– Λουίτζι Πιραντέλλο –
Μετάφραση: Αρχοντία Κυπριώτη
I
Η σύζυγός μου και η μύτη μου
«Τι κάνεις;» με ρώτησε η σύζυγός μου, βλέποντάς με να χασομερώ με ασυνήθιστο τρόπο μπροστά στον καθρέφτη.
«Τίποτα», της αποκρίθηκα, «κοιτάζω εδώ, μες στη μύτη μου, σ’ αυτό το ρουθούνι. Όταν το πιέζω, αισθάνομαι ένα πονάκι».
Η σύζυγός μου χαμογέλασε και είπε:
«Νόμιζα ότι κοίταζες από ποια πλευρά κλίνει».
Γύρισα σαν τον σκύλο που του πάτησε κάποιος την ουρά:
«Κλίνει; Εμένα; Η μύτη μου;»
Και η σύζυγός μου, με ηρεμία:
«Μα ναι, καλέ μου. Κοίταξέ την καλά: κλίνει προς τα δεξιά».
Ήμουν είκοσι οχτώ χρόνων και ανέκαθεν μέχρι τότε θεωρούσα τη μύτη μου, αν όχι ακριβώς ωραία, τουλάχιστον πολύ ταιριαστή όπως κι όλα τ’ άλλα μέρη τού σώματός μου. Γι’ αυτό μού ήταν εύκολο να παραδέχομαι και να υποστηρίζω εκείνο που συνήθως παραδέχονται και υποστηρίζουν όλοι αυτοί που δεν είχαν την ατυχία να τους τύχει ένα κορμί δύσμορφο: ότι δηλαδή είναι βλακώδες να καυχιούνται για τα χαρακτηριστικά τους. Γι’ αυτό η ξαφνική και αναπάντεχη ανακάλυψη εκείνου του ελαττώματος με εξόργισε σαν μια τιμωρία που δεν μου άξιζε.
Μάλλον η σύζυγός μου, σ’ εκείνη την οργή μου, είδε πολύ πιο μέσα από εμένα και πρόσθεσε αμέσως ότι, αν είχα επαναπαυτεί μες στη σιγουριά ότι ήμουν ολόκληρος χωρίς ψεγάδια, να το έβγαζα μια και καλή απ’ το μυαλό μου, αφού, όπως έκλινε η μύτη μου προς τα δεξιά, έτσι…
«Τι άλλο;»
Ε, διάφορα! Διάφορα! Τα φρύδια μου έμοιαζαν πάνω απ’ τα μάτια μου σαν δυο περισπωμένες, ~ ~, τ’ αφτιά μου ήταν άσχημα κολλημένα, το ένα πιο πεταχτό απ’ τ’ άλλο∙ και διάφορα ελαττώματα…
«Κι άλλα;»
Ε, ναι, κι άλλα: στα χέρια, στο μικρό δάχτυλο∙ και στα πόδια (όχι, στραβά, όχι!), το δεξί, ελάχιστα πιο τοξωτό απ’ τ’ άλλο: προς το γόνατο, ελάχιστα.
Έπειτα από έναν προσεχτικό έλεγχο έπρεπε ν’ αναγνωρίσω ότι όλ’ αυτά τα ελαττώματα ήταν αληθινά. Και τότε μονάχα, αφού βέβαια είχε αλλάξει η έκπληξη που ένιωσα αμέσως μετά την οργή σε λύπη και ταπείνωση, η σύζυγός μου για να με παρηγορήσει με παρότρυνε να μην θλίβομαι και τόσο, αφού ακόμη και μ’ αυτά, σε γενικές γραμμές, παρέμενα ένας ωραίος άντρας.
Φυσικά να μην εξοργιζόμαστε, όταν δεχόμαστε ως γενναιόδωρη παραχώρηση εκείνο που πρωτύτερα ως δικαίωμα μας το είχαν αρνηθεί. Πέταξα ένα φαρμακερότατο «ευχαριστώ» και, σίγουρος ότι δεν είχα λόγο ούτε να λυπάμαι ούτε να ταπεινώνομαι, δεν έδωσα καμία σημασία σ’ εκείνα τα ελαφρά ελαττώματα, μα μια τεράστια και ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι τόσα χρόνια ζούσα χωρίς ν’ αλλάξω μύτη, πάντοτε μ’ εκείνη, και μ’ εκείνα τα φρύδια και μ’ εκείνα τ’ αφτιά, μ’ εκείνα τα χέρια κι εκείνα τα πόδια∙ κι έπρεπε να περιμένω ν’ αποκτήσω σύζυγο για να προσέξω ότι τα είχα ελαττωματικά.
