολύ συχνά αντιστρέφω την ερώτηση «Θα σας εξηγήσω αλλά θα ήθελα πρώτα εσείς να μου πείτε τι νομίζετε ότι είδατε». Στην αρχή αντιστέκομαι αλλά εάν παίξεις, τους εξηγήσεις ότι απλώς θέλεις να ακούσεις αυτό που τους πέρασε από τον νου τότε πολλές φορές θα σου πουν αυτό που κι εσύ έχεις σκεφτεί. Το κοινό δεν έχει εμπιστοσύνη στην κρίση του, περιμένει έναν γκουρού-καλλιτέχνη να του επεξηγήσει ενώ πολλές φορές το κοινό την έχει ήδη την απάντηση.
Νομίζω ότι δεν είμαστε εκπαιδευμένοι να αντιμετωπίζουμε τις παραστάσεις ως ανοιχτά ποιήματα. Αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι όταν κάποτε ήμασταν μαθητές σε ένα σχολείο ερχόταν ο δάσκαλος και σου έλεγε «Τι θέλει να πει ο ποιητής;». Πού να ξέρω τι θέλει να πει ο ποιητής, ούτε ο ποιητής δεν ξέρει τι θέλει να πει ο ποιητής. Αντί να σου πει «Εσένα τι σου κάνει αυτό το ποίημα; Για εσένα τι είναι η Ιθάκη;» και να σε αφήσει εκεί να οργιάσεις με τη φαντασία σου και να σε επικροτήσει που μπήκες στη διαδικασία να ανοίξεις το μυαλό σου και τις αισθήσεις, αντί αυτού λοιπόν έρχεται το εκπαιδευτικό σύστημα να σου πει ότι «λάθος, το σωστό είναι αυτό». Μα δεν υπάρχει λάθος και σωστό στην Τέχνη. Για να μην παρεξηγηθώ, δεν εννοώ ότι δεν υπάρχουν καλλιτεχνικά κριτήρια αλλά σε καμία περίπτωση δεν υπάρχει σωστό και λάθος.