Categories: ΘΕΑΤΡΟ

Ο Θέμελης Γλυνάτσης σκηνοθετεί έναν από-ιστορικοποιημένο Καποδίστρια

Βάζω, σχεδόν άτακτα, πάνω στο τραπέζι, τις κάρτες του θέματος. Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Νέα καλλιτεχνική σεζόν στο ΚΠΙΣΝ. Φιλόδοξη επετειακή παραγωγή. Νέο, πρωτότυπο έργο. Μονόδραμα. Καποδίστριας. Έρωτας. Όχι έρωτας, τρυφερότητα. Επιστολές. Ρωξάνδρας Στούρτζα. Μολδαβή αριστοκράτισσα. Βάζω, σχεδόν άτακτα, πάνω στο τραπέζι, τις κάρτες του θέματος. Τις ανακατεύω. Διαβάζω.

Σε μια από τις πιο ρομαντικές σελίδες της Εθνεγερσίας, ο φέρελπις πολιτικός και διπλωμάτης Καποδίστριας και η ευγενής και μορφωμένη Στούρτζα, γόνος πλούσιας οικογένειας της Μολδαβίας, συναντήθηκαν στη ρωσική αυτοκρατορική αυλή το 1809 και μοιράστηκαν έναν μακρόβιο δεσμό βαθιάς πνευματικότητας, όσο κι αν η ταξική διαφορά σε συνδυασμό με την πατριωτική αυτοθυσία του Καποδίστρια στην ελληνική υπόθεση δεν επέτρεψαν στον έρωτά τους να εκδηλωθεί. Η σχέση τους φαίνεται πως άνθιζε με επίκεντρο τη μουσική: εκτός από την κοινή πολιτική τους δράση γύρω από τη Φιλόμουσο –όσο και φιλελληνική– Εταιρεία της Βιέννης, η Στούρτζα φέρεται να έπαιζε πιάνο στον Καποδίστρια κατά τις ιδιωτικές τους στιγμές…

Η Καλλιόπη Τσουπάκη, σημαντικότατη Ελληνίδα συνθέτρια της διασποράς, και πρόσφατα τιμημένη με την ανώτατη ολλανδική συνθετική διάκριση Componist des Vaderlands, αφουγκράζεται τη σχέση αυτή και συνθέτει ένα μουσικό έργο, με όρους μη αφηγηματικούς¸ μια προσωποκεντρική καταβύθιση στην κοινή εσωτερικότητα δύο ανθρώπων που έζησαν τις ζωές τους χωριστά.

Την ίδια ώρα ο Θέμελης Γλυνάτσης, ένας από τους τολμηρότερους νέους σκηνοθέτες, καλείται να του δώσει «σάρκα και οστά», να δώσει εικόνες στην μη αφήγηση, να εκφράσει το βουβό συναίσθημα δύο προσώπων που τελικά δεν «συναντήθηκαν» ποτέ. Δεν είναι η πρώτη του «παρέμβαση», αυτή τη χρονιά. Στις 3 και 4 Αυγούστου παρουσίασε στο Αρχαίο Θέατρο Μεγαλόπολης τη σκηνοθετική του πρόταση «Η Βαλκυρία – Πρώτη Πράξη – του Ρίχαρντ Βάγκνερ», στο πλαίσιο του προγράμματος του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού «Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός».

Θέμελης Γλυνάτσης © Μάριος Γαμπιεράκης

Τον συναντώ στο «χώρο» του λίγο πριν τη γενική πρόβα «Είναι η ώρα για τα ψυχαναγκαστικά μου» λέει χαμογελώντας, «θέλω να τσεκάρω τους φωτισμούς, τα αντικείμενα, να κάνω και κάποιες βόλτες, να εναρμονιστώ με το χώρο, γιατί καλό είναι πάντα, να έχεις τον τόπο της παράστασης με το μέρος σου». Πατάω rec.

Ποια ήταν η αφορμή της συνάντησης σας, με το Καποδίστριας: Μονόδραμα μιας μυστικής ζωής;

Ήταν ανάθεση από τον διευθυντή της Εναλλακτικής Σκηνής στα πλαίσια των εκδηλώσεων για το 1821.