«Ω, τι έκπληξη! Δεν τις ξέρεις τις γυναίκες; Είναι φτιαγμένες επίτηδες για ν’ ανακαλύπτουν τα ελαττώματα των συζύγων τους».
Να, όντως, οι γυναίκες, δεν το αρνούμαι. Κι εγώ όμως κάποτε, αν μου επιτρέπετε, ήμουν φτιαγμένος για να βουλιάζω σε κάθε λέξη που μου έλεγαν ή σε κάθε μύγα που έβλεπα να πετάει, στην άβυσσο των σκέψεων και των συλλογισμών που με έσκαβαν μέσα μου και με τρυπούσαν χιαστί στην ψυχή, σαν τη φωλιά τυφλοπόντικα∙ χωρίς να φαίνεται απ’ έξω τίποτα.
«Αυτό δείχνει», θα μου πείτε, «ότι είχατε αρκετό χρόνο για χάσιμο».
Όχι, νά. Λόγω της ψυχικής διάθεσης στην οποία βρισκόμουν. Γενικά όμως, ναι, και λόγω της απραξίας, δεν το αρνούμαι. Πλούσιος, με δυο έμπιστους φίλους, τον Σεμπαστιάνο Κουαντόρτσο και τον Στέφανο Φίρμπο, που φρόντιζαν τις δουλειές μου μετά τον θάνατο του πατέρα μου∙ ο οποίος, όσο κι αν είχε μοχθήσει, μά με το καλό μά με το κακό, δεν είχε καταφέρει να με κάνει να πετύχω ποτέ τίποτα∙ εκτός απ’ το ν’ αποκτήσω σύζυγο, αυτό ναι, πάρα πολύ νέος∙ ίσως με την ελπίδα ότι τουλάχιστον θ’ αποκτούσα ένα παιδί που δεν θα μου έμοιαζε καθόλου∙ και, ο καημένος, ούτε καν αυτό δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει από εμένα.
Να σημειωθεί βέβαια ότι εγώ δεν εναντιωνόμουν ηθελημένα στο να πάρω τον δρόμο που με οδηγούσε ο πατέρας μου. Όλους τους έπαιρνα. Να τους περπατήσω όμως, δεν τους περπατούσα. Σταματούσα σε κάθε βήμα∙ αρχικά ξεκινούσα από μακριά, έπειτα όλο και πιο κοντά να γυρίζω γύρω από κάθε πετραδάκι που συναντούσα, και μου προκαλούσε μεγάλη έκπληξη που οι άλλοι μπορούσαν να με προσπερνούν χωρίς να δίνουν καμία σημασία σ’ εκείνο το πετραδάκι που για μένα εν τω μεταξύ είχε πάρει τις διαστάσεις ενός ανυπέρβλητου βουνού ή μάλλον ενός κόσμου όπου θα μπορούσα σίγουρα να κατοικήσω.
Είχα μείνει έτσι, ακίνητος στα πρώτα βήματα πολλών δρόμων, με την ψυχή γεμάτη κόσμους ή πετραδάκια∙ που είναι το ίδιο. Δεν μου φαινόταν όμως καθόλου ότι εκείνοι, που με είχαν προσπεράσει και είχαν διασχίσει όλο τον δρόμο, είχαν μάθει στην ουσία περισσότερα από εμένα. Με είχαν προσπεράσει, δεν τίθεται αμφιβολία, κι όλοι τους προχωρώντας με τόλμη όπως πολλά αλογάκια∙ έπειτα όμως, στο βάθος τού δρόμου, βρήκαν μια άμαξα: τη δική τους άμαξα∙ ζεύτηκαν μ’ αυτήν με πολλή υπομονή, και τώρα την σέρνουν πίσω τους. Δεν έσερνα καμιά άμαξα εγώ× και γι’ αυτό δεν είχα ούτε χαλινάρια ούτε παρωπίδες∙ σίγουρα έβλεπα περισσότερο από ’κείνους× να πορευτώ όμως, δεν ήξερα προς τα πού να πορευτώ.
