Δεν έπεφτε καρφίτσα. Κάθε μέρα. Ωραίο, πολύ ωραίο να το βλέπεις αυτό. Ειδικά σε μια παράσταση «έτοιμη», καθώς είχε «προλογιστεί» ως μία από τις καλύτερες της χρονιάς απλά και μόνο γιατί συνοδευόταν από το βαρύ όνομα του δημιουργού της, του Romeo Castellucci.
«Πόση βία μπορεί να αντέξει κανείς; Είναι ο νόμος πιο πάνω από όλους; Πόσο απέχει η αυθαίρετη εξουσία από τον αυταρχισμό;»
Το Bros ήρθε για να απαντήσει, ή έστω να θέσει νέα θεωρήματα, καθώς πολλοί προσπάθησαν μέσα στους αιώνες να προσφέρουν λύσεις, ελάχιστοι όμως τα κατάφεραν. Και έμειναν στις εικασίες. Το Bros ήρθε επίσης για να σε κουφάνει (διπλής). Οι εκκωφαντικοί θόρυβοι είναι αγαπημένο θέμα του μεγάλου δημιουργού γι’ αυτό και το πρώτο που έβρισκες στο κάθισμα σου με το που έμπαινες στην αίθουσα, ήταν ένα ζευγάρι ωτοασπίδες δίπλα σε ένα χαρτί με οδηγίες στα λατινικά για τα της σκηνής – και τη γνωστή χάρτινη συσκευασία νερού, το χαρακτηριστικό γνώρισμα καλωσορίσματος της Στέγης. Βοήθησαν οι ωτοασπίδες; Δεν έχεις ιδέα. Σημαντικότατη η στήριξη τους στη θέαση της παράστασης, ειδικά αν δεν ανήκεις στην κατηγορία «νεανίες της διπλανής θέσης» και σε ακολουθεί η άνεση των -αντα και -ήντα χρόνων σου!
Αν δεν ήσουν αργοπορημένος ή από αυτούς που είναι ακριβώς στη ώρα τους, έμπαινες απευθείας στην κατηγορία «τυχεροί της βραδιάς». Ένα κάτι σαν όπλο πάνω στη σκηνή, παραδομένο από το εμφανές μεγάλο βάρος του, πυροβολούσε στο ολούθε και στο πουθενά, βάζοντας σε στο κλίμα και γεμίζοντας σε με όμορφες υποψίες για το τι θα ακολουθούσε. Κάτι το έντονο, κάτι το δυνατό, κάτι για να το συζητάς μετά στα σκαλιά της εξόδου ή στα inbox αυτών των γνωστών και φίλων που ανακάλυψες πως το παρακολουθούσαν επίσης – παραδόξως μετρημένοι στα δάχτυλα, όλοι άγνωστοι τριγύρω σου, το λες και σπάνιο σε αυτές τις εμφανίσεις.
«Οι εκρήξεις από όπλα εναλλάσσονται με ποιητικές εικόνες γεμάτες επίμαχους συμβολισμούς»
Ο Romeo Castellucci επέστρεψε στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση από τις 28 Σεπτεμβρίου έως τις 2 Οκτωβρίου με το Bros, μια τελετουργία πολλών επιπέδων για απαιτητικούς λύτες, με είκοσι τρεις άνδρες επί σκηνής, εξίσου θύματα και δήμιους, εξού και το Αθηναϊκό κοινό σταμάτησε να αναπνέει αναλογιζόμενο της τύχης του. Μαύρης ή άσπρης, ήταν θέμα χρόνου να δείξει. Και έδειξε. Γκρι!
