Αισιοδοξία μέσα στα (ψυχικά) συντρίμια

Ένα γυμνό σώμα ξαπλωμένο σε ένα κρεβάτι και στον τοίχο πίσω να προβάλλονται χαρούμενες στιγμές που ανήκουν ξεκάθαρα στο παρελθόν. Πρόκειται για ένα άτομο που περνάει από πολλές μεταπτώσεις. Προσπαθεί  να σωθεί, να πιαστεί από κάτι. Πέφτει, θα σηκωθεί για να το παλέψει, αλλά τελικά τι να παλέψει; Πριν καν ξαπλώσει, έχει ήδη αποφασίσει να αυτοκτονήσει. Και σίγουρα ο τρόπος με τον οποίο επέλεξε να δώσει τέλος δηλώνει πολλά – αυτοκτόνησε κρεμώντας το κορδόνι από το παπούτσι της  από το πόμολο του μπάνιου. Είναι το τελευταίο έργο της Sarah Kane και πολλοί κριτικοί θεάτρου λένε πως δεν πρέπει να το αναλύσεις δραματουργικά με βάση την ψυχή της. Η Σίσσυ Δουτσίου, που ενσαρκώνει με το δικό της τρόπο την νευρωτική ηρωίδα της Kane, συμφωνεί.

«Είναι βασικό χαρακτηριστικό της ψύχωσης και το λέει κιόλας- ένας κυκλικός τρόμος που γυρνάει ξανά και ξανά. Στο τέλος τη ρουφάει. Και η ίδια εξάλλου δε θέλει να σωθεί. Γι’ αυτό και με το που βάζω το πόδι μου στη σκηνή, ξέρω ότι θα έχω πεθάνει στην επόμενη μία ώρα. Ο θάνατος ήταν πραγματικά η λύτρωση γι’ αυτήν, κι αν έχω πάρει κάτι από το έργο είναι αυτό ακριβώς. Δεν υπάρχει τίποτα και όλα είναι μάταια. Ζούμε σε έναν αντιφατικό κόσμο, λες ότι δεν έχω προλάβει να πάω να πάρω παπούτσια και μετά σκέφτεσαι πόσοι άνθρωποι κυκλοφορούν ξυπόλητοι. Πλέον έχεις συνηθίσει το θάνατο, την καταστολή, την αδιαφορία και η απάθεια έχει γίνει κάτι φυσικό. Απλά προσπερνάς. Γιατί να ζεις τότε;»

Η έμπνευση για την παράσταση ήταν του Τάσου Σαγρή, που υπογράφει τη σκηνοθεσία και το κείμενο. Τα λόγια μαθεύτηκαν στην Ινδία και δυο τρεις μήνες μετά άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια κι άλλες διαστάσεις του έργου. Βγάζει κάτι σκοτεινό και «άρρωστο» που αν το δεις πιο προσεκτικά, τελικά σου αφήνει μια αίσθηση αισιοδοξίας.  «Αυτό βασίζεται νομίζω στη σκηνοθεσία του Τάσου. Εστιάζει στην ίδια την αξιοπρέπεια του να ζεις. Ο ίδιος ο χαρακτήρας έχει επιλέξει να μη ζήσει γιατί δεν μπορεί να το κάνει με αξιοπρέπεια σε αυτόν τον κόσμο άρα το μήνυμα που εμείς παίρνουμε είναι ότι πρέπει να βρούμε δημιουργικές σχέσεις και νόημα για να μπορέσουμε να ζούμε με αξιοπρέπεια».

Το έργο μπορεί να θεωρηθεί ότι συμπληρώνει μια τριλογία έργων με κοινό παρονομαστή που έχει σκηνοθετήσει ο Τάσος Σαγρής (προηγήθηκαν οι Δούλες του Ζενέ και το Πεθαίνω σαν χώρα του Δημητριάδη). Ακόμη και στις αφίσες φαίνεται αυτό, αφού απεικονίζεται το ίδιο κοριτσάκι. Στην πρώτη, είναι στο πάτωμα, μέσα στα αίματα και φοράει ένα αριστοκρατικό σακάκι. Στη δεύτερη κρατάει ένα πολυβόλο. Στην τρίτη, με αίματα στο κεφάλι, φοράει ένα νυχτικό. Στην πρώτη κατέρρεαν οι κοινωνικές σχέσεις, στη δεύτερη κατέρρεε η χώρα και στην τρίτη καταρρέει το ίδιο το άτομο. «Είναι η αθωότητα που πεθαίνει, και η αθωότητα δεν είναι μόνο σε ένα παιδί», συμπληρώνει αυθόρμητα η Σίσσυ. «Όταν φτάσεις στα τριάντα και πρέπει να σταθείς στα πόδια σου, σβήνει η ανεμελιά. Είναι όμως χρέος μας να διατηρούμε  τον αυθορμητισμό και την περιέργειά μας».