Τώρα, γυρίζοντας στην ανακάλυψη εκείνων των ελαφρών ελαττωμάτων, αμέσως, βούλιαξα ολόκληρος στη σκέψη ότι συνεπώς –είναι δυνατόν;– δεν γνώριζα καλά ούτε καν το ίδιο μου το κορμί, τα δικά μου πράγματα που βαθιά μέσα μου μού ανήκαν: τη μύτη μου, τ’ αφτιά μου, τα χέρια μου, τα πόδια μου. Και πήγαινα να κοιταχτώ για να τα ελέγξω και πάλι.
Απ’ αυτό άρχισε το κακό μου. Εκείνο το κακό που θα με οδηγούσε σύντομα σε μια ψυχική και σωματική κατάσταση τόσο άθλια και απελπιστική που σίγουρα θα είχα πεθάνει ή θα είχα τρελαθεί εξαιτίας του, αν δεν είχα βρει σ’ αυτό το ίδιο (όπως θα πω) το γιατρικό που θα με θεράπευε.
II
Και η δική σας μύτη;
Ήδη αμέσως φαντάστηκα ότι όλοι, αφού η σύζυγός μου είχε κάνει αυτή την ανακάλυψη, θα είχαν παρατηρήσει τα σωματικά μου ελαττώματα και δεν θα πρόσεχαν τίποτε άλλο σ’ εμένα.
«Κοιτάζεις τη μύτη μου;» ρώτησα εντελώς ξαφνικά την ίδια μέρα κάποιον φίλο που με είχε πλησιάσει για να μου μιλήσει δεν ξέρω για τι δουλειά, που σχεδόν τον βασάνιζε.
«Όχι, γιατί;» μου είπε εκείνος.
Κι εγώ, χαμογελώντας νευρικά:
«Κλίνει προς τα δεξιά, δεν βλέπεις;»
Και τον υπέβαλα σε μια επίμονη και προσεχτική παρατήρηση, λες κι εκείνο το ελάττωμα της μύτης μου ήταν μια ανεπανόρθωτη καταστροφή που ενέσκηψε στη διάταξη του σύμπαντος.
Ο φίλος με κοίταξε αρχικά λιγάκι σαστισμένος∙ έπειτα, αφού βέβαια υποπτεύθηκε ότι είχα πετάξει έτσι ξαφνικά και άσχετα την κουβέντα για τη μύτη μου επειδή δεν θεωρούσα άξια ούτε προσοχής ούτε απάντησης τη δουλειά για την οποία μου μιλούσε, ανασήκωσε με αδιαφορία τους ώμους και σηκώθηκε αφήνοντάς με στα κρύα του λουτρού. Τον άρπαξα απ’ το μπράτσο, και:
«Όχι, ξέρεις», του είπα, «είμαι διατεθειμένος να συζητήσω μαζί σου αυτή τη δουλειά. Αυτή τη στιγμή όμως πρέπει να με συγχωρήσεις».
«Σ’ απασχολεί η μύτη σου, ε;»
«Ποτέ δεν είχα παρατηρήσει ότι κλίνει προς τα δεξιά. Μ’ έκανε να το παρατηρήσω, σήμερα το πρωί, η σύζυγός μου».
«Αχ, αλήθεια;» με ρώτησε τότε ο φίλος∙ και τα μάτια του γέλασαν με μια δυσπιστία που ήταν ταυτόχρονα και περίγελως.
Έμεινα να τον κοιτάζω, όπως βέβαια και τη σύζυγό μου το πρωί, δηλαδή με ανάμεικτα συναισθήματα ταπείνωσης, οργής, και έκπληξης. Κι αυτός λοιπόν εδώ και καιρό το είχε παρατηρήσει; Και μαζί μ’ αυτόν ποιος ξέρει και πόσοι άλλοι! Κι εγώ δεν το ήξερα και, αγνοώντας το, νόμιζα ότι ήμουν για όλους ένας Μοσκάρντα με ίσια μύτη, ενώ αντίθετα ήμουν για όλους ένας Μοσκάρντα με στραβή μύτη∙ και ποιος ξέρει πόσες φορές θα μου είχε τύχει να μιλήσω, εντελώς ανυποψίαστος, για την ελαττωματική μύτη του Τίτσιο ή του Κάιο και πόσες φορές συνεπώς θα τους είχα κάνει να γελάσουν μαζί μου και να σκεφτούν:
«Μα, γιά κοίτα αυτόν τον φουκαρά που μιλάει για τα ελαττώματα της μύτης των άλλων!»
