Το «δύσκολο δεύτερο άλμπουμ» είναι μια ιστορία τόσο παλιά όσο η ποπ κουλτούρα, με αμέτρητα παραδείγματα καλλιτεχνών που αναμετρήθηκαν με την παγίδα του follow-up με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα. Για κάθε Stone Roses κι Arcade Fire (που το έπαθαν), υπάρχει και μια Μπρίτνεϊ Σπίαρς (που δεν το έπαθε). Ο Τζόρνταν Πιλ δεν είναι μουσικός, αλλά με το Εμείς βρίσκεται αντιμέτωπος με αυτή τη φάση της καριέρας του, μετά τον ιστορικό θρίαμβο του Τρέξε! που όχι μόνο έσπασε τα ταμεία πριν 2 χρόνια, αλλά επανακαθόρισε το δημόσιο διάλογο για τις φυλετικές διακρίσεις στην Αμερική κι έγινε Δούρειος Ίππος για το είδος του θρίλερ στα Όσκαρ, κερδίζοντας το βραβείο για το πρωτότυπο σενάριό του.
Ο Πιλ έγινε ο πρώτος μαύρος σεναριογράφος που βραβεύτηκε από το θεσμό, αλλά μέχρι τότε η νίκη του ήρθε απλώς σαν κερασάκι στην τούρτα της συνεχιζόμενης επιτυχίας και του κοινωνικού αντίκτυπου του σκηνοθετικού του ντεμπούτου, που είχε κυκλοφορήσει στις αίθουσες σχεδόν ένα χρόνο πριν τη βραδιά της απονομής. Το Τρέξε! καθιέρωσε το δημιουργό του ως κάτι ανάμεσα σε ήρωα και προφήτη, με το millennial κοινό και τους κριτικούς να κρατούν την αναπνοή τους ως το επόμενο κήρυγμα/μανιφέστο του, το οποίο φτάνει με εργοστασιακή ακρίβεια σχεδόν άλλον ένα χρόνο από εκείνη τη βραδιά.
Το Εμείς φέρνει στην επιφάνεια το εντυπωσιακό ταλέντο του Πιλ, αλλά μέχρι το τρίτο μέρος ο συμβολισμός έχει υπερφορτώσει υπονομεύοντας το σχόλιο του επιλεκτικού προνομίου και της καθημερινής ανισότητας.
Μετά από μια σύντομη εισαγωγή για την ύπαρξη υπόγειων τούνελ στις ΗΠΑ, το πρώτο πράγμα που βλέπουμε μετά τους τίτλους αρχής στο Εμείς είναι κουνέλια σε κλουβιά, που εξελίσσονται σε must ζωάκι της κινηματογραφικής σεζόν, μετά και την παρουσία τους στην Ευνοούμενη του Γιώργου Λάνθιμου, μια αναφορά που είμαστε υποχρεωμένοι από τον αρχισυντάκτη μας να κάνουμε σε εβδομαδιαία βάση και ήδη μας έχει αγχώσει το πώς θα βρούμε λανθιμική σύνδεση σε προσεχείς ταινίες όπως το Ντάμπο και το Shazam (editor’s note: ο αρχισυντάκτης είναι ο ίδιος άνθρωπος που διαβάζει σε ώρες γραφείου προτάσεις σαν τη δεύτερη του σημερινού κειμένου, πιστεύω είστε μαζί του…).
