Αν παραγγείλεις να σου χτίσει το σπίτι ο Κώστας Γουζέλης είναι σαν να συνάπτεις συμβόλαιο με τη φύση. Γιατί ο Γουζέλης είναι ο ίδιος ένα συνειδητοποιημένο κομμάτι της φύσης, ένας ομηρικός πολυτεχνίτης έτοιμος ανά πάσα στιγμή να ενεργοποιήσει τις πολλαπλές του ιδιότητες στην υπηρεσία του κτιρίου που έχει σχεδιάσει και επιβλέπει. Χτίζει το κτίριο καθοδηγούμενος από το ποιητικό του όραμα και τη γλυπτική του αντίληψη. Τα κτίριά του πατάνε γερά, φυτρώνουν σαν φυτά με στέρεους όγκους ριζωμένους στη γη. Στιβαρά και συγχρόνως αεροβάμονα. Λιτά και παιγνιδιάρικα, στέρεα και ανάλαφρα. Τα ακούς σαν μουσική. Η αρχιτεκτονική του είναι ένα θαυμαστό όχημα ζωής και ποικίλων τεχνών.
Μια τελετουργία σε ρελαντί. Φυτεύει έντεχνα τις μικροσκοπικές χρωματιστές πέτρες δημιουργώντας μωσαϊκές συναισθηματικές συγχορδίες για να τις πατούν οι σημερινοί και οι μελλοντικοί κάτοικοι του σπιτιού. Φορώντας την άσπρη μπαντάνα στο κεφάλι του μοιάζει με ψηλοκρεμαστό στοιχειό του ελαιώνα που ξεγλίστρησε από τις ασημένιες φυλλωσιές και μπήκε στο σπίτι να παίξει με τις ψηφίδες και τα υλικά. Με μια κίνηση είναι σαν να δίνει «το ελεύθερο» σε όλα τα στοιχεία της φύσης αλλά και σε όλες τις τεχνικές να έρθουνε να συνδράμουν για να γίνει ένας χώρος ποιητικός, χώρος ηρεμίας, που ξεκουράζει το μάτι και την ψυχή. Ενορχηστρώνει έναν αόρατο θίασο από μαστόρους και καλλιτέχνες που συμπράττουν για να γίνει το ωραιότερο κέλυφος που θα στεγάσει μια ανθρώπινη ζωή.
Δεν μπορώ παρά να θυμηθώ τον Τσαρούχη που έλεγε ότι ο ζωγράφος ζωγραφίζει τη σχέση του με τα πράγματα. Η σχέση του Γουζέλη με τα πράγματα είναι ερωτική. Η σχέση του με τη θάλασσα, με τους ανέμους, τα δέντρα, τα αμπέλια: ο φίλος του Γιώργος Ζήκας έγραψε ένα τραγούδι που το τραγουδάει την ημέρα του τρύγου και λέγεται Το αμπέλι του Γουζέλη. Στα σπίτια που χτίζει ο Γουζέλης νιώθεις βασιλιάς —«πασάς στα Γιάννενα» που θα έλεγε ο ίδιος— γιατί είναι απλόχωρα, γενναιόδωρα, με πεζούλια και χτιστούς πάγκους στους υπαίθριους χώρους σχεδιασμένους ώστε να μπορείς να ξαπλώσεις και να απολαύσεις το νέκταρ από τα σταφύλια του διπλανού σου αμπελιού στα Πρωτόρια. Η αιωνόβια ελιά βρίσκεται δίπλα και μπροστά στο σπίτι με φόντο ουρανό και πέλαγο.
Ο Έμερσον είχε πει ότι «ο άνθρωπος είναι ένας ερειπωμένος θεός». Οι σιδερένιοι άνθρωποι του Κώστα Γουζέλη, τα ιδιαίτερα γλυπτά του με τη δικιά τους προσωπικότητα, που όμοιά τους δεν έχω ξαναδεί, μου έφεραν αυτά τα λόγια στο νου. Οι σιδερένιοι άνθρωποι, ένας αγώνας να γίνουν δύο οι τρεις διαστάσεις, έρχονται να σηματοδοτήσουν τα όρια του σπιτιού, τα όρια της επικράτειας της μαγικής αναγεννησιακής προσωπικότητας του αρχιτέκτονα, του γλύπτη, του ψηφιδοθέτη των αστερισμών, του ζωγράφου, του σχεδιαστή, του ποιητή, του καπετάνιου, του μερακλή σε ό,τι κάνει, του χαρισματικού μάστορα, του ιστιοπλόου που κερδίζει τις ρεγκάτες απανωτά, του γλυκού φίλου, τελικά του μοναδικού φίλου, του Πάνα του Ελαιώνα. Είμαστε τόσο τυχεροί να απολαμβάνουμε τη φιλία του!
Θυμάμαι ότι ήτανε το όνειρο του πατέρα μου να χτίσει ένα σπίτι όπου τα ταβάνια θα ήτανε ο ουρανός με τ’ άστρα, οι τοίχοι του η γη με τα λουλούδια της και τα πατώματά του η θάλασσα με τα ψάρια της. Τα σπίτια του Γουζέλη έχουνε αυτή την πρωτόγνωρη αίσθηση. Σαν τις ελληνιστικές επαύλεις του Mare Nostrum. Αρχιτέκτονας, καπετάνιος, ψαράς, ποιητής, στοχαστής, ζωγράφος, γλύπτης, σιδεράς, μάστορας, ψηφιδοθέτης, εκδότης, φωτογράφος. Να είσαι δημιουργικός είναι ένας τρόπος να παραμένεις αθώος. Ένα γλυπτό του είναι Οι δυο ψαράδες. Η αποθέωση της λυρικής δημιουργίας. Σίδερα κομμένα με το ψαλίδι. Με τις φωτιές του Ηφαίστου να ζωντανεύουνε τα χέρια του καθοδηγεί τα σίδερα να χορέψουνε ένα χορό της θάλασσας, ένα χορό που μόνο ένας θαλασσινός γνωρίζει. Αναρίθμητα ψάρια ανεβάζουνε τους δυο ψαράδες και τη βάρκα τους στα ύψη της αιωνιότητας.