Ida *****

Πολωνία, Δανία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, 2013, Ασπρόμαυρο

Σκηνοθεσία: Pawel Pawlikowski

Πρωταγωνιστούν: Agata Trzebuchowska, Agata Kulesza, Dawid Ogrodnik

Διάρκεια: 82’

Δεκαετία του ’60 και η Πολωνία του υπαρκτού σοσιαλισμού προσπαθεί να γιατρέψει τα τραύματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σε ένα απομονωμένο μοναστήρι, οι μαθητευόμενες καλόγριες ετοιμάζονται να δώσουν τους όρκους τους. Μια  από αυτές, η Anna, θα επισκεφτεί, με την παραίνεση της ηγουμένης του μοναστηριού, τη μόνη επιζώσα συγγενή της. Η γνωριμία των δύο γυναικών θα φέρει την Anna μπροστά στην ανακάλυψη του μυστικού της οικογένειάς της, στη γνωριμία με την πολωνική πραγματικότητα και σε μια άλλη πλευρά του εαυτού της, η οποία αντιμάχεται τη ζωή που μέχρι στιγμής έζησε. Η έξοχη κινηματογράφηση που θυμίζει τα γνωστά και άγνωστα αριστουργήματα της παραγωγής του πρώην ανατολικού μπλοκ, η μετρημένη (μα όχι ιδιαίτερα διερευνητική) διερώτηση σε σχέση με την ιστορία μιας χώρας και τις ζωές των κατοίκων της και η μόνιμη κατήφεια συνηγορούν στο να χαρακτηριστεί από τον γράφοντα η συγκεκριμένη ταινία ως ταινία της εβδομάδας.

Εμπρός, κάντε το. Κατηγορήστε με. Όταν πρόκειται για κάποια ασπρόμαυρη ταινία, προερχόμενη από την ανατολική Ευρώπη, που εμπεριέχει φιλοσοφικούς προβληματισμούς, είμαι θετικότατα διακείμενος. Είναι ένας κινηματογράφος που εκτιμώ όσο ελάχιστους, καθώς τα συστατικά του μιλάνε κατευθείαν στην ψυχή μου ως θεατή και άνθρωπο. Η εσωτερική, «χειμωνιάτικη» φόρμα του συγκεκριμένου φιλμικού λόγου, εμπεριέχει ένα γόητρο που δεν μπορεί να κοντραριστεί με κάποιο άλλο, καθώς εναρμονίζεται με τα συναισθήματά μου ιδιαιτέρως άνετα. Η Ida μπορεί να μην είναι η ταινία που θα κατατάξω ανάμεσα στις σημαντικότερες του συγκεκριμένου στυλ, μα, όσο αντικειμενικά και να προσπαθήσω να το δω, με απορρόφησε για 80 λεπτά στον κόσμο της και κατόπιν με άφησε να περιπλανιέμαι όπως η πρωταγωνίστρια, σιωπηλός, γεμάτος σκέψεις.

Ο Pawel Pawlikowski δεν είναι πρωτάρης σκηνοθέτης. Αυτή είναι η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του, μα, κατά παράδοξο τρόπο, η πρώτη που μιλάει τη μητρική του γλώσσα. Και, απ’ ότι φαίνεται, καλά έκανε και περίμενε μέχρι να βρει τον κατάλληλο λόγο να σκηνοθετήσει κάτι που να αφορά στην ιστορία (κοινωνικά και φιλμικά) της ίδιας του της χώρας. Ο συνδυασμός κοινωνικοπολιτικού και εσωτερικού προβληματισμού συναντά μια σπάνια ισορροπία, αν και εμφανώς γέρνει προς την εσωτερική μεριά που έχει και περισσότερα να πει. Δεν ασκεί άμεση κριτική στο πολιτικό σύστημα, αντιθέτως αρκείται σε μερικές αναφορές σχετικά με τις αυστηρές τακτικές του και παρουσιάζει σεβαστά μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος να ασθμαίνουν, όχι πολιτικά, μα από τις εσωτερικές τους συγκρούσεις και τον γολγοθά του παρελθόντος. Μιλά για τις μελανές σελίδες της ιστορίας όχι ως κέλευσμα για μελλοντική αποφυγή παρόμοιων γεγονότων, μα από τη σκοπιά των επιπτώσεών τους στο άτομο. Δεν είναι, δηλαδή, μια παραγωγή που αφορά στην αντικειμενική καταγραφή των γεγονότων, μα στο πως αυτές οι ιστορίες έχτισαν τα θεμέλια του παρόντος με τις φρικτές τους λεπτομέρειες. Το Ολοκαύτωμα υπήρξε, οι ναζί έφυγαν, ο πόνος παρέμεινε και οι πληγέντες παραπαίουν.

