Από τις μεγαλύτερες τρομπέτες της τζαζ σήμερα, αιώνιος έφηβος, απολαυστικός συνομιλητής και συναρπαστικός αφηγητής, o Enrico Rava θα βρεθεί στην Πάτρα με το σπουδαίο συγκρότημά του Rava Tribe, για μια συναυλία που κι ο ίδιος θεωρεί μοναδική. Μίλησε στην Popaganda για την προσωπική του ιστορία, για την ιστορία της τζαζ, αλλά και για περιστατικά από τις περιοδείες του, και γοήτευσε αβίαστα, όπως το κάνει πάντα.
Είναι αλήθεια πως αλλάξατε μουσικό όργανο όταν ακούσατε τον Miles Davis να παίζει; Όχι ακριβώς. Είναι αλήθεια πως όταν άκουσα τον Miles Davis πήγα και αγόρασα τρομπέτα. Δεν άλλαξα όργανο γιατί απλούστατα ως τότε στην πραγματικότητα δεν έπαιζα κανένα όργανο. Είχα πάθος με τη τζαζ από μικρό αγόρι, σχεδόν από παιδάκι. Ο Miles ήταν από τους αγαπημένους μου. Και μετά τον είδα από κοντά, live, στο Τορίνο, την πόλη όπου ζούσα, μαζί με τους Modern Jazz Quartet. Και μια εβδομάδα αργότερα πήγα κι αγόρασα μια τρομπέτα κι άρχισα να μαθαίνω μόνος μου. Ως τότε το πάλευα λίγο με το πιάνο και το τρομπόνι, αλλά έτσι, σαν παιχνίδι, δεν ήταν κάτι σοβαρό. Άρα δεν έγινε καμιά αλλαγή, το πρώτο μου αληθινό όργανο υπήρξε η τρομπέτα, όταν είδα τον Miles.
Τη τζαζ πώς και την επιλέξατε, κι αυτή λόγω του Miles; Όχι. Έχω έναν αδελφό οκτώ χρόνια μεγαλύτερό μου. Κι αυτός είχε μια συλλογή δίσκων τζαζ: Louis Armstrong, Bix Beiderbecke, Jerry Roll Morton, αλλά και Charlie Parker, Coleman Hawkin. Κι εμένα που ήμουν γύρω στα οκτώ, μου έκαναν εντύπωση αυτοί οι δίσκοι. Τα πρώτα μου είδωλα ήταν ήδη ο Beiderbecke κι ο Armstrong , οι δίσκοι της δεκαετίας του ’20. Μεγαλώνοντας άρχισα κι εγώ να αγοράζω δίσκους, αλλά η μουσική που μου άρεσε από παιδί ήταν η τζαζ. Μιλάμε για τα χρόνια αμέσως μετά από το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η τζαζ λοιπόν ερχόταν μαζί με τους Αμερικάνους, την απελευθέρωση κι όλα αυτά. Μαζί με τη χαρά μας που ο πόλεμος είχε τελειώσει, που υπήρχε φαγητό, είχαμε και τη μουσική και τις ταινίες από την Αμερική. Εγώ παθιάστηκα πολύ με αυτή τη μουσική, αλλά δεν είχα σκεφτεί να γίνω μουσικός. Ήμουν ένας απλός ακροατής. Κι ούτε μου πέρασε από το νου μέχρι που άκουσα τον Miles στο Τορίνο.
