Ο Eugenio Montale (1896-1981) τυχαίνει να είναι ένας από τους πιο συχνά μεταφρασμένους Ευρωπαίους ποιητές στην αγγλική γλώσσα. Ο T. S. Eliot φιλοξένησε ποιήματά του στο περιοδικό του, το αυστηρά νευρικό και μεροληπτικό Criterion, ήδη από το 1930. Αλλά και ο Samuel Beckett είκοσι τεσσάρων χρονών μετάφρασε και δημοσίευσε ποιήματα του Montale στο ελλειπτικό αλλά υπέροχο λογοτεχνικό περιοδικό This Quarter που εξέδιδαν οι Ernest Walsh, Ethel Moorhead και Edward W. Titus στο Παρίσι, το Μιλάνο και το Μόντε Κάρλο (λιγοστά τεύχη από το 1925 έως το 1932).
Ερμητική ή όχι, η ποίηση του Montale είναι δύσκολη. Ο Ρώσος ποιητής και κριτικός Joseph Brodsky σε ένα άρθρο του στο New York Review of Books σημείωνε: «Η φωνή του ανθρώπου που μιλά —που σιγοψιθυρίζει μάλλον— στον εαυτό του είναι το πιο έντονο χαρακτηριστικό της ποίησης του Montale.» Πολλά από τα ποιήματα του Montale είναι αδιαφανή με την πρώτη ανάγνωση, ακριβώς όπως το νόημα των λόγων ενός ανθρώπου που μιλάει στον εαυτό του είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό σε έναν άλλον που το ακούει. Έτσι, τα πιο απλά νοήματα απαιτούν το ειδικό κλειδί της ευαίσθητης προσοχής.
Στα ελληνικά ορόσημο αποτελεί η μετάφραση του Ζήσιμου Λορεντζάτου της συλλογής του Montale Ξένια, δημοσιευμένη πρώτη φορά στο περιοδικό Εκηβόλος (τεύχη 16, 17 – Φθινόπωρο 1987). Η μετάφραση αυτή θα συμπεριληφθεί στον τόμο που ετοιμάζουν για τις γιορτές οι εκδόσεις Ίκαρος με όλες τις μεταφράσεις του Ζήσιμου Λορεντζάτου. Από την εισαγωγή του Λορεντζάτου στη μετάφρασή του παραθέτουμε εδώ ένα απόσπασμα που καλύτερα από κάθε περιγραφή τεκμηριώνει την ουσία της ποιητικής του εμπράγματου Ιταλού λογοτέχνη.
«Όλα τούτα μοιάζουν πολύ παλιά.
Δεν ήξερα τίποτα. Ένα βράδυ καθόμουν σε μια πολυθρόνα, σε κάποιο σπίτι στην Αθήνα, ξεφυλλίζοντας το περιοδικό Quarterly Review of Literature που έπεσε τυχαία στα χέρια μου. Θα πρέπει να ήταν στα 1967. Διάβασα εκεί μέσα έντεκα μικρά ποιήματα με το γενικό τίτλο Ξένια, ιταλικό κείμενο του Ευγένιου Μοντάλε και αγγλική μετάφραση της Helen Barolini. Το τεύχος του περιοδικού ήταν διπλό, Τόμος XV, Αριθμοί 1/2.
