Τελικά είσαι πολύ τυχερός όταν μεγαλώνεις με τους θρύλους σου (κι ας μεγαλώνεις…). Κοιτάζοντας προχθές το απόγευμα τον Eric Burdon να φωτογραφίζεται χαμογελαστός μπροστά σε κλειστά σιδερένια ρολά γεμάτα γκράφιτι στην πλατεία Αβησσυνίας, αυτό σκεπτόμουν. Μην ξαφνιαστείτε αν τον δείτε απέναντί σας στρίβοντας από κάποια γωνία στο Μοναστηράκι, στου Ψυρρή ή στα Εξάρχεια. Πριν την εμφάνισή του στο Rockwave Festival, ο αειθαλής Eric κόβει βόλτες στην Αθήνα που αγαπά, σταματώντας κάθε λίγο για να φωτογραφηθεί ή να δώσει αυτόγραφα σε όσους τον αναγνωρίζουν (οι περισσότεροι νέα παιδιά). «Ουυυπς τι είναι αυτό εκεί πάνω; Καφέ;» ρωτάει με στραμμένο το κεφάλι στον ουρανό και βλέπω για πρώτη φορά στου Ψυρρή μια ταράτσα που δεν είχα προσέξει ποτέ! Εμπρός λοιπόν, πάμε! Τι καλύτερο από το να απολαύσεις το ηλιοβασίλεμα βλέποντας την Ακρόπολη, τον Λυκαβηττό, το Μοναστηράκι κι όλη την πόλη να βυθίζεται σιγά σιγά στη γοητεία της νύχτας, πίνοντας κοκτέιλ; Thanks Eric!
Τον γνώρισα πριν 25 περίπου χρόνια, το ‘88,όταν πήγα να του πάρω συνέντευξη στην πρώτη συναυλία του στο Ρόδον, το οποίο ακόμη σήμερα θεωρεί ως ένα από τα καλύτερα κλαμπ που έπαιξε ποτέ κι ας έχει διαβεί άπειρες πόρτες μουσικών αιθουσών σε όλον τον πλανήτη. Από τότε έμελλε να τον συναντήσω για διάφορους λόγους, προφανώς γιατί σ’ αυτή τη ζωή, τίποτα δεν είναι τυχαίο. Πέρα από τις συνεντεύξεις που ακολούθησαν όποτε ερχόταν να παίξει στο Ρόδον, μια ωραία πρωία του ‘97, κλήθηκα να τον ανακαλύψω στα μήκη και τα πλάτη της γης από τον παραγωγό Παναγιώτη Παπαχατζή και τον σκηνοθέτη Αντώνη Κόκκινο. Ο τελευταίος είχε όνειρο ζωής να εμφανιστεί το είδωλο των νεανικών του –κι όχι μόνο- χρόνων στο επόμενο έργο του. Άλλωστε, μέρος του σεναρίου της ταινίας «Ο Αδελφός μου κι Εγώ», αφορούσε ακριβώς στη συνάντηση του πρωταγωνιστή με τον Eric Burdon αυτοπροσώπως, μετά από μία συναυλία του. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον ενθουσιασμό όλων μας όταν, από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ήρθε το πολυπόθητο «ναι».
Γιατί έτσι είναι ο Eric! Μπορεί να απαντήσει «όχι» στην πρόταση ενός σταρ όπως ο Bruce Springsteen (όπως κι έχει γίνει, ανεξάρτητα του πόσο τον σέβεται και τον αγαπά ως καλλιτέχνη) και «ναι» στην πρόταση ενός Έλληνα σκηνοθέτη που δεν γνωρίζει, επειδή έτσι του λέει το ένστικτό του. Οι μέρες και οι στιγμές που ζήσαμε μαζί του, παραγωγή, ηθοποιοί και συνεργείο, στα γυρίσματα, στη Θεσσαλονίκη, είναι αξέχαστες. Και το κατάμεστο live που έδωσε με το συγκρότημά του στον «Μύλο» της συμπρωτεύουσας με ελεύθερη είσοδο, πιστεύω ότι έχει μείνει αλησμόνητο σε όσους βρέθηκαν εκεί. Ελπίζω και στον ίδιο. Όπως και το άλλο φοβερό live που έδωσε με αφορμή την έξοδο της ταινίας στις αίθουσες, ένα χρόνο μετά, στο Ρόδον.
Αυτά συνέβησαν στα χρόνια πριν γνωρίσει την Ελληνίδα σύντροφό του. Αλλά, όπως είπα, τίποτα δεν είναι τυχαίο τελικά σε αυτή τη ζωή. Η συνάντησή του με την Μαριάννα -και μάλιστα εκτός Ελλάδος- σφράγισε για πάντα την σχέση του με αυτή την χώρα. Ο Eric ήρθε ξανά και ξανά: για την παρουσίαση του δεύτερου βιβλίου του «Don‘t Let Me Be Misunderstood: A Memoir» όταν μεταφράστηκε στα ελληνικά («Χωρίς Παρεξήγηση» των Eric Burdon & J. Marshall Craig, σε επιμέλεια Αλέξη Καλοφωλιά, εκδόσεις «Ηλέκτρα» 2004), για ροκ συναυλίες, για πιο «τζαζ» συναυλίες (τρεις πανέμορφες βραδιές πέρσι στο Half Note Jazz Club), για βόλτες, για σύντομες διακοπές, για γυρίσματα εν όψει ενός ντοκιμαντέρ που ετοιμάζεται για τη ζωή του, ξανά για συναυλίες. Και τώρα, μετά το live στο Rockwave festival θα ταξιδέψει στη Σέριφο για να τελειώσει το τρίτο του βιβλίο, που ανυπομονεί να δει να κυκλοφορεί. Πριν δυο μήνες περίπου, στις sold out συναυλίες του στο περίφημο Roxy του Λος Άντζελες, ο Eric συνάντησε τον Tom Hanks που πήγε να τον ακούσει με την Ελληνίδα γυναίκα του Rita Wilson. Ποιος ξέρει, ίσως τους δούμε να περπατάνε μαζί κάποια στιγμή στα νησιά.
Ε λοιπόν, απ’ όπου κι αν τον δεις «η Ελλάδα σε κυκλώνει Eric!». Έτσι και του το πεις αυτό θα γελάσει και θα απαντήσει ανάλογα με το φοβερό του χιούμορ, κάνοντας αστείες γκριμάτσες ή τραγουδώντας μια στροφή με τη βαθιά φωνή του πάνω από ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Την άλλη ώρα όμως θα είναι μέσα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και δεν θα λέει να βγει ή θα περπατάει στους δρόμους ρωτώντας για διάφορα που «σκοντάφτουν» πάνω στο βλέμμα του. Όπως προχθές που ζητούσε να μάθει ποιος ήταν ο νεαρός που απεικόνιζε ένα στένσιλ σε κολώνες των Εξαρχείων. Ο Παύλος Φύσσας του λέω, ένας νεαρός μουσικός που τον δολοφόνησαν οι φασίστες. Δεν χρειάστηκε να πω περισσότερα – η έκφρασή του φανέρωσε πως και ξέρει και νιώθει. Άλλωστε ο τρόπος που μιλάει κι ενδιαφέρεται για όσα συμβαίνουν σήμερα ή πάλαι ποτέ στον πλανήτη, το δηλώνει. Από την σφαγή των Ινδιάνων της Αμερικής μέχρι την πολυτιμότητα του νερού στις μέρες μας. «This world is not for me/ I’ll make a new one, wait and see/ Hopelessness has seized the land/ I will not beg, I will demand», όπως τραγουδάει στο τελευταίο του άλμπουμ ‘Till Your River Runs Dry που δικαίως έχει πάρει διθυραμβικές κριτικές.
Παιδί του βιομηχανικού Newcastle o Eric Burdon μπορεί να περπάτησε στους δρόμους της τέχνης από πολύ νωρίς –σπουδάζοντας σε σχολή καλών τεχνών πολύ πριν ασχοληθεί σοβαρά με το τραγούδι- αλλά δεν ξέχασε ποτέ τις ρίζες του και τις εικόνες και τα συναισθήματα που όρισαν τα πρώτα χρόνια τα ζωής του εκεί. Και δεν ήταν πάντα καλά. Έχει να πει για αυτά πολλά, με τον ιδιαίτερο αυτόν τρόπο που διηγείται ιστορίες είτε πρόκειται για τα τραυματικά χρόνια στο σχολείο είτε για την φιλία του με τον Jimi Hendrix, και σε κάνει να τον προσέχεις όλο αυτιά. Κι όταν βρεθήκαμε με το ελληνικό συνεργείο στη γενέτειρά του πριν από τέσσερα χρόνια για τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ για τη ζωή του, βλέποντας τον να απομακρύνεται και να χάνεται περπατώντας αργά στο σκοτάδι της High Level, της πιο παλιάς γέφυρας της πόλης του, κατάλαβα πόσο μοναχικός καλλιτέχνης είναι τελικά αυτός ο ξεχωριστός τύπος που κουβαλάει πάνω του ένα όνομα θρύλου, μια χαρισματική, μοναδική φωνή (ακόμη σήμερα), την ιστορία του ροκ εν ρολ και μια υπέροχη καρδιά…