«Οι πρωταγωνιστές του Bros δεν χρειάζεται να είναι ηθοποιοί. Δεν προηγείται εξάλλου κάποια κανονική πρόβα. Μόνο μια συμφωνία: είναι εδώ για να εκτελούν οδηγίες. Όσο αλλόκοτες ή ακατανόητες κι αν είναι»
Τη στιγμή που το πολυβόλο σταματά να ρίχνει κατά ριπάς, και το κοινό έχει μαζευτεί ήσυχο και ευλαβικά προσκείμενο σε αυτό που θα ακολουθήσει, τα φώτα κλείνουν. Και μετά ανοίγουν, ένα και μόνο δηλαδή, το οποίο και πέφτει πάνω στον Νώε- Μωυσή- Αβραάμ -αλλά τελικά κάτι άλλο- Valer Dellakeza, 80 και βάλε από τη Ρουμανία, που μας καλωσορίζει σε μια γλώσσα χωρίς υπότιτλο, έτσι για να το καταπιείς δύσκολα – και το καταπίνεις, τι άλλο να κάνεις.
Αν είχες διαβάσει έξυπνα το μαύρο προσπέκτους οδηγία («Ιερεμίας- Παλαιά Διαθήκη») που προαναφέραμε θα τα πήγαινες πολύ καλά. Αλλά και να μη του είχες δώσει σημασία, πάλι καλά θα τα πήγαινες. Ο μονόλογος του Dellakeza χτύπαγε κατευθείαν στην καρδιά και σε βύθιζε σε μια «συνέλευση για δύο», εσύ και ο εαυτός σου, και στο μπαγκράουντ ένα ρυθμικό μοτίβο λέξεων που δεν γνώριζες αλλά τελικά κοίτα να δεις που τις ένιωθες. Γιατί αυτά κάνει η τέχνη όταν ξέρει πώς να στηθεί. Στοχεύει και βρίσκει στόχο ακόμη κι όταν πρωταρχικά ασχολείται περισσότερο με το βέλος παρά με την εικόνα στο βάθος.
«Οι άνδρες που “στρατολογεί” ο Costellucci ντύνονται και συμπεριφέρονται σαν όργανα της τάξης, εκτελώντας τις εντολές που δέχονται, μέσω ακουστικών, καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Περιθώριο αυτοσχεδιασμού δεν υπάρχει. Πρέπει να υπακούσουν»
Η αρτιότητα, η ευκρίνεια και η απόλυτη επιτυχία στην ολοκλήρωση των εντολών, δεν σου επιτρέπει δεύτερη σκέψη. Επιτυχία χωρίς πρόβα; Δύσκολο να το αποδεχθείς αλλά να που συμβαίνει. Η γιορτή της εικόνας που συμβαίνει μπροστά σου, μια συλλογή από ζωντανούς πίνακες με σήμα την αστυνομική στολή και το παχύ μουστάκι, ανοίγει το μυαλό σου και προσθέτει συνειρμούς. Βλέπω πολύ Καραβάτζο, βλέπω τη Σφαγή της Χίου του Ντελακρουά, βλέπω το Μάθημα Ανατομίας του Ρέμπραντ. Μπορεί να βλέπω και ότι θέλω που να μη βλέπει άλλος. Τα φωτογραφικά στησίματα της ομάδας που προκαλεί βία «εντός» και «εκτός» δεν σφύζουν από ενσυναίσθηση, τα όργανα του νόμου προτιμούν την επιλογή του συμβολισμού και των δέκα επιπέδων. Το γάλα, οι τεράστιες πολαρόιντ, το αίμα…Αν βγάλεις συμπέρασμα μεγάλο μπράβο, όπως λέει και ένας φίλος -από τους παραδομένους στο έργο του Ιταλού-, τα άπαντα του Agamben και του Foucault θα παραμείνουν για πάντα στη βιβλιοθήκη σου.