«Πολλές φορές φτάνουμε στην οριακή κόκκινη γραμμή των φόβων μας. Μια υπαρξιακή αναζήτηση μπορεί να σε οδηγήσει σε τέλμα. Μέσω της Sarah Kane είτε θέλεις είτε όχι θα αναλογιστείς το υπαρξιακό αδιέξοδο. Έχει πολλές ερμηνείες αυτό το έργο, άλλος μπορεί να το δει σαν μια ερωτική απογοήτευση, που σίγουρα είναι – είναι μια κοπέλα που έχει χάσει την αγάπη- τώρα έχει απομακρυνθεί η ίδια από τους ανθρώπους; ή δεν είχε αγάπη και έφτασε σε αυτό το σημείο; Κάποιος θα μπορούσε να δει ότι είναι μια αποτυχημένη, δεν βρήκε νόημα να ανταγωνιστεί και να μην είναι loser που λένε. Σου φέρνει όλα αυτά τα αδιέξοδα μπροστά σου και για μένα αυτό είναι το ωμό θέατρο, όχι το αν θα παίξεις γυμνή ή αν θα σου τρέχουν τα σάλια ή αν θα κατουρήσεις πάνω στη σκηνή. Δεν είναι τι δράσεις θα κάνεις, αλλά το κείμενο από μόνο του είναι αυτό που ταράσσει και τους θεατές αλλά φυσικά και μένα, ειδικά κατά τη διάρκεια των προβών».

Πώς είναι, όμως, πρακτικά να μεταμορφώνεσαι επί σκηνής σε μια κοπέλα με τις συγκεκριμένες σκοτεινές σκέψεις; «Με φόβιζε πριν το πιάσω γιατί δεν έπρεπε να νιώσω την τρέλα για να βγει αληθινό. Μην ξεχνάμε ότι και η τρέλα στο θέατρο παίζεται με απόλυτη λογική. Στις πρόβες όμως συνέβαιναν όλα τόσο μετρημένα και με λεπτομέρεια που δεν υπήρχε περιθώριο να φοβηθείς τι; Την άβυσσο του χαρακτήρα; Ουσιαστικά κάθε χαρακτήρας είναι ένας καινούριος τρόπος σκέψης που τον έχεις υιοθετήσει για λίγο κι αυτό σε κάνει να δεις από μια άλλη οπτική γωνία την κοινωνία που ζεις, μόνο κερδισμένος θα βγεις».

Αυτή είναι και η μαγεία του θεάτρου όπως το αντιλαμβάνεται η ίδια. Το να αποκτάς, ως ηθοποιός τη δυνατότητα να κάνεις πράγματα που δε θα υπήρχε περίπτωση να κάνεις – όχι να νιώσεις- ποτέ στη ζωή σου. «Είναι ευκαιρία να αφεθείς πολύ. Αυτό βέβαια θα σου γεννήσει συναισθήματα, τελικά όμως όλο αυτό είναι εξυψωτικό. Σίγουρα πριν την παράσταση, μπαίνω σε μια διαδικασία απομόνωσης. Και όταν η παράσταση τελειώνει με την τελευταία ατάκα, είμαι σαν να έχω κάνει έρωτα 3-4 φορές. Δεν είναι ψυχοφθόρο όλο αυτό. Αν ήταν δεν θα άντεχα να συνεχίζω τις παραστάσεις. Η σκέψη αυτής της κοπέλας, όταν ανεβαίνεις στη σκηνή, σε λυτρώνει από οποιαδήποτε σκέψη σε βασανίζει. Ο ηθοποιός έχει μια φαντασία που τον διεγείρει τόσο πολύ, σαν την ερωτική φαντασίωση, που δε χρειάζεται από μόνος του να φέρει κάποια συναισθήματα πάνω στη σκηνή. Τα θέλω ή τα μη θέλω του χαρακτήρα – γιατί εδώ μιλάμε για το θέλω να πεθάνω- είναι που θα γεννήσουν όλα τα πολυπόθητα συναισθήματα».

