Categories: ΘΕΑΤΡΟ

Επίδαυρος: Ολόκληρη η Ορέστεια, για πρώτη φορά ύστερα από 18 χρόνια

Μία τριλογία, η «Ορέστεια» του Αισχύλου, η μόνη που σώθηκε από το αρχαίο δράμα. Τρία μέρη, τρεις πρωτοεμφανιζόμενες στην Επίδαυρο σκηνοθέτιδες –Ιώ Βουλγαράκη («Αγαμέμνων», Λίλλυ Μελεμέ («Χοηφόροι»), Γεωργία Μαυραγάνη («Ευμενίδες»). Αυτή ήταν η πρόταση του Εθνικού Θεάτρου (η μία από τις δύο) για τα φετινά  Επιδαύρια και την περασμένη Παρασκευή φτάσαμε νωρίς στο αρχαίο αργολικό θέατρο, καθώς η παράσταση θα ξεκινούσε στις 8.30, πριν δύσει ο ήλιος, αφού η συνολική της διάρκεια ήταν 4,5 ώρες. Κι ήταν η πρώτη φορά που οι περίπου 3.000 θεατές της πρώτης μέρας βλεπαμε τον θίασο να έρχεται από τα παρασκήνια σε φως ημέρας. 

Μόνο τρεις ήταν οι κοινοί συντελεστές σε κάθε παράσταση. Ο Κ.Χ. Μύρης που υπέγραψε τη μετάφραση, ο Λευτέρης Παυλόπουλος που επιμελήθηκε τους φωτισμούς και ο Πάρης Μέξης που φρόντισε τα σκηνικά. Και εξαρχής έστησε στο κέντρο μια τεράστια σκαλωσιά, που παρέπεμπε στο παλάτι. Με μια τεράστια μάσκα πάνω στη σκαλωσιά, το προσωπείο του βασιλιά που λείπει. 

«Αγαμέμνων»
Πρώτος εμφανίζεται ο φρουρός, στη σκαλωσία-βίγλα. Περιμένει να δει την «καλοσήμαντη πυρά», τις φρυκτωρίες, που ήταν έτοιμες ν’ ανάψουν πάνω στις βουνοκορφές για να δώσουν την είδηση ότι η Τροία έπεσε. Και τότε εμφανίζεται ο χορός των γερόντων (καλοστημένος χορός, με ωραία κίνηση και με καθοριστική τη συμβολή και τη μουσικότητα που έδωσε στο λόγο τους ο Θοδωρής Αμπαζής) και ταυτόχρονα βγαίνει από το παλάτι-σκαλωσιά η Κλυταιμνήστρα (Εύη Σαουλίδου). Με ξυρισμένο κεφάλι, με ολόσωμη φόρμα, με αυτοπεποίθηση και αρχοντιά, και δηλώνει τη χαρά της με την είδηση του φρουρού γιατί ξέρει ότι θα επιστρέψει ο άντρας της, ο Αγαμέμνων, έπειτα από δέκα χρόνια. Ο χορός, η αστική τάξη της πόλης, η φωνή της σωφροσύνης, δεν καταλαβαίνει από πού αντλεί αυτή τη χαρά, δεν πείθεται εύκολα. Αλλά σε λίγο φτάνει ο κήρυκας για να μεταφέρει επισήμως την είδηση της επιστροφής του Αγαμέμνονα (Αργύρη Ξάφη). Ο οποίος φτάνει από το Ανω Διάζωμα, κατεβαίνοντας μεγαλοπρεπώς και βροντωδώς τα σκαλιά στις κερκίδες. Ενα πλάσμα τεράστιο (βοήθησαν σε αυτό και οι τεράστιοι κόθορνοι που φορούσε και η πληθωρική φιγούρα του ηθοποιού), το οποίο ακολουθείται από ένα άλλο πλάσμα, αλλούτερο, που τον ακολουθεί φοβισμένα. Είναι η Κασσάνδρα (Δέσποινα Κούρτη) το ζωντανό λάφυρο του βασιλιά. Κι είναι η στιγμή που η Κλυταιμνήστρα τον καλωσορίζει, τον κολακεύει για την ανδρεία του, του στρώνει κόκκινο χαλί γιατί δεν του αρμόζει να πατήσει στο χώμα για να μπει στο παλάτι. Και όταν μπαίνει στο παλάτι τον μαχαιρώνει τυλίγοντάς τον σ’ ένα δίκτυ. Γιατί ποτέ δεν τον συγχώρησε για τη θυσία της κόρης της, της Ιφιγένειας. Εμφανίζεται στην κορυφή της σκαλωσιάς με τα χέρια ματωμένα ως τους αγκώνες και δηλώνει τι ένιωθε όλα αυτά τα χρόνια, πώς παρ’ όλα αυτά χρειάστηκε να κυβερνήσει την πόλη, παρά το μίσος και την οδύνη που ένιωθε. Και το γιγάντιο προσωπείο στην πρόσοψη των ανακτόρων γίνεται κομμάτια. Η γνωστή τάξη διασαλεύεται. Και ο χορός, η αστική τάξη, αδυνατεί να κατανοήσει όλη αυτή την εξέλιξη. Νιώθει αδύναμος μπροστά στην αυτοδικία, το μίσος, τη βία και το χάος που προοιωνιζόταν. Ενα ακόμα κεφάλαιο στον κύκλο του αίματος των Ατρειδών είχε γραφτεί.