«Ελευθερία, δικαιοσύνη, βία, ατομική ευθύνη, κριτική σκέψη, ασυδοσία και υπακοή. Το θέατρο μεταμορφώνεται σε ένα οντολογικό τοπίο απ’ όπου η ανθρωπότητα παρελαύνει ως μια υπάκουη αδελφότητα, έτοιμη ανά πάσα στιγμή να επιτεθεί στην ίδια της τη σάρκα»
Υπήρξαν δύο σκηνές που ακόμη με συνοδεύουν. Ακόμη τις σκέφτομαι. Ακόμη αναρωτιέμαι για το «αν» και το «πώς» και το «γιατί» τους. Η πρώτη είναι η σκηνή του βασανισμού. Το θύμα γυμνό πάνω στη σκηνή κακοποιείτο από τους δύο βασανιστές του (ο τρίτος απλώς παρακολουθούσε). Τα ρόπαλα έπεφταν πάνω στα κορμί του, κάθε χτύπος κι ένας ανατριχιαστικός ήχος, βαρύς, εκκωφαντικός, τραχύς, συντονισμένος. Για ένα χι χρονικό διάστημα. Και μετά φι διάστημα. Και μετά ψι διάστημα. Και μετά άρχισα να κοιτώ τον διπλανό. Και το ταβάνι. Και τον από κει διπλανό. Γιατί το σοκ της αρχής, ο πόνος στο στομάχι, αυτή η άγρια ανατριχίλα, εκεί που γεννήθηκε, εκεί χάθηκε μέσα στο σύρσιμο του χρόνου και στη επανάληψη. Σε αυτή που προφανώς υπήρξε για να εμπεδώσεις αυτό που βλέπεις. Οκ το εμπέδωσα. Πάμε παρακάτω;
Ο φίλος, ο παραδομένος στο έργο του Ιταλού, ισχυρίζεται πως σε αυτή τη σκηνή δύο δρόμοι υπάρχουν. Ή θα βυθιστείς στην αναπαράσταση του βασανισμού με πόνο ή θα χαθείς μέσα στην απάθεια – καλή μου ώρα. Και μάλλον αυτό θέλει να «συζητήσει» ο καλλιτέχνης. Τον υπόκωφο και ξέπνοο τρόπο με τον οποίο συνηθίζουμε τη βία, έξω και μέσα.
Το σκέφτομαι ακόμη…
Η δεύτερη σκηνή ίσως και η πιο εξαιρετική σε σύλληψη, όλης της παράστασης, είναι αυτή που οι αστυνομικοί κρατώντας τα ρόπαλα κατεβαίνουν και «τυλίγουν» την πλατεία (αν ήσουν στα θεωρεία ή τους πάνω ορόφους το έχανες). Όλη η παράσταση ήταν αυτή η στιγμή. Αυτή η σκηνή. Τα δρώμενα στο βάθος και η υποψία μιας έκρηξης να βαριανασαίνει στο σβέρκο σου. Και μετά να αρχίζεις να ασφυκτιάς. Και να στριφογυρίζεις στο κάθισμα. Και πριν βάλεις τις σκέψεις σου σε τάξη, αυτοί, που ήρθαν και στρογκυλοκάθησαν με το βλοσυρό τους ύφος δίπλα σου, να αποχωρούν και να επιστρέφουν στη σκηνή αφήνοντας σε πεινασμένο με την απορία. Πως θα ήταν αυτή η παράσταση με τον ασφυκτικό -σε μια ανάσα απόσταση- κλοιό των ανθρώπων με τα γκλοπ, σε μεγαλύτερη χρονική διάρκεια, σχεδόν «πάνω σου», κάτω από τη σκηνή;
Το σκέφτομαι ακόμη…
Όπως συνέβη και με το Athena του Roman Gravas (η Στέγη ξεκινά τη φετινή σεζόν της με τον πλέον αμφιλεγόμενο και ενδιαφέροντα τρόπο), το Bros το κουβαλάς για καιρό. Για την επαφή που έκανες ή δεν έκανες. Και για την αποδοχή, πως το πιο βασικό τελικά είναι να σκαλίζει κάποιος τις σκέψεις σου και να φυτεύει σπόρους, ακόμη κι αν εκεί που περιμένεις τριαντάφυλλο σου σκάει μανιτάρι!