Η 4μελής κεντρική οικογένεια του Εμείς, φαινομενικά χαρούμενη και ισορροπημένη, ξεκινά τις καλοκαιρινές διακοπές της στο εξοχικό της, κοντά στην παραλία όπου η σύζυγος και μητέρα Άντελεϊντ (Λουπίτα Νιόνγκο) είχε στην παιδική της ηλικία μια τραυματική εμπειρία σε μια αίθουσα με καθρέφτες που τη σημάδεψε σε βαθμό που έχασε την ομιλία της για ένα διάστημα. Δεν μοιράστηκε ποτέ το γεγονός με τον άντρα της (Γουίνστον Ντιουκ), αλλά η επιστροφή της στο σημείο ξυπνά ανήσυχες μνήμες και συνοδεύεται από ατυχείς συμπτώσεις που κάνουν την Άντελεϊντ να θέλει να τα μαζέψουν και να φύγουν. Το ίδιο βράδυ, ο μικρός γιος ανακοινώνει στους γονείς του ότι «είναι μια οικογένεια στην είσοδο» (μια μικρή αλλά τέλεια future classic στιγμή), η οποία εισβάλλει στο σπίτι και τους αιχμαλωτίζει. Φοράει ολόσωμες κόκκινες φόρμες, κρατάει ψαλίδια και τα πρόσωπά της είναι ολόιδια με τα θύματά της: οι εισβολείς είναι οι σωσίες τους.
Και στην ερώτηση ποιοι είστε, απαντούν: «Είμαστε Αμερικάνοι».
Το πτυχίο Κοινωνιολογίας γράφεται μόνο του από αυτό το σημείο και στη συνέχεια, καθώς αποκαλύπτονται τα κίνητρα και η προέλευση των βίαιων επαναστατών και το κοινωνικό στοιχείο του σινεμά που φαίνεται να έχει αποφασίσει ότι θέλει να κάνει ο Πιλ, προσπαθώντας να συνδυάσει τις genre ορέξεις του και τη μετάβασή του από την τηλεοπτική σάτιρα στον auter-ισμό τρόμου. Στο Εμείς, αυτή η φιλοδοξία φέρνει στην επιφάνεια το εντυπωσιακό ταλέντο και την αυτοπεποίθηση με την οποία σκηνοθετεί μια ταινία τρόμου πιο διασκεδαστική απ’ ό,τι οφείλει να είναι, αλλά μέχρι το τρίτο μέρος ο συμβολισμός (που υπάρχει σχεδόν σε κάθε πλάνο της ταινίας, από τη βιντεοκασέτα του C.H.U.D. – Cannibalistic Humanoid Underground Dwellers μέχρι το ψαλίδι ως συμμετρικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για να διαχωρίζει) έχει υπερφορτώσει την αφήγηση και η πληθώρα των ιδεών αφήνεται στη μοίρα της για χάρη μιας ανατροπής που υπονομεύει το σχόλιο του επιλεκτικού προνομίου και της καθημερινής ανισότητας. Άλλωστε ακόμα και η παρουσία της Νιόνγκο στον ανατριχιαστικό, διπλό πρωταγωνιστικό ρόλο είναι μια υπενθύμιση όχι απλώς του ταλέντου της, αλλά της ειρωνικής μεταχείρισής της από το Χόλιγουντ αμέσως μετά το Όσκαρ της για το 12 Χρόνια Σκλάβος, που την τοποθέτησε σε ρόλους στα μεγαλύτερα μπλοκμπάστερ (από τα δύο νέα Star Wars μέχρι το Βιβλίο της Ζούγκλας) στους οποίους ήταν εντελώς αόρατη, κρυμμένη κάτω από τόνους μακιγιάζ ή δίνοντας μόνο τη φωνή της.
Το Εμείς, πέρα από απλές απολαύσεις όπως οι άπειρες αναφορές στην ποπ κουλτούρα που κάνουν παιχνίδι την παρακολούθησή του, μαρτυρά μια μεσοαστική ενοχή για μια ζωή ανέσεων και ταυτόχρονα καταδεικνύει τη μεσοαστική συνενοχή στη διαιώνιση της δαιμονοποίησης της διαφορετικότητας. Όπως και στο Τρέξε!, ο Πιλ ποντάρει στο ότι για να βελτιωθούμε σαν άνθρωποι και σαν κοινωνία, μάλλον πρέπει να πάρουμε μια καλή τρομάρα.