Η Ιώ Βουλγαράκη έστησε καθαρά και εύστοχα την ιστορία του Αγαμέμνονα και εστίασε, ασφαλώς, στην Κλυταιμνήστρα, που είναι η κεντρική μορφή αυτού του δράματος, παρότι έχει το όνομα του Αγαμέμνονα. Επέλεξε να την εμφανίσει με σύγχρονη μορφή, δυναμική, αυτάρκη, χειριστική, σκληρή αλλά αποφασισμένη και δυνατή. Η Εύη Σαουλίδου ερμήνευσε έξοχα αυτές τις πτυχές της προσωπικότητάς της, δίνοντάς μας μια από τις επιτυχημένες  ερμηνείες του ρόλου. Ο Αργύρης Ξάφης, έμπειρος και καλός ηθοποιός, απέδωσε απολύτως τη γελοιότητα της επίδειξης δύναμης και κύρους, τον επιρρεπή στην κολακεία ηγέτη, τον αυταρχισμό, τον λαϊκισμό και την αναλγησία του. Η Δέσποινα Κούρτη που κλήθηκε να ερμηνεύσει έναν από τους δυσκολότερους ρόλους του αρχαίου δράματος μετέφερε την ευθραστότητα και τη σαλότητα της Κασσάνδρας, αλλά και το πείσμα του ανθρώπου που δεν έχει τίποτα να χάσει και το ξέρει. Τους εκδικείται φανερώνοντάς τους αυτά που θα έρθουν. Κάποιες στιγμές την πρόδωσε κάπως η φωνή της, αλλά συνολικά απέδωσε την τραγική μοίρα της Κασσάνδρας. Αδύναμος ο κήρυκας του Δημήτρη Γεωργιάδη, καλός ο Αίγιστος του Αλέξανδρου Λογοθέτη στην πολύ μικρή παρουσία του. Τα κοστούμια συνέβαλαν στην αφήγηση και στη ματιά της σκηνοθέτιδας, όπως και τα σκηνικά αντικείμενα. Η «Ορέστεια» είχε ξεκινήσει καλά.

Info
Σκηνοθεσία: Ιώ Βουλγαράκη
, Μουσική: Θοδωρής Αμπαζής, Κοστούμια: Πάρις Μέξης, Κίνηση: Μαρία Σμαγιέβιτς (Maria Smaevich), Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου, Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφιδάς.
Διανομή (αλφαβητικά):
Κήρυκας: Δημήτρης Γεωργιάδης, Στέλιος Ιακωβίδης: Φρουρός, Δέσποινα Κούρτη: Κασσάνδρα, Αλέξανδρος Λογοθέτης: Αίγισθος, Αργύρης Ξάφης: Αγαμέμνων, Εύη Σαουλίδου: Κλυταιμνήστρα
Χορός ανδρών (αλφαβητικά):
Θανάσης Βλαβιανός, Πάρις Θωμόπουλος, Ιερώνυμος Καλετσάνος, Νίκος Καρδώνης, Κωστής Κορωναίος, Δαυίδ Μαλτέζε, Γιάννης Νταλιάνης, Θέμης Πάνου, Στρατής Πανούριος

«Χοηφόροι»