Είναι αλήθεια πως έχετε παίξει και στυλ εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους. Άλλα πράγματα κάνατε με την Carla Bley, άλλα με τον Steve Lacy ή τον Archie Shepp, και φυσικά το δικό σας προσωπικό στυλ είναι και πάλι διαφορετικό. Εγώ λίγο έως πολύ πάντοτε έπαιζα με τον ίδιο τρόπο, αλλά βρισκόμουν κάθε φορά σε διαφορετικό πλαίσιο. Ξεκίνησα στο στυλ που έπαιζε ο Miles στους δίσκους του της δεκαετίας του 50. Οι πρώτες μου πραγματικές δουλειές ήταν με τον Gato Barbieri, και παίζαμε λίγο ως πολύ το ρεπερτόριο του Miles. Μετά έφυγε ο Don Cherry από τον Steve Lacy κι εκείνος κάλεσε εμένα. Μαζί ξεκινήσαμε να παίζουμε όλο και πιο ελεύθερα, όλο και λιγότερο συνδεδεμένοι με την παράδοση. Κι όταν καλέσαμε το μπασίστα Johnny Dyani και το ντράμερ Louis Moholo, τους δύο νοτιαφρικανούς, η μουσική μας έγινε πολύ ελεύθερη. Όταν ήμουν στη Νέα Υόρκη με τον Steve, βρεθήκαμε στην εποχή όπου αυτό το στυλ που παίζαμε το έλεγαν Free Jazz, ή The New Thing ή Avant Garde. Επί πολλά χρόνια έπαιζα έτσι, μέχρι που κάποια στιγμή ωρίμασα και άλλαξα και ανέπτυξα το δικό μου προσωπικό στυλ κι άρχισα να κάνω τους δικούς μου δίσκους. Προηγήθηκε όμως μια διαδρομή, οπότε είναι πράγμα πολύ λογικό και φυσικό που έχω κάνει διαφορετικά πράγματα.
Τα τελευταία χρόνια συνεργάζεστε και πάλι με την ECM, και μάλιστα με κάποιους από τους τελευταίους σας δίσκους καταφέρατε να εκπλήξετε τους οπαδούς σας, όπως ας πούμε με το Rava On The Dancefloor Μα γιατί; Δεν βλέπω γιατί να εκπλήσσονται. Σε όλη την ιστορία της τζαζ , οι μουσικοί της πάντα έπαιζαν κομμάτια που προέρχονταν από την ποπ. Τα standasds τι ήταν αν όχι αυτό; Τραγούδια ποπ από τη δεκαετία του 30, του 40 και του 50. Η δική μου εποχή δεν είναι πλέον η εποχή των σώου του Μπρόντγουεη ή των Rodgers & Hart. Είναι η εποχή του Michael Jackson. Δεν είναι λοιπόν κάτι για να εκπλήσσεται κανείς, είναι κάτι απολύτως φυσιολογικό και λογικό. Άλλωστε δεν είμαι καν ο πρώτος που το κάνει. Κι ο Sonny Rollins και όλοι έχουν παίξει τα κομμάτια του Michael Jackson.
Στα χρόνια που έχουν περάσει πόσο άλλαξε η τζαζ; Κι άλλαξε και το κοινό της; Κατ’ εμέ το κοινό της τζαζ λίγο έως πολύ είναι πάντα το ίδιο. Ένα αληθινά μικρό ποσοστό του αποτελείται από αληθινούς εραστές της τζαζ , που γνωρίζουν πραγματικά τι είναι αυτό που πάνε να ακούσουν. Οι υπόλοιποι αλλάζουν, είναι κάποιοι που έρχονται από περιέργεια, υπάρχουν περίοδοι όπου η τζαζ είναι στη μόδα κι άλλες που δεν είναι πια, αλλά κατά τ’ άλλα το κοινό είναι πάντοτε το ίδιο, κι είναι όμοιο παντού. Εγώ έχω παίξει στην Κίνα, στην Κορέα, στη Βραζιλία, στην Αυστραλία, σε όλη την Ευρώπη, στη Βόρειο Αμερική, και το κοινό της τζαζ είναι σχεδόν το ίδιο παντού, δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά. Όσο για την ίδια τη τζαζ, είχε μια εξέλιξη φυσική και αυθόρμητη ξεκινώντας από τις απαρχές της, από το 1910-15, όταν ακόμα ήταν φολκλόρ.