Είδαν κάτι σε σας, κάτι σε σχέση με το έργο;

Δεν υπήρχε, τουλάχιστον εις γνώστη μου, κάποια, πως να το πω, συνάφεια… Μια υπόθεση που θα μπορούσα να κάνω, είναι ίσως λόγω της ιδιαίτερης δραματουργίας του.

Ποιες είναι οι μεγαλύτερες δυσκολίες στην σκηνοθεσία ενός τέτοιου μουσικού έργου;

Η τεράστια δυσκολία έχει να κάνει με την απουσία μιας «ιστορίας» η οποία εξελίσσεται γραμμικά, με την ομιχλώδη φιγούρα του Καποδίστρια στο έργο, με την θεματολογία του έργου που δεν μιλά για μια εκρηκτική ερωτική σχέση, αλλά για μια υπόγεια έλξη που αποτυπώθηκε κυρίως στις επιστολές μεταξύ του Καποδίστρια και της Ρωξάνδρας Στούρτζα. Εκεί πρέπει κανείς να επινοήσει μια συνθήκη, μια παραστασιακή αφήγηση, μια σειρά εικόνων, μια κινησιολογία και μια θεατρική δόνηση για να φέρει στη σκηνή ένα έργο που έχει αμφίσημη σχέση με τη σκηνική αναπαράσταση. Αυτή ήταν η δυσκολία και η πρόκληση.

Τι φανερώνουν τελικά, αυτές οι επιστολές;

Μια τρυφερότητα σίγουρα. Από την άλλη, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, δεν νομίζω πως ο Καποδίστριας ήταν ένας άνθρωπος που θα επέτρεπε ποτέ να κυριευθεί από ένα πάθος. Λόγω της προέλευσής του από μια ιδιαιτέρως συντηρητικής οικογένεια, αλλά και λόγω της επιλογής του να αφοσιωθεί στην πολιτική και κοινωνική ανοικοδόμηση της Ελλάδας, η δυνατότητα του ερωτικού πάθους, φαντάζομαι, θα προέκυπτε ως κάτι ξένο, όσο επιθυμητό και να ήταν. Δεν νομίζω πως θα επέτρεπε κάτι που θα τον παρέσερνε μακριά από αυτό το στόχο. Δεν θεωρώ πως μιλάμε απλά για μια επιλογή βασισμένη σε πρακτικές δεσμεύσεις και δυσκολίες, αλλά σε βαθιά ιδεολογική και υπαρξιακή τοποθέτηση, και ένα πάθος δημιουργίας μιας πρακτικής αποτύπωσης ενός πολιτικού ιδεώδους.

Τίμος Σιρλαντζής και Μαριλένα Γερμανού σε σκηνή του έργου © Αντρέας Σιμόπουλος

Θα μπορούσε να είναι ίσως ένας βουβός έρωτας. Ένα πάθος που δεν ολοκληρώνεται. Μήπως η «αθανασία» τελικά, είναι η κατάρα ενός έρωτα που δεν βρήκε ποτέ τις κατάλληλες λέξεις;

Αρχικά θα μπορούσε να πει κανείς, πως οι ερωτικές ιστορίες που στοιχειώνουν τον Δυτικό πολιτισμό είναι ιδιαιτέρως φλύαρες. Πως η Δυτική ποιητική, διαισθανόμενη την ύπουλη σιωπή της ερωτικής εμπειρίας, κόπιασε για να βρει το κατάλληλο λεξιλόγιο και τις απαραίτητες φόρμες για να σκιαγραφήσει μια τόση περίπλοκη, και συχνά τραυματική, εμπειρία. Από την άλλη μεριά, η αθανασία ενός καταραμένου, ανείπωτου έρωτα, είναι και αυτή μέρος μια πολιτισμικής αντίληψης, ενός φετίχ που διαιωνίζεται από την εποχή των ελεγειακών ποιητών. Μια γενεαλογία προσπάθειας αναπαράστασης μιας αρνητικότητας, ενός κενού το οποίο όμως δεν είναι άνευ νοήματος. Αν υπάρχει κάτι το τόσο γοητευτικό στην επιστροφή στους μεγάλους ερωτικούς μύθους, είναι η δυνατότητα που μας δίνουν να ερχόμαστε σε συνάφεια με ένα πλαίσιο ταυτόχρονα πλημμυρισμένο και άδειο από νόημα.