Και μ’  έναν απλό τρόπο (πολύ ωραία η μετάβαση από τη μία τραγωδία στην άλλη), βρισκόμαστε μερικά χρόνια μετά τον φόνο του Αγαμέμνονα. Στο Αργος φτάνουν κρυφά ο γιος του Ορέστης (Γιάννης Νιάρρος) που ζούσε για χρόνια σε άλλη πόλη, και ο πιστός του φίλος Πυλάδης, με σκοπό να εκδικηθούν τον θάνατο του Αγαμέμνονα. Πάνε στον τάφο του, κι εκεί έρχεται και η Ηλέκτρα (Μαρία Κίτσου). Εύστοχη η σκηνική όψη των δύο αδελφών, στα μαύρα η Ηλέκτρα, στα άσπρα ο Ορέστης, με ίδιο κούρεμα, συμπληρωματικοί. Τα δύο αδέλφια συναντιούνται ξανά και σχεδιάζουν τον φόνο της μητέρας τους, που οφείλει να τον διαπράξει ο Ορέστης. 

Στα χρόνια αυτά, η Κλυταιμνήστρα και ο Αίγισθος, ζευγάρι πια, διοικούν την πόλη των Αργείων. Κυριαρχεί η βία, ο φόβος, το χάος τα πάντα έχουν αλλάξει. Το ζευγάρι διοικεί με έπαρση και αλαζονεία, κι αυτό αποτυπώνεται θαυμάσια στην είσοδο του ζευγαριού, όπου η Κλυταιμνήστρα κάθεται αγέρωχα -υπογραμμίζοντας το γελοίον του πράγματος- στον ώμο του Αίγισθου. Αηδία και μίσος νιώθει η Ηλέκτρα για τον άντρα που πήρε τη θέση του πατέρα της κι αυτό αποτυπώνεται, σιωπηλά αλλά με κρότο στο βλέμμα της Ηλέκτρας προς τον Αίγισθο. Ετσι κι αλλιώς η οργή της φαίνεται στο σώμα της: νέα, ατίθαση, παρορμητική, εκρηκτική. 

Δεν είναι εύκολη απόφαση αυτή η μητροκτονία, παρόλο που ο Ορέστης το βλέπει και ως καθήκον και υπακοή. Δεν το βλέπουν όλοι έτσι, ούτε η τροφός του, ούτε ο χορός. Μόνο η Ηλέκτρα συμφωνεί και ο Πυλάδης συμμετέχει ενεργά. Και στο παλάτι, που πια καλύπτεται από ένα τεράστιο πλαστικό (δείγμα της ευτέλειας που κατοικεί στην πόλη και στους άρχοντες) συντελείται η εκδικητική μητροκτονία και ο φόνος του Αίγισθου. Και ο Πυλάδης ξεδιπλώνει γύρω γύρω στην ορχήστρα ένα μαύρο ύφασμα. Οι Ερινύες έχουν αρχίσει να φτάνουν και να ζώνουν τον Ορέστη.

Υπήρχαν εύστοχες στιγμές σ’ αυτό το δεύτερο μέρος και καλές ερμηνείες συνολικά, καλύτερη όλων η Μαρία Κίτσου. Ο Γιάννης Νιάρρος στον τελευταίο μονόλογο έδειξε καλύτερα τις υποκριτικές του δεξιότητες. Η Φιλαρέτη Κομνηνού και ο Γιώργος Χρυσοστόμου έπαιξαν υπαινικτικά αλλά εύστοχα, με τα κοστούμια και το ύφος τους περισσότερο, τους χαρακτήρες που υποδύονταν. Συνολικά όμως σ’ αυτό το δεύτερο μέρος της τριλογίας υπήρχε αρρυθμία και ασάφεια, με αποτέλεσμα να χαθούν αρκετά σημεία του σπουδαίου αυτού κειμένου. Για παράδειγμα άνευρη ήταν και η  σπουδαία σκηνή της αναγνώρισης των δύο αδελφών, από τις κορυφαίες του αρχαίου δράματος. Υπήρχαν αλληλοδιαδόχως πολλές υφολογικές μορφές, και παρότι κάποιες από μόνες τους ήταν επιτυχημένες, δεν δημιουργούσαν σύνολο. Το ίδιο πρόβλημα εμφάνισε και ο χορός, παρά την καλοδουλεμένη κίνησή του.