Αναρωτιέμαι αν νιώθουν το ίδιο και οι θεατές. Η Ψύχωση της Sarah Kane δεν αφήνει χώρο για μέτριες σκέψεις και αντιδράσεις. Στην πρώτη σκηνή λέει «κάποιοι που δεν έχουν γνωρίσει την αλήθεια του πόνου, θα το ονομάσουν ναρκισσισμό όλο αυτό». Δηλαδή κάποιος μπορεί να δει την ιστορία και να πει «τόσος εγωισμός που σε φτάνει στο σημείο να αυτοκτονήσεις;» Είναι αυτοί που θα κρατήσουν μια απόσταση από το έργο (το λες και κυνισμό). «Πριν ανεβάσουμε το έργο, πίστευα ότι κάποιος που έχει αντιμετωπίσει ένα τέτοιο πρόβλημα δε θα μπορέσει να έρθει. Παρ’όλα αυτά, έχουν έρθει άνθρωποι που έχουν περάσει από το ψυχιατρείο, που έχουν περάσει κατάθλιψη οι ίδιοι ή δικοί τους ή ακόμα και ψυχίατροι. Μας επισκέπτονται μετά στα καμαρίνια σχεδόν κλαίγοντας και μου λένε “πραγματικά  σ’ ευχαριστώ που με έκανες και ένιωσα όλο αυτό το σκοτάδι που κρύβω μέσα μου». Ε αυτό για μένα είναι η δύναμη. Το ότι επικοινωνείς στο κοινό το πρόβλημα της μανιοκατάθλιψης, ότι γίνεσαι τελικά ο αρωγός αυτού του μηνύματος».

Οι συντελεστές της παράστασης, βέβαια, είχαν δουλέψει προηγουμένως και με ψυχίατρο. Είχε πει κάποια πράγματα στο σκηνοθέτη, ενώ με την Σίσσυ έχτισαν το παρελθόν του χαρακτήρα. «Το κάνω κάθε φορά γιατί δεν μπορώ να πιάσω το ρόλο πάνω στη σκηνή αγνοώντας τα χρόνια πριν και ήθελα να δω αν το παρελθόν που είχα σκεφτεί θα μπορούσε να είναι αυτής της κοπέλας. Κι όταν ο ψυχίατρος συμφώνησε μαζί μου, ένιωσα απελευθερωμένη και πολύ πιο σίγουρη για τις μικρολεπτομέρειες, τις κινήσεις, τις σκέψεις της».

Λίγοι θα διαφωνήσουν ότι το κείμενο από μόνο του είναι ένα χτύπημα στην «δύσκολη» εικόνα της ψυχιατρικής. Μια κοπέλα, κλεισμένη μόνη της σε ένα δωμάτιο με λευκούς τοίχους, που δε συμβιβάζεται με τον τρόπο που της επιβάλλουν έστω και στην κλινική, με τα φάρμακα και με τις θεραπείες. Κάποια στιγμή έρχονται τρια άτομα (Δ. Σακελλαρίου, Θ. Φατούρος, Λ. Ξουράφη), με full face, αγνώστου φύλου και ταυτότητας να τη μαζέψουν. Είναι το απρόσωπο που έρχεται σε σένα και είναι έτσι γιατί κανείς δεν νοιάζεται. Αν νοιαζόταν, ίσως να μην είχε φτάσει εκεί. Είναι, βέβαια, ταυτόχρονα και άκρως συμβολικό. Μπορεί να είναι ο ψυχίατρος, το δικό της παρελθόν, οι κοινωνικές της σχέσεις, ολόκληρη η ιστορία της ψυχιατρικής.

«Ζούμε σε έναν τόσο αποπνευματοποιημένο κόσμο που έχει καταλήξει στην κατάντια του να είναι η ψυχιατρική η μόνη λύση. Για μένα η μόνη λύση είναι πραγματικά η αγάπη. Αν έχεις φτάσει στο σημείο του φόβου και έχεις δίπλα σου φίλους και το κουράγιο να μιλήσεις, να πάρεις αγάπη, γίνεται μια συνειδητοποίηση. Ένας λόγος για να υπάρχουμε είναι να κατανοήσουμε και να δείχνουμε συμπόνια. Ξέρεις, έχουν γίνει 4.000 αυτοκτονίες από τότε που ξεκίνησε η κρίση και 20.000 απόπειρες. Δεν με τρελαίνει τόσο η απόγνωση και η άβυσσος, όσο το ότι αιτία είναι η τωρινή πολιτική, κοινωνική και οικονομική κατάσταση. Πρέπει να έχουμε ένα σθένος να υπερβούμε την κατασκευασμένη πραγματικότητα. Δεν πρέπει να αφήσουμε όλο αυτό να μας πάρει το συναίσθημα γιατί τότε θα έχουν νικήσει».