Στα τεχνικά της ταινίας, έπιασα πολλές φορές τον εαυτό μου να θυμάται το στήσιμο των αντίστοιχων σκηνών του Béla Tarr (καμία σημασία δεν έχει η διαφορά καταγωγής των δύο σκηνοθετών, μα η «εθνολογική» συγγένεια της φόρμας τους). Μπορεί τα μονοπλάνα διαρκείας να απουσιάζουν, οι αντιήρωες να μην είναι τόσο σιωπηλοί, μα οι πεσμένοι σοβάδες στους τοίχους των κτιρίων, η κάπνα στα κέντρα διασκέδασης (που επίσης, αντί για την ολέθρια ελεγεία του Kész Az Egész από το Κολαστήριο έχουμε τους ξέφρενους χορευτικούς ρυθμούς της ιταλικής ποπ), το αόριστο και πάντα καλυμμένο βάθος πεδίου της επαρχίας, παραπέμπουν τόσο στο Κολαστήριο όσο και στο ανεμοδαρμένο τοπίο του Αλόγου του Τορίνο. Αν δείτε τη σκηνή της προσευχής στη μέση του δρόμου θα καταλάβετε. Τα ερείπια στέκουν στα σοκάκια κάθε άλλο παρά περήφανα, απομεινάρια νεκρών ψυχοσυνθέσεων και προσπάθειας ανόρθωσης. Και, για να μιλήσουμε και συγκεκριμένα για τον πολωνικό κινηματογράφο, πέρα από έναν άμεσο φόρο τιμής, έπιασα πολλές φορές, στη θρησκευτική απεικόνιση, αυτό το φαντασματικό λευκό του Mother Joan of The Angels του Jerzy Kawalerowicz. Πάντα, όμως, περασμένο από την γκριζάδα της Tarrικής κατήφειας και χωρίς τον τρόμο της γυναικείας μορφής. Τα συχνά κάδρα που έχουν για βάση το θηλυκό μπούστο και επεκτείνονται αρκετά πάνω από το ανθρώπινο σώμα, μετατοπίζοντάς το από το κέντρο του εικονιστικού βάρους και το συρρικνώνουν μέσα στο χώρο. Το χώρο των σκέψεων και του κενού.

Σε γενικές γραμμές, είναι μια από αυτές τις ταινίες που πολλοί κοροϊδεύουν για τα στερεότυπά τους. υπαρξιακό, αργό, μα μικρό σε διάρκεια, δεν είναι για να ειδωθεί σε μια ευχάριστη έξοδο, μα για να απορροφηθεί στωικά και να εκτιμηθεί με μοναχικό τρόπο. Πόσο λεπτή είναι η γραμμή μεταξύ της αγιότητας και της ψυχικής κόλασης , τελικά; 

Σκουπίδια (Trash) *****

Ηνωμένο Βασίλειο, Βραζιλία, 2014, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Stephen Daldry

Πρωταγωνιστούν: Rooney Mara, Martin Sheen, Wagner Moura

Διάρκεια: 115’

Τρεις έφηβοι ρακοσυλλέκτες περνούν τις μέρες τους σε μια χωματερή του Ρίο, προσπαθώντας να βρουν αντικείμενα άξια προς πώληση. Οι δύο απ’ αυτούς μια μέρα θα βρουν ένα πορτοφόλι ανάμεσα στα σκουπίδια. Η αστυνομία θα τους προσεγγίσει, δίνοντάς τους ένα μεγάλο χρηματικό αντάλλαγμα, κίνηση ύποπτη. Σημαντικοί βοηθοί των τριών νεαρών στην αποστολή της εύρεσης του κατόχου του θα σταθούν δύο ιεραπόστολοι. Καθώς η ιστορία του πορτοφολιού θα αρχίσει να ξεδιπλώνεται, αποκαλύπτεται και η διαφθορά του συστήματος. Πανέμορφη κινηματογράφηση, δε λέω, όπως και εντυπωσιακές ερμηνείες, μα το σενάριο συχνά φαντάζει αρκετά αδιάφορο για να μπορέσει να πει ξαναειπωμένα πράγματα με διαφορετικό τρόπο. Όσο ευχάριστο είναι στην όραση, άλλο τόσο κενό δείχνει όταν θέλει να καταγγείλει. 

Στην επόμενη σελίδα: St. Vincent / God’Pocket / Alexander and the Terrible, Horrible, No Good, Very Bad Day

Page: 1 2

Φοίβος Κρομμύδας

Share
Published by
Φοίβος Κρομμύδας