Info
Σκηνοθεσία: Λίλλυ Μελεμέ
, Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα, Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος, Χορογραφία – Σχεδιασμός κίνησης: Μόνικα Έλενα Κολοκοτρώνη, Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου, Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφιδάς.
Διανομή (αλφαβητικά) :
Βασίλης Καραμπούλας: Iκέτης, Μαρία Κίτσου: Ηλέκτρα, Φιλαρέτη Κομνηνού: Κλυταιμνήστρα, Γιάννης Νιάρρος: Ορέστης, Αγορίτσα Οικονόμου:Τροφός, Γιώργος Στάμος: Πυλάδης, Γιώργος Χρυσοστόμου: Αίγισθος
Χορός (αλφαβητικά):
Νατάσα Εξηνταβελώνη, Σοφία Κουλέρα, Νεφέλη Μαϊστράλη, Μαρία Μηνά Νάνσυ Μπούκλη, Αρετή Τίλη, Ιώβη Φραγκάτου, Χριστίνα Χριστοδούλου

«Ευμενίδες»

Κι αν τα δύο προηγούμενα μέρη της Τριλογίας του Αισχύλου βάδισαν πάνω σε αναγνωρίσιμα μονοπάτια, στο τρίτο μέρος, το πιο δύσκολο, το λιγότερο παιζόμενο, όλα άλλαξαν. Η Γεωργία Μαυραγάνη, με τη συμβολή στη δραματουργία του Δημοσθένη Παπαμάρκου, έφερε στις Ευμενίδες και στο αρχαίο δράμα τη δική της σκηνική γλώσσα. Αυτήν που έχει λιτότητα, ποίηση και συνομιλεί με στοιχεία της παράδοσης. Μόνο ο χορός υπάρχει σ’ αυτό το μέρος. Αυτός ο χορός, έντεκα άντρες και γυναίκες, φτάνουν σέρνοντας ένα κάρο με διάφορα αντικείμενα πάνω. Ενα από τ’ αγόρια παίρνει τον μικρό κορμό ελιάς που υπάρχει στο κάρο τον φορτώνεται κι αρχίζει να τρέχει γύρω από την ορχήστρα. Είναι ο Ορέστης που τρέχει κυνηγημένος από τις Ερινύες, τις τύψεις, τις ενοχές, τη συνείδησή του. Που θέλει να δώσει λόγο στους θεούς και στους ανθρώπους για τις πράξεις του, που θέλει να απελευθερωθεί από το βάρος του. Εχει νεκρούς πίσω του. Και η μνήμη αυτών τον κυνηγάει. 

Η Γεωργία Μαυραγάνη ενέταξε στις Ευμενίδες τελετουργικά και σύμβολα, με κυρίαρχο μια καμπάνα, απ’ αυτές που βλέπουμε στα ξωκλήσσια. Και κάθε φορά που ακουγόταν το όνομα ενός νεκρού χτύπαγε η καμπάνα, πένθιμα. Γιατί ο πόνος για τους νεκρούς, το ξέσπασμα του πόνου, η διάθεση της εκδίκησης ή η πραγματοποίησή της, η οδύνη, η μετάνοια, η προσευχή, οι τύψεις και οι ενοχές για την αυτοδικία δεν έχουν εποχή. Και οι νεκρικές τελετές συναντιούνται και συνομιλούν στο διάβα των χρόνων. Ετσι είδε τις Ευμενίδες η Γεωργία Μαυραγάνη διαχρονικά. Η διαχρονία για το ίδιο διακύβευμα ήταν η οπτική της, η ποίηση ήταν ο τρόπος της, και το κείμενο του Αισχύλου ήταν το βασικό υλικό της. Και η εκφραστική σωματικότητα όλων των ηθοποιών το εργαλείο της. 

Και μετά από το διαρκές και αδιέξοδο τρέξιμο του Ορέστη έρχεται η λύτρωση. Η σοφία της Αθηνάς, ο ορθός λόγος, ο ρόλος της δικαιοσύνης και των θεσμών δίνουν τη λύση και μερώνουν τον πόνο. Κι η Αθηνά, σε μια από τις πολύ ωραίες στιγμές της παράστασης, ντύνει τον πλάνητα Ορέστη, με σιγουριά και τρυφερότητα. Τον εντάσσει ξανά στην κοινωνία.