Τα όρια πάντως ανάμεσα στο ποιος έχει το σθένος και πως τελικά το χρησιμοποιεί είναι μάλλον χαλαρά. Ένας άνθρωπος που έχει αποφασίσει να αυτοκτονήσει, σίγουρα είναι αδύναμος και δεν έχει φίλους να τον στηρίξουν και να μην τον στείλουν στο ψυχιατρείο. Ο καθένας εγκλωβίζεται σε κάτι που έχει στο μυαλό του και σκέφτεται ότι είναι μόνος του, ενώ στην πραγματικότητα όλοι είναι «στα κάγκελα».

«Αν υπάρχει κάποιο φάρμακο πέρα από τα αντικαταθλιπτικά, για μένα είναι η φιλοσοφία και η ποίηση. Είτε γράφεις, είτε διαβάζεις.Και φυσικά το καλύτερο φάρμακο είναι οι καταλήψεις και τα κοινωνικά κέντρα σε όλες τις πόλεις της χώρας. Αυτοί οι χώροι έχουν δημιουργηθεί για να μπορείς να κυνηγήσεις τα όνειρα σου χωρίς να χρειάζεται να είσαι γνωστός και διάσημος. Και πρέπει οι νέοι να ενεργοποιήσουν αυτά τα εγχειρήματα και να μην περιμένουν κάποιες έτοιμες δομές να δώσουν τη λύση. Ψυχικά θα νιώθεις ότι έχεις κάνει κάτι για σένα. Είναι σημαντικό να γίνονται πράγματα χωρίς αντίτιμο ώστε να δραστηριοποιηθούν άνθρωποι όλων των ηλικιών – γι΄ αυτό και έχουμε και δωρεάν είσοδο για ανέργους και ανθρώπους άνω των 65. Μπορεί ας πούμε να μαζεύονται ομάδες κόσμου σε μια πλατεία όταν δε βρέχει και να χορεύουν, να κάνουν οτιδήποτε, απλά να το κάνουν. Όπως όταν είχαμε ταξιδέψει στο Μεξικό και ήμασταν στο Γκουαναχουάτο, μια επαρχία με χρωματιστά σπίτια, όπου κάθε Σάββατο υπήρχε μια παρέα ηλικιωμένων που έπαιρναν το κασετόφωνο στην πλατεία και χόρευαν ταγκό».

Και σε όλη αυτή την ψύχωση το γυμνό ταιριάζει. Καθόλου προκλητικό και ενοχλητικό, ανεξάρτητα ηλικίας, φύλου και απόψεων των θεατών. «Ένας φίλος μας είπε ότι είναι το πιο αντισεξουαλικό γυμνό που έχει δει. Δεν της έχει απομείνει τίποτα ουσιαστικά, γι’ αυτό και το σώμα της φαίνεται κατεστραμμένο γιατί ούτε αυτό δεν της έχει μείνει. Όλος αυτός ο μονόλογος είναι η τελευταία της ελπίδα να προσπαθεί να πει κάποια πράγματα. Νιώθω κι εγώ πολύ άνετα γυμνή πάνω στη σκηνή. Σίγουρα νιώθει ότι την παρακολουθούν και ότι το σώμα της πονάει, αλλά εκείνη τη στιγμή οποιοδήποτε ρούχο να φορούσε θα την έσφιγγε περισσότερο. Όπως φανερώνει τα τελευταία ψεγάδια της, έτσι φανερώνει και το κορμί της. Όπως ακούει και λέει τις σκέψεις τις για τελευταία φορά, είναι και η τελευταία φορά να δει το σώμα της. Που το μισεί. Όχι επειδή είναι άσχημο, αλλά επειδή θεωρεί ότι το σώμα της είναι άρρωστο και το πνεύμα της υγιές. Θεωρεί ότι θα μπορούσε να είχε γεννηθεί σε ένα άλλο σώμα, σε μια άλλη εποχή για να κάνει άλλα πράγματα.  Για μένα είναι σίγουρα οι μοναδικές ώρες της ημέρας που δεν σκέφτομαι τίποτα. Αδειάζεις. Ακόμα κι αν έχεις να πεις ότι θέλεις να πεθάνεις, σε απελευθερώνει από ένα δικό σου αδιέξοδο».

*Η “Ψύχωση” παρουσιάζεται από τo Iνστιτούτο [Πειραματικών Τεχνών] με την υποστήριξη του Κενού Δικτύου, στο θέατρο Παραμυθίας (Παραμυθιάς 27, Μεταξουργείο, τηλ.: 2103457904) κάθε Δευτέρα και Τετάρτη στις 21:15.

Φαίη Ιωαννίδου

Share
Published by
Φαίη Ιωαννίδου