Το έργο ασχολείται με μια «θνητή» πτυχή, ενός ιστορικού προσώπου. Τι κάνει τόσο ενδιαφέρουσα αυτή την πλευρά; 

Είναι επισφαλές να μιλάμε για τη θνητότητα νεκρών προσωπικοτήτων, γιατί τις περισσότερες φορές, εικάζουμε, προβάλλουμε, και κατασκευάζουμε. Η θνητότητα ανήκει, εν τέλει, στο βασίλειο του θανάτου, και η κατανοητή επιθυμία μας να γκρεμίσουμε απ’ τα βάθρα ηγέτες, στρατηγούς, συγγραφείς κτλ και να τους κάνουμε πιο προσιτούς, ενέχει τον κίνδυνο της απλοϊκότητας και μιας εύκολης ρομαντικοποίησης. Απαιτείται μια λεπτότητα, μια προσεκτική ψηλάφηση και την απόφαση πως το μόνο που μπορούμε να προσεγγίσουμε είναι μια εκδοχή. Ποτέ όμως την καθαυτή θνητότητα. Π.χ., το υπέροχο θεατρικό έργο του Πίτερ Σέιφερ, Αμαντέους, στο οποίο βασίστηκε η ταινία του Μίλος Φόρμαν, κατασκευάζει το ρομαντικό δίπολο της αφελούς ιδιοφυίας Μότσαρτ και του δαιμονικού ανταγωνιστή Σαλιέρι, ένα δίπολο που ουσιαστικά είναι ποιητικό και ουδεμία σχέση έχει με την ιστορία. Αναγκάζουμε τις βιογραφίες να ενταχθούν σε αφηγηματικά στερεότυπα γιατί πολλές φορές, η καθαυτή πραγματικότητα είναι είτε πολύ ασαφής, ελλιπής, ή απλά ανιαρή.

Πριν από την παράσταση, είχατε μια κάποια «επαφή» με το ιστορικό αυτό πρόσωπο;

Μόνο στο σχολείο. Με αφορμή το έργο, έκανα την ανάλογη μελέτη. Όχι σε μεγάλο βαθμό όμως, καθώς η έρευνα σε ένα έργο που ουσιαστικά δεν το απασχολεί η ιστορία, μπορεί να είναι και τροχοπέδη.  Μπορεί δηλαδή να αρχίσει κανείς να προσθέτει στοιχεία από την έρευνα που εν τέλει δεν είναι χρήσιμα σε ένα έργο. Δουλεύοντας για αυτή την παράσταση, άφησα συνειδητά πίσω μου ότι είχα διαβάσει. Ουσιαστικά, αυτό που με ενδιέφερε περισσότερο, ήταν ένα νεκρός άντρας που φέρνει στον κάτω κόσμο την ανάμνηση της αγαπημένης του. Όπως επίσης, η δημιουργία μιας παράστασης για έναν από-ιστορικοποιημένο Καποδίστρια.

Τίμος Σιρλαντζής © Αντρέας Σιμόπουλος

Για τις ανάγκες αυτής του «μονοδράματος» συνεργαστήκατε, με τον μπασοβαρύτονο Τίμο Σιρλατζή, όπως και με τη χορεύτρια Μαριλένα Γερμανού. Πως ήταν αυτή η συνεργασία;

Ήταν και είναι πραγματικά υπέροχη και με τους δυο. Τόσο επειδή είναι εξαιρετικοί στη δουλειά τους, όσο και επειδή είναι καλοί, γενναιόδωροι, υπομονετικοί και ευγενείς άνθρωποι. Υπήρχε μια σαφέστατη ομαδικότητα σε αυτή τη δουλειά, και μια αίσθηση φροντίδας, και φυσικά, μια πλούσια ανταλλαγή ιδεών που οδηγούσε πάντα σε μια εξέλιξη. Υπήρχε σαφής πειθαρχία, και μια αδιάκοπη κίνηση προς την τελειοποίηση της κίνησης, της φωνής, της φόρμας, ή της ψυχικής συνθήκης.