Θα μπορούσα, είν’ αλήθεια, να παρηγορηθώ με τη σκέψη ότι, σε τελική ανάλυση, ήταν προφανής και συνηθισμένη η περίπτωσή μου, η οποία αποδείκνυε ακόμη μια φορά ένα πασίγνωστο ζήτημα, δηλαδή ότι εύκολα προσέχουμε τα ελαττώματα των άλλων και δεν παρατηρούμε τα δικά μας. Το πρώτο σπέρμα τού κακού είχε αρχίσει να ριζώνει στην ψυχή μου και δεν μπόρεσα να παρηγορηθώ μ’ αυτή τη σκέψη.
Αντίθετα μου καρφώθηκε η ιδέα ότι εγώ δεν ήμουν για τους άλλους εκείνος που μέχρι τώρα, μέσα μου, είχα φανταστεί ότι ήμουν.
Προς το παρόν σκέφτηκα μονάχα το κορμί και, επειδή εκείνος ο φίλος μου εξακολουθούσε να στέκεται μπροστά μου μ’ εκείνο το ύφος της χλευαστικής δυσπιστίας, για να εκδικηθώ τον ρώτησα αν, του λόγου του, ήξερε ότι είχε ένα λακκάκι στο πηγούνι του που του το χώριζε σε δύο μέρη όχι εντελώς ίσα: το ένα πιο εξογκωμένο από ’δώ, το άλλο πιο κοίλο από ’κεί.
«Εγώ; Τι!» αναφώνησε ο φίλος μου. «Έχω λακκάκι, το ξέρω, αλλά όχι όπως τα λες».
«Ας μπούμε εκεί σ’ εκείνο το κουρείο, και θα δεις», του πρότεινα αμέσως.
Όταν ο φίλος, αφού μπήκε στο κουρείο, παρατήρησε με έκπληξη το ελάττωμά του και αναγνώρισε ότι ήταν αληθινό, δεν θέλησε να δείξει οργή× είπε ότι, σε τελική ανάλυση, ήταν κάτι ασήμαντο.
Ε, ναι, αναμφίβολα, κάτι ασήμαντο∙ είδα όμως, παρακολουθώντας τον από μακριά, ότι σταμάτησε μια πρώτη φορά στη βιτρίνα ενός μαγαζιού, κι έπειτα μια δεύτερη φορά, πιο πέρα, μπροστά σε μια άλλη∙ και ακόμη πιο πέρα και για περισσότερη ώρα, μια τρίτη φορά, στον καθρέφτη της εισόδου ενός καταστήματος για να παρατηρήσει το πηγούνι του∙ και είμαι σίγουρος ότι, μόλις έφτασε στο σπίτι του, θα έτρεξε στην ντουλάπα για να κάνει με περισσότερη άνεση σ’ εκείνον τον καθρέφτη την νέα γνωριμία με τον εαυτό του, που είχε εκείνο το ελάττωμα. Και δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι, για να εκδικηθεί με τη σειρά του ή για να συνεχίσει ένα αστείο που του φάνηκε ότι άξιζε να διαδοθεί ευρέως στο χωριό, αφού θα ρώτησε κάποιον φίλο του (όπως είχα ρωτήσει εγώ εκείνον) αν είχε προσέξει ποτέ εκείνο το ελάττωμα στο πηγούνι του, κάποιο άλλο ελάττωμα θ’ ανακάλυψε εκείνος ή στο μέτωπο ή στο στόμα αυτού του φίλου του, ο οποίος, με τη σειρά του… –μα ναι! ναι!– θα ορκιζόμουν ότι για αρκετές μέρες στη σειρά στην αριστοκρατική πόλη τού Ρικιέρι είδα (αν δεν ήταν όλα της φαντασίας μου) έναν αρκετά μεγάλο αριθμό συμπολιτών μου να περνούν απ’ τη μια βιτρίνα μαγαζιού στην άλλη και να σταματούν μπροστά απ’ την καθεμιά παρατηρώντας στο πρόσωπό τους άλλος τα ζυγωματικά του κι άλλος την άκρη του ματιού του, άλλος τον λοβό τού αφτιού του κι άλλος το πτερύγιο της μύτης του. Κι επιπλέον έπειτα από μία εβδομάδα με πλησίασε κάποιος με ύφος μπερδεμένο για να με ρωτήσει αν ήταν αλήθεια ότι, κάθε φορά που άρχιζε να μιλάει, ζάρωνε ασυναίσθητα το βλέφαρο του αριστερού του ματιού.