Κατάλαβα πως ο άνθρωπος που έγραψε τα ποιήματα αυτά δεν έπαιζε. Κάτι μεγάλο —όπως η αγάπη ή ο θάνατος— τον είχε κλονίσει. Μπροστά στη σοβαρότητα της περίστασης έπρεπε να σταθεί ανάλογα σοβαρός, να σταματήσει να παίζει. Και το μεγάλο αυτό τον απογύμνωσε από κάθε στολισμό, κάθε φτιασίδι (που μπορεί άλλοτε να τα είχε μεταχειριστεί και αυτός στη λογοτεχνική ζωή του) και του άφησε μοναχά τη φυσική αμεσότητα, θέλω να πω, του χάρισε την καταλληλότερη γλώσσα για εκείνο που είχε τη στιγμή εκείνη να πει. Περίπτωση σπανιότατη σε όλες τις λογοτεχνίες. Και ακόμα τον βοήθησε, ύστερα από το 1964 όταν άρχισαν να γράφονται τα Ξένια, να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στη λογοτεχνική και στην καθημερινή γλώσσα, καθώς καίρια το παρατήρησε ένας σχολιαστής του (ο Silvio Ramat στο περιοδικό L’Approdo Letterario, Απρίλιος-Ιούνιος 1968) και, με τον τρόπο αυτό, να ξεπεράσει, σα να λέγαμε, τη λογοτεχνία με τη λογοτεχνία και να παρουσιαστεί μπροστά στον Κριτή του γυμνός. Στα Ξένια βρίσκομε τέλος το πεζολογικό στοιχείο (αλλά και το γνωμικό) του Καβάφη, με μια πνευματική όμως ή μεταφυσική διάσταση διάχυτη, που ο Αλεξαντρινός ποιητής δεν την έχει. Αντίθετα με την περίπτωση που μνημονεύει ο T. S. Eliot στο East Cocker, V —όταν δεν έχομε την επιθυμητή ταυτότητα ανάμεσα στη διατύπωση και στη διάθεση, αλλά η διατύπωση προπορεύεται ή αφήνει πίσω τη διάθεσή μας: to get the better of words for the thing one no longer has to say— εδώ παρατηρούμε απόλυτα συντελεσμένη την ταυτότητα αυτή, έχομε, μπορούμε να πούμε, παραλλάζοντας το παράδειγμα του East Cocker: the better of words for the thing one has to say. […]
Υστερόγραφο. Από το φύλλο της 24.10.1975 του Corriere della Sera αντιγράφω την πρώτη αντίδραση του Μοντάλε, όταν πήρε το βραβείο Νόμπελ στα 1975, την αξιομνημόνευτη τόσο για την κόψη του σαρκασμού όσο και για τη θυμοσοφία της: «Dovrei dire cose solenni, immagino. Mi viene un dubbio: nella vita trionfano gli imbecili. Lo sono anch’io?» — («Θα έπρεπε να πω πράματα πανηγυρικά, φαντάζομαι. Μου γεννιέται μια αμφιβολία: στη ζωή θριαμβεύουν οι βλάκες. Μήπως είμαι κι εγώ;»).»
Στις μέρες μας, και σταθερά από το 1995, ο Νίκος Αλιφέρης ανθολογεί, μεταφράζει και δημοσιεύει ποίηση του Montale σε κομψά βιβλία, που ναυπηγεί σαν καλοτάξιδα σκαριά ο τεχνίτης-εκδότης Σταύρος Πετσόπουλος, στις εκδόσεις Άγρα.
Ένα ποίημα από το Ημερολόγιο του ’71.
Η ΛΙΜΝΗ ΤΟΥ ΑΝΕΣΥ
Δεν ξέρω γιατί η θύμησή μου σ’ έχει συνδέσει
με την λίμνη του Ανεσύ
που επισκέφτηκα κάμποσα χρόνια πριν απ’ τον θάνατό σου.
Tότε δεν σε θυμήθηκα, ήμουν νέος
και κύριος, πίστευα, της μοίρας μου.
Πώς γίνεται και ξεπετιέται μια ανάμνηση
τόσο βαθιά θαμμένη δεν το ξέρω· κι εσύ η ίδια
μ’ έχεις σίγουρα θάψει μες στην λήθη χωρίς να το ξέρεις.
Τώρα ορθώνεσαι και πάλι ζωντανή μα δεν υπάρχεις.
Μπορούσα να ρωτήσω τότε για το οικοτροφείο σου,
να δω να βγαίνουν τα κορίτσια στην γραμμή
να βρω μια σκέψη σου από την εποχή που ήσουν
ζωντανή και δεν το σκέφτηκα. Τώρα που είναι άσκοπο
μου αρκεί η φωτογραφία της λίμνης.
Τη Δευτέρα, 20 Οκτωβρίου 2014, στις 19.00, στα πλαίσια της 14ης Εβδομάδας Ιταλικής Γλώσσας στον Κόσμο (20-24 Οκτωβρίου), στο Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Αθηνών, θα πραγματοποιηθεί με ελεύθερη είσοδο παρουσίαση του ποιητή Eugenio Montale από τον Νίκο Αλιφέρη, με την ευκαιρία της έκδοσης στα ελληνικά της ποιητικής συλλογής του Montale Ημερολόγιο του ’71. Θα μιλήσουν οι Τιτίκα Δημητρούλια, Ιωάννης Τσόλκας, Maurizio De Rosa. Ποιήματα του Montale θα διαβάσει η ηθοποιός Αιμιλία Βάλβη.