Σε ποια πράγματα βρίσκετε την έμπνευση για να δημιουργείτε;

Νομίζω ο κάθε καλλιτέχνης βιάζει την κάθε πτυχή της πραγματικότητας ώστε αυτή να μετατραπεί σε μια δεξαμενή έμπνευσης – υπάρχει κάτι βάναυσο σε αυτό, καθότι τα πάντα είναι εν δυνάμει υλικό έτοιμο να απαχθεί από την ποιητική φαντασία, και να μετουσιωθεί σε κάτι ανοίκειο. Για μένα, η αδιόρατη γραμμή της καθημερινότητας μεταξύ του τετριμμένου και του υψηλού είναι η αρχή και το τέλος όλων – λες και η πραγματικότητα έχει μια ροπή προς αυτό που την αναιρεί. 

Οι ταινίες είναι μια κάποια πηγή έμπνευσης;

Επιστρέφω συχνά στις ταινίες του Μπέργκμαν, του Κιούμπρικ, του Μάικ Λι, του Χίτσκοκ, του Χάνεκε, του αγαπημένου μου Ντέρεκ Τζάρμαν, όχι γιατί μπαίνω σε πειρασμό να τις φέρω στη σκηνή, αλλά επειδή είναι τεράστιοι δάσκαλοι σε ό,τι αφορά την αισθητική και την καλλιτεχνική τους γενναιότητα.

Σας χαρακτηρίζουν ως ένα «από τους πιο δημιουργικούς και ανήσυχους σκηνοθέτες της γενιάς σας». Ποια είναι αυτά τα στοιχεία, πιστεύετε, που τους οδηγούν σε τέτοια συμπεράσματα;

Εν γένει, στέκω επιφυλακτικός ενώπιον τέτοιων χαρακτηρισμών. Παρότι κατανοώ την ανάγκη να υπάρξει ενός είδους «ταυτοποίησης» του εκάστοτε καλλιτέχνη, μου είναι δύσκολο να αντιδράσω ακόμα και σε μια τόσο τιμητική περιγραφή. Γιατί για μένα, η δημιουργικότητα και η ανησυχία είναι ταυτόσημες με την καλλιτεχνική διαδικασία, ο συνεχής αυτός κυματισμός που ενεργοποιεί τον κάθε καλλιτέχνη, και κυρίως, τον ωθεί να μην κατασταλάζει σε δεδομένες, παγιωμένες φόρμες, αλλά κάθε φορά να δοκιμάζει κάτι καινούργιο, κάτι διαφορετικό, κάτι συχνά επικίνδυνο για την σταθερότητα που όλοι μας, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, κρυφά επιδιώκουμε. Θεωρώ δηλαδή πως κανείς οφείλει να ξεγλιστρά ανάμεσα από τις ταυτοποιήσεις αυτές, και να εφευρίσκει την ταυτότητά του στην μετατόπιση αυτή. Συχνά, οι ταυτοποιήσεις αυτές διαρρηγνύουν τη σχέση του καλλιτέχνη με το έργο του/της, και καταλήγουν σαν «σημάδια αγοράς» και επικοινωνιακές διευκολύνσεις, και όχι σαν αυθεντικές ερμηνευτικές/κριτικές πυξίδες.

Ποιος είναι ο σκηνοθέτης του «Καποδίστρια» σήμερα, σε σχέση με τον σκηνοθέτη του «Cendrillon» από το 2014 ή του «Ταξίδι το χειμώνα» από το 2015. Τι έχετε ανακαλύψει, κρατήσει ή αφήσει πίσω, στο πέρασμα των χρόνων;

Οι αλλαγές είναι ελάχιστες και τεράστιες ταυτόχρονα – το μουσικό θέατρο και η όπερα παραμένουν οι πιο βασικές ενασχολήσεις μου, όπως και η έρευνα σε σχέση με τη σωματικότητα και την εκφραστικότητα των τραγουδιστών, τη δραματουργία που αντλείται από τη μουσική καθαυτή, και όχι απαραίτητα από το κείμενο ή μια αφήγηση, την κατασκευή σκηνικών τοπίων που διαδρούν με τη μουσική. Με απασχολεί πολύ περισσότερο η χρήσης της τεχνολογίας στο θέατρο, κάθε είδος μηχανήματος που μπορεί να πλάσει παράλληλα σύμπαντα. Από την άλλη, σίγουρα έχω εγκαταλείψει μια πιο μανιακή συσχέτιση με τη δουλειά μου, που αποδείχτηκε να είναι εμπόδιο, και όχι πηγή έμπνευσης.