Το μόνο πρόβλημα σ’ αυτό το τρίτο μέρος της τριλογίας ήταν η διάρκεια. Ηθελε γενναίο μάζεμα σε διάρκεια η παράσταση της Γεωργίας Μαυραγάνη, ακριβώς επειδή είχε ενταχθεί σε μια πλήρη παρουσίαση της τριλογίας. Υπήρχαν αρκετές αποχωρήσεις σ’ αυτό το τρίτο μέρος και τις δύο μέρες στην Επίδαυρο, κι όχι επειδή διαφωνούσαν οι θεατές, είμαι σίγουρη. Αλλά γιατί είχαν κουραστεί. 

Ηταν όμως μια παράσταση μινιμαλιστική, γυμνή σαν εξομολόγηση, τρυφερή σαν λύτρωση. Και όλοι οι συντελεστές συνέβαλαν ισότιμα σ’ αυτό το αποτέλεσμα. Αξίζει τον κόπο να βρεθεί τρόπος να αυτονομηθεί κάποια στιγμή και να την δει μεγαλύτερο κοινό. Ηδη έχει ανακοινωθεί ότι οι «Ευμενίδες» θα ταξιδέψουν, σε σύμπραξη με το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής στους Λειψούς (18 Ιουλίου), στην Κάλυμνο (21 Ιουλίου) και στην Κω (25 Ιουλίου).

Info
Σκηνοθεσία: Γεωργία Μαυραγάνη, Σύμβουλος Δραματουργίας: Δημοσθένης Παπαμάρκος, Κοστούμια: Άρτεμις Φλέσσα, Επιμέλεια κίνησης: Αλεξία Νικολάου, Μουσικός σχεδιασμός: Χάρης Νείλας, Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφιδάς.
Διανομή (αλφαβητικά):
Ναζίκ Αϊδινιάν, Μιχάλης Βαλάσογλου, Στέλλα Βογιατζάκη, Κατερίνα Καραδήμα, Ευαγγελία Καρακατσάνη, Εμμανουέλα Μαγκώνη, Νίκος Μάνεσης, Παναγιώτης Παναγόπουλος, Αγγελική Παπαθεμελή, Μαριάμ Ρουχάτζε, Τζωρτζίνα Τάτση

Συμπέρασμα

Η «Ορέστεια» δεν παίζεται συχνά ολόκληρη. Το Εθνικό Θέατρο έχει 18 χρόνια να την παρουσιάζει (το 2001 σε σκηνοθεσία Γιάννη Κόκκου και μετάφραση Δημήτρη Δημητριάδη ήταν η προηγούμενη φορά). Ο Γιάννης Χουβαρδάς την παρουσίασε το 2016 πάλι στην Επίδαυρο, σε ανεξάρτητη παραγωγή, πάλι σε μετάφραση  Δημήτρη Δημητριάδη, με αρκετές περικοπές όμως. 

Είναι ένα εγχείρημα, μια μεγάλη και πολυπρόσωπη παραγωγή, που οφείλει, πρέπει και μπορεί να υλοποιήσει ένα Εθνικό Θέατρο. Και το φετινό, με τις τρεις διαφορετικές σκηνοθέτιδες είχε ένα πρόσθετο ενδιαφέρον. Και ασφαλώς πέρα από τις όποιες παρατηρήσεις είναι ένα από τα σημαντικά γεγονότα του καλοκαιριού. 

Περιοδεία της «Ορέστειας»
12 Ιουλίου, Αρχαίο Θέατρο Δωδώνης (Αγαμέμνων )
13 Ιουλίου, Αρχαίο Θέατρο Δωδώνης (Χοηφόροι, Ευμενίδες)
2 Αυγούστου, Καβάλα, Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων (Αγαμέμνων)
3 Αυγούστου, Καβάλα, Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων (Χοηφόροι, Ευμενίδες)
26 Αυγούστου, Θεσσαλονίκη, Θέατρο Δάσους (Αγαμέμνων)
27 Αυγούστου, Θεσσαλονίκη, Θέατρο Δάσους (Χοηφόροι, Ευμενίδες)
1η Σεπτεμβρίου, Παλαιό Ελαιουργείο, Ελευσίνα (Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες)
20 Σεπτεμβρίου, Βύρωνα, Θέατρο Βράχων (Αγαμέμνων)
21 Σεπτεμβρίου, Βύρωνα, Θέατρο Βράχων (Χοηφόροι, Ευμενίδες)
Όλγα Σελλά