«Ναι, αγαπητέ μου», του είπα πολύ γρήγορα. «Κι εγώ, βλέπεις; Η μύτη μου κλίνει προς τα δεξιά∙ το ξέρω όμως από μόνος μου∙ δεν είν’ ανάγκη να μου το πεις εσύ∙ τα φρύδια μου δε; Σαν περισπωμένες! Τ’ αφτιά μου, εδώ, κοίτα, το ένα πιο πεταχτό απ’ τ’ άλλο∙ κι εδώ, τα χέρια: πλατιά, ε; Και η αναπηρική άρθρωση του μικρού δαχτύλου∙ και τα πόδια; Εδώ, αυτό εδώ, σου φαίνεται ότι είναι σαν το άλλο; Όχι, ε; Μα το ξέρω από μόνος μου και δεν είν’ ανάγκη να μου το πεις εσύ. Να ’σαι καλά».
Τον άφησα σύξυλο, και δρόμο. Αφού έκανα λίγα βήματα, άκουσα να με φωνάζει και πάλι.
«Ψιτ!»
Πολύ ήρεμος, με καλούσε με το δάχτυλο κοντά του για να με ρωτήσει:
«Συγγνώμη, μετά από σένα, δεν γέννησε άλλα παιδιά η μάνα σου;»
«Όχι: ούτε πριν ούτε μετά», του απάντησα. «Μοναχοπαίδι. Γιατί;»
«Γιατί», μου είπε, «αν η μητέρα σου είχε γεννήσει κι άλλη φορά, θα ’χε κάνει σίγουρα κι άλλο αγόρι.»
«Αχ, ναι; Πώς το ξέρεις;»
«Νά: οι γυναίκες του λαού λένε ότι όταν τα μαλλιά ενός παιδιού καταλήγουν στον αυχένα σε μια ουρίτσα όπως αυτή εκεί που έχεις εσύ, το επόμενο παιδί θα είν’ αγόρι».
Έβαλα το χέρι μου στον αυχένα και μ’ ένα ψυχρό χαχανητό τον ρώτησα:
«Αχ, έχω μία… πώς το είπες;»
Κι εκείνος:
«Ουρίτσα το λένε στο Ρικιέρι, αγαπητέ μου».
«Ω, μα αυτό δεν είναι τίποτα!», αναφώνησα. «Μπορώ να το κόψω».
Αρχικά αρνήθηκε κουνώντας το δάχτυλό του, έπειτα είπε:
«Θα σου μείνει για πάντα το σημάδι, αγαπητέ μου, ακόμη κι αν το ξυρίσεις».
Κι αυτή τη φορά μ’ άφησε σύξυλο εκείνος.
Για το έργο:
Ο Λουίτζι Πιραντέλλο και ο Βιτάντζελο Μοσκάρντα, το δημιούργημά του, πορεύονται μαζί για δεκαπέντε χρόνια αναζητώντας απαντήσεις σε ερωτήματα που θέτει η ίδια η ζωή μέσα απ’ τις πιο συνηθισμένες ανθρώπινες ενέργειες και σχέσεις. Το τελευταίο και κλασικό πλέον μυθιστόρημα του σικελού νομπελίστα Πιραντέλλο, που ολοκληρώθηκε το 1925 και που διεισδύει στα μύχια του νου και της ψυχής, έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως το πληρέστερο και σημαντικότερο έργο του.
Για τον συγγραφέα:
Ο Λουίτζι Πιραντέλλο γεννήθηκε στη Σικελία το 1867. Είναι περισσότερο γνωστός για το εξαιρετικό θεατρικό του έργο, αλλά έχει γράψει και πολλά μυθιστορήματα και διηγήματα. Βραβεύτηκε το 1934 με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Στο έργο του κυριαρχούν οι αντιθέσεις («είναι»-«φαίνεσθαι», άτομο-κοινωνία) και παράλληλα η ανάγκη για ενδοσκόπηση. Τα θεατρικά του έργα παίζονται συνεχώς και κατατάσσονται στα κλασικά έργα. Πέθανε στη Ρώμη το 1936.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: Ίνδικτος ΣΕΛΙΔΕΣ: 272 ΤΙΜΗ: € 17,00