Την διετία 2018-2020 διατελέσατε αντιπρόεδρος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Τι σας πρόσφερε αυτή η εμπειρία;

Γνώση θα έλεγα. Παρά το γεγονός πως υπάρχει, μια μεγάλη τεχνοκρατία που μένει για μένα αμετάφραστη. Σε κάποιον δηλαδή που δεν κατέχει τους όρους. Ουσιαστικά ήταν σαν να πηγαίνεις σε κάποιο σεμινάριο για ξένη γλώσσα και να πιάνεις σκόρπιες ατάκες Από ένα σημείο και μετά μαθαίνεις λίγο περισσότερο αυτή τη γλώσσα και βλέπεις ένα δαιδαλώδες σύστημα το οποίο έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Βλέπεις επίσης ανθρώπους, οι οποίοι μέσα σε ένα αμιγώς γραφειοκρατικό, και συχνά καταπιεστικό περιβάλλον, είναι τρομερά δημιουργικοί, πάρα πολύ εύστροφοι και με φοβερή φαντασία.

Ίσως γιατί «αναγκάζονται». Αλλιώς θα βούλιαζαν.

Αντιδρούν με φοβερό ενστικτώδη τρόπο. Και αυτό είναι φοβερά ενδιαφέρον.

Αυτό που περιγράφετε, δεν θα μπορούσε να είναι υλικό, για ένα έργο;

Θα μπορούσε να γίνει συγκλονιστική όπερα. Θα χρειαζόταν βεβαίως έναν φοβερό λιμπρετίστα για να γράψει ένα κείμενο. Το οποίο να μπορεί να αποδώσει το ασφυκτικά περίπλοκο περιβάλλον, αλλά ταυτόχρονα να βγάλει στην επιφάνεια και μια ιδιάζουσα ελαφρότητα σε αντιδιαστολή με το σύνθετο περιβάλλον της διοίκησης. Γιατί ναι, υπάρχουν και κωμικά στοιχεία σε αυτή τη συνθήκη. Είτε ηθελημένα, είτε όχι. Και αυτό θα λειτουργούσε εξαιρετικά σε επίπεδο δραματουργίας και καλλιτεχνικής δημιουργίας.


Εναλλακτική Σκηνή Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος
Μουσικό θέατρο
Πρώτη παρουσίαση / Ανάθεση της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ

Καποδίστριας, Μονόδραμα μιας μυστικής ζωής

Μουσικό έργο: Καλλιόπη Τσουπάκη
Μουσική διεύθυνση: Νίκος Βασιλείου
Σκηνοθεσία: Θέμελης Γλυνάτσης
Σκηνικό – Κοστούμια: Αλεξία Θεοδωράκη
Δημιουργία βίντεο: Μάριος Γαμπιεράκης, Χρυσούλα Κοροβέση
Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου
Επιστημονική σύμβουλος: Μαντώ Μαλάμου

Ιωάννης Καποδίστριας  Τίμος Σιρλαντζής
Ρωξάνδρα Στούρτζα  Μαριλένα Γερμανού

Συμμετέχει επταμελές μουσικό σύνολο

Καποδίστριας, Μονόδραμα μιας μυστικής ζωής, Εναλλακτική Σκηνή Εθνικής Λυρικής Σκηνής, Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος
1, 2, 3 Οκτωβρίου 2021. Ώρα έναρξης: 20.30 (Κυριακή: 19.00)
Τιμές εισιτηρίων: 15, 20€, φοιτητικό: 10€
Προπώληση: ticketservices.gr, Ταμεία της ΕΛΣ στο ΚΠΙΣΝ (2130885700, καθημερινά 09.00-21.00) και τα Καταστήματα Public.
Δημήτρης Πάντσος

Share
Published by
Δημήτρης Πάντσος