Ποιος είναι ο μεγαλύτερος μουσικός της τζαζ; Ο Louis Armstrong: αυτός είναι που μετέτρεψε το φολκλόρ σε μεγάλη καλλιτεχνική μουσική φόρμα. Για αυτό και κατ’ εμέ ο υπήρξε ο μεγαλύτερος μουσικός της τζαζ, αυτός την έφτασε σε ένα υψηλότατο καλλιτεχνικό επίπεδο. Μετά από αυτόν η εξέλιξη έρχεται φυσικά. Ακολουθεί η εποχή του Duke Ellington, κατόπιν το swing, μετά γύρω στο ’45 ο Charlie Parker και το bebop. Η τζαζ πάντα διατηρούσε τις ρίζες της παράδοσής της αλλά προχωρούσε με φυσικότητα, συμπεριλαμβανομένης και της free jazz, όπου υπάρχει επίσης μεγάλο κομμάτι παράδοσης. Πάντως το τελευταίο μεγάλο βήμα προς τα μπρος ήταν αυτό του Ornette Coleman στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 με αρχές του ‘60. Αυτή υπήρξε αληθινά μια τεράστια αλλαγή, μια σπουδαία δουλειά πάνω στη γλώσσα του ιδιώματος.
Κι η δική σας γενιά; Μετά λίγο πολύ και στη δική μου εποχή, εμείς συνεχίσαμε να δουλεύουμε πάνω σε αυτά που είχαν γίνει πριν, προφανώς αλλάζοντας πράγματα, χρησιμοποιώντας και μουσικές άλλων εθνών, μουσική από τη Βραζιλία, την Αργεντινή, τις Ινδίες, πολλή μουσική από την Κούβα, ή και τη σύγχρονη και την κλασική μουσική. Όμως από πλευράς γλώσσας κατά τη γνώμη μου η τελευταία αλλαγή ήταν αυτή του Coleman, πριν από πολλά χρόνια.
Τι σχεδιάζετε για το μέλλον; Μόλις χτες ολοκλήρωσα μια τουρνέ με τον Geri Allen. Ήταν πολύ όμορφα, είναι πολύ μεγάλος πιανίστας. Τον Ιούλιο έχω μια μεγάλη τουρνέ με ένα συγκρότημα όπου είμαστε δύο τρομπέτες: εγώ κι ο Tomasz Stanko.
Οι μεγαλύτερες τρομπέτες της Ευρώπης. Ευχαριστώ. Κι ο Giovanni Guidi στο πιάνο κι ο Gerald Cleaver στα ντραμς. Στη συνέχεια θα κάνουμε ένα δίσκο με μια ιδιοφυία της ηλεκτρονικής μουσικής, τον Άγγλο Matthew Herbert. Είναι αληθινά καταπληκτικός, έχουμε κάνει πολλές υπέροχες συναυλίες μαζί, εγώ, ο Matthew κι ο Giovanni Guidi. Είναι ένα είδος μουσικής εντελώς διαφορετικό, δεν ξέρω αν είναι τζαζ , αλλά έχει πολύ αυτοσχεδιασμό, κι όμως είναι μουσική που ακούγεται πολύ εύκολα. Οι συναυλίες μας έχουν πάντα ευτυχία. Έχω πολλά πρότζεκτ. Όταν παίζω λοιπόν, νιώθω πολύ νέος. Πριν και μετά, νιώθω πολύ γέρος. Νιώθω αληθινά πολύ κουρασμένος τώρα. Σε λίγους μήνες θα γίνω 78. Βέβαια, πριν 3-4 μήνες ήμουν στη Σερβία και συνάντησα τον Lee Konitz, που είναι τώρα 90 χρονών κι εξακολουθεί να ταξιδεύει συνέχεια, και να παίζει πολύ όμορφα. Παίζει συχνά με ντόπιους μουσικούς όπου πάει, κάνει τη βαλίτσα του, πάει στην Αυστραλία και επιστρέφει. Νομίζω πως είναι φανταστικός, μου φαίνεται πως παίζει όλο και καλύτερα.
Και στην Πάτρα τι θα ακούσουμε; Είμαι κι εγώ περίεργος, γιατί θα είμαι με το συγκρότημά μου, τους Tribe, αλλά χωρίς τον Gianluca Petrella κι έτσι ο ήχος μας θα είναι εντελώς διαφορετικός. Θα είναι ένα είδος πρεμιέρας, κάτι εντελώς μοναδικό. Δεν έχω παίξει ποτέ στην Πάτρα. Όμως έχω βρεθεί εκεί όταν ήμουν δεκάξι χρονών, με τους γονείς μου σε μια κρουαζιέρα! Είχαμε σταματήσει στην Πάτρα. Πριν από 61 χρόνια. Περιμένω με ενθουσιασμό να ξαναβρεθώ εκεί.