Είναι οικογενειακό έθιμο η παρακολούθηση της τελετής της Απονομής των Βραβείων Όσκαρ. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, η αδελφή μου μάζευε τους φίλους της για ολονυχτία με πολύ φαγητό, διαγωνισμούς, δώρα και διάφορα άλλα ωραία. Το 1998 όμως δεν είχαμε καταφέρει να είμαστε στην ίδια χώρα, έτσι είχα μείνει μόνος μου σε μια φοιτητική κουζίνα να βλέπω τον Τιτανικό να μαζεύει το ένα βραβείο μετά το άλλο. Μέχρι που εμφανίστηκε ο Elliott Smith, φορώντας ένα κατάλευκο κουστούμι και έχοντας βέβαια τα ίδια grunge μαλλιά και το πρόσωπο ενός πενηντάρη (αν και δεν είχε ακόμα κλείσει τα τριάντα), για να τραγουδήσει μια συντετμημένη εκτέλεση του «Miss Misery», του κομματιού που ακουγόταν στους τίτλους τέλους του Good Will Hunting. Η εμφάνισή του, μαζί με αυτής της Bjork φυσικά, είναι με διαφορά οι δύο αγαπημένες μου στιγμές μεταξύ τόσων και τόσων ωρών που έχω περάσει προσπαθώντας να μείνω ξύπνιος ανάμεσα σε φίλους που προσπαθούν να μαντέψουν πού θα πάει το επόμενο βραβείο.
Αν και ποτέ δεν υπήρξα φανατικός οπαδός του, είμαι από αυτούς που θεωρούν πως υπάρχουν ώρες ή ημέρες κάθε χρονιάς που δεν μπορείς να ακούσεις τίποτε άλλο. Και δεν πρέπει να ακούσεις κάτι άλλο πέρα απ’την οικεία, ψιθυριστή φωνή ενός τύπου που έγραφε τραγούδια (ειδικότερα πριν έρθουν τα λεφτά των πολυεθνικών) με έναν τρόπο που μας είχε κάνει να πιστέψουμε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τα έγραφε με σκοπό να τα κυκλοφορήσει. Στο «Some Song» για παράδειγμα, τραγουδάει «How they beat you up week after week /And when you grow up, you’re going to be a freak», περιγράφοντας, αρκετά ωμά, το δύσκολο κομμάτι της παιδικής του ηλικίας που σύμφωνα με όσα έχουν γραφτεί ή όσα έχουν δηλώσει οι κοντινοί του άνθρωποι, ήταν ο βασικός λόγος των (πολλών) προβλημάτων του Smith.
Η σχέση του με τη μουσική ξεκίνησε από πολύ νωρίς και κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη φιλοσοφία και τις πολιτικές επιστήμες (τις οποίες και ολοκλήρωσε), έφτιαξε τους Heatmiser, ένα ροκ γκρουπ που ακολουθούσε (πάνω-κάτω) τους grunge μουσικούς κανόνες της εποχής. Κυκλοφόρησε τρεις ολοκληρωμένους δίσκους με τη μπάντα, καταφέρνοντας να υπογράψει συμβόλαιο με τη Virgin λίγο πριν αποχωρήσει απ΄το σχήμα. Ο Smith είχε ήδη αρχίσει να ηχογραφεί τα κομμάτια που θα αποτελούσαν το ντεμπούτο του, Roman Candle. Ο δίσκος, ηχογραφημένος με μίνιμουμ εξοπλισμό, είναι μια κατάθεση χωρίς φτιασίδια και ακόμα και σήμερα, χωρίς να είναι σε καμία περίπτωση η καλύτερη συλλογή τραγουδιών που κυκλοφόρησε ποτέ, αποτελεί ένα έξοχο δείγμα αρχετυπικού songwriting, ενός σωστού τρόπου να γράψεις ακουστικά τραγούδια σε μια τετρακάναλη κονσόλα. Ας μην ξεχνάμε πως την εποχή της κυριαρχίας του grunge, το «επάγγελμα» του τραγουδοποιού ήταν σχεδόν κατακριτέο. Θα έπρεπε να πεθάνει ο Cobain και να πάρει μαζί του τον τελευταίο δυνατό βρυχηθμό του ροκ εν ρολ για να πιστέψει πάλι ο κόσμος στη μοναχική τέχνη του singer/songwriter.
Το δεύτερο άλμπουμ του Smith έφερε το όνομά του και κυκλοφόρησε στην Kill Rock Stars. Εδώ πλέον ξεδιπλώνει το ταλέντο του τονίζοντας, απ’το συγκλονιστικό εναρκτήριο κομμάτι «Needle In The Hay», τη βασική του διαφορά συγκριτικά με τους υπόλοιπους τραγουδοποιούς: ο Smith ήταν ένας σπουδαίος μουσικός, ικανός να γεμίσει το «χώρο» παίζοντας μόνος του. Στο «Southern Belle» νομίζεις πως ακούς έναν λιγότερο βραχνιασμένο Cobain· στο «Coming Up Roses», με το σιγοντάρισμα διακριτικών ντραμς, έναν ευαίσθητο και απελπισμένο crooner. Μέχρι το φινάλε του, εξίσου συναρπαστικού, «The Biggest Lie», και του δίστιχου, «Everything you do makes me want to die /Or I just told the biggest lie», ο Smith καταφέρνει πολύ σύντομα στην καριέρα του να αποκτήσει δική του φωνή, να τραγουδήσει με αφοπλιστική ειλικρίνεια για τα ναρκωτικά, για τις καταθλίψεις, για όσα καθόρισαν τη σύντομη, όπως αποδείχτηκε, ζωή του.
Όπως ήταν αναμενόμενο, ο δίσκος δεν απασχόλησε και πολλούς, αλλά αυτό άλλαξε με την κυκλοφορία του magnum opus του, του Either/Or που κυκλοφόρησε το 1997. Παίρνοντας τον τίτλο του δίσκου απ’το διάσημο βιβλίο του Δανού υπαρξιστή φιλόσοφου Κίρκεγκαρντ, Είτε/Είτε, ο Smith γράφει την καλύτερη συλλογή τραγουδιών του, κυκλοφορώντας έναν απ’τους κορυφαίους δίσκους της δεκαετίας στην Αμερική. Η πιο σταθερή παρουσία της rhythm section στα τραγούδια του, η πιο φροντισμένη παραγωγή, μπορεί να ξενίζουν αν έχεις ακούσει την αλληλουχία των κυκλοφοριών του, αλλά δεν αφαιρούν τελικά κάτι απ’την ισχύ των στίχων του Smith ή της ερμηνείας του. Η παρουσία και μόνο του «Between the Bars», του τραγουδιού που τον έκανε αγαπητό στους απανταχού αλκοολικούς και ο στίχος «Drink up baby, look at the stars I’ll kiss you again between the bars», αποτελούν δείγματα της ζεστασιάς που πρόσφεραν τα τραγούδια του. Το ίδιο θα μπορούσες να πεις και για το «Alameda» (Nobody broke your heart /you broke your own/‘cause you can’t finish what you start), όπως σχεδόν για κάθε τραγούδι του δίσκου. Η παρουσία του στα Όσκαρ και το «Miss Misery» θα ανεβάσουν κατακόρυφα τις μετοχές του, ενώ έχει ήδη καταλήξει στη Dreamworks του Spielberg. Ταυτόχρονα, η κατάθλιψή του είχε βαθύνει, με τα ναρκωτικά και το αλκοόλ να ακολουθούν. Είναι προφανές πως ο Smith, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι underground καλλιτέχνες, δυσκολευόταν να διαχειριστεί