Δεν είναι και πάρα πολλά τα σημεία στο χάρτη που έχουν τόσο οριακή σημασία για την ιστορία του ροκ, όσο το σπίτι στο Big Pink. Το χαρακτηριστικό ροζ σπίτι κοντά στο Γούντστοκ της Νέας Υόρκης, όπου γράφτηκαν «τόνοι» σπουδαίας μουσικής, αποτέλεσμα της ουσιαστικά επί ίσοις όροις σύμπραξης των Band με τον Dylan, γιατί οι μεν κάθε άλλο παρά «backup μπάντα» ήταν για τον δε.
Φάνηκε άλλωστε αυτό και από το ντεμπούτο του 1968, Music from the Big Pink, αλλά και από τον -όχι πια- χαμένο θησαυρό των Basement Tapes, που χρονολογούνται ένα χρόνο πιο νωρίς. Οι πρόσφατες -ολοκληρωμένες- κυκλοφορίες με τον τίτλο The Bootleg Series Vol. 11: The Basement Tapes Complete αποτελούν μία καίριας σημασία προσθήκη στη δισκογραφία του Μεγάλου.
Το επίσης πολύ σημαντικό -και για αρκετούς βιογράφους του Dylan- είναι το ατύχημα που είχε με τη μηχανή το 1966, γεγονός που τον οδήγησε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, προτιμώντας να αποσυρθεί κάπου στη δασική περιοχή στα πέριξ του Γούντστοκ (η αυτό-απομόνωση ήταν κι ένας από τους λόγους που δεν εμφανίστηκε κιόλας στο γειτονικό φεστιβάλ του ’69). Οι Band όμως εμφανίστηκαν εκεί κι άφησαν το στίγμα τους, όπως και στην ταινία Easy Rider, με το ανθεμικό «The Weight», από εκείνον τον πρώτο δίσκο του Big Pink. Όπως βέβαια, σημάδεψαν και την ιστορία του Dylan, αφού εκείνοι προκάλεσαν τη μεγάλη «προδοσία», μπάζοντάς τον στον ηλεκτρικό ήχο, που τόσο μα τόσο αποξένωσε τους γνήσιους φαν της folk κι οι οποίοι είχαν δει στο πρόσωπο του «Bobby» Zimmerman, έναν νέο Woody Guthrie για να φτάσουν απότομα στην αποκαθήλωση με κραυγές και μπουκάλια.
Παρόλο που τα remaster έχουν τη σφραγίδα του ενός από τα δυο εναπομείναντα μέλη της μπάντας, του Garth Hudson -ο άλλος είναι ο Robbie Robertson, ενώ ο θρυλικός Levon Helm πέθανε τον Ιούλιο του 2012- η αποκατάσταση των Basement Tapes δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Ο Hudson ζει πλέον στο Γούντστοκ και μάλιστα το περιοδικό Rolling Stone τον πήγε πίσω στο Big Pink για μια μίνι ξενάγηση με αφορμή την κυκλοφορία του box set.
Ο Hudson έδωσε και πολλά στοιχεία για το πώς έγραφε ο Dylan και γενικότερα για την περίοδο των ηχογραφήσεων, τότε που συνειδητοποίησαν ότι αυτό που γράφουν είναι κάτι καλό. Γιατί η σημασία των Basement Tapes φαίνεται και από τα πόσα κομμάτια ξεφούρνισε ο Dylan, πολλά απ’ αυτά ανάμεσα στα καλύτερά του: «Καθόταν στο παράθυρο, κι αυτή ήταν η ιδανική συνθήκη για να γράψει. Ένας καναπές, ένα τραπεζάκι, μια γραφομηχανή, δυο κίτρινα σημειωματάρια, με μολύβια και απλώς κοιτούσε έξω από το παράθυρο, πέρα στα βουνά. Κι έγραφε. Παρόλο που τον γνωρίζαμε, και πάλι μας εξέπληττε με το πόσο έγραφε. Νόμιζες ότι τα είχε στο νού του καθ’οδόν για το σπίτι, ή του ερχόταν η ιδέα την προηγούμενη νύχτα. Κάποια ιδέα ίσως που είχε μαζί του χρόνια και ξαφνικά, σε αυτές τις αναπαυτικές συνθήκες, έβγαιναν από μέσα του οι χαρακτήρες και σχημάτιζαν τραγούδια», είπε ο παλιός του συνοδοιπόρος.
«Ηχογραφούσαμε, για τρεις-τέσσερις ώρες τη φορά, περίπου από τις δυο μέχρι τις πέντε το απόγεμα. Τα παίρναμε εύκολα τα κομμάτια, ήμασταν αρκετά γρήγοροι και παρόλο που δεν ξέραμε ποια θα ήταν η επόμενη κίνησή του, τον ακολουθούσα αρκετά γρήγορα, γιατί είχαμε κάποιες κοινές νότες στις συγχορδίες. Το ίδιο έκαναν κι οι υπόλοιποι. Δε μας έπαιρνε πολύ ώρα να μάθουμε τα κομμάτια, μας άρεσαν κιόλας πολύ».
Και τι δεν έχει μέσα το κουτί: 6 CD, γεμάτα με την ιστορία της αμερικανικής μουσικής, από παραδοσιακά τραγούδια, μέχρι Curtis Mayfield κι από Johnny Cash μέχρι Hank Williams, αλλά και δικά τους τραγούδια όπως τα «Wheel’s on Fire» (που συνυπέγραψε ο Dylan με τον μπασίστα Rick Danko), «Tiny Motgomery», «Please Mrs.Henry», «Tears of Rage», «I Shall Be Released» κι άλλα κλασικά ντυλανικά άσματα. Η ποικιλία των όσων γράφτηκαν σ’ εκείνα τα sessions, ήταν και το κυρίαρχο πρόβλημα των κριτικών όταν το 1975, κυκλοφόρησε σε διπλό βινύλιο μια καλή -αλλά όχι απολύτως γεμάτη- σούμα των κομματιών, ενώ προηγουμένως το μόνο που είχαν οι fans ήταν κάποια φτηνά bootlegs. Τώρα βέβαια με το «επίσημο bootleg», μπορούμε κι εμείς να πάμε μια βόλτα στο Big Pink χωρίς καν να κουνηθούμε από το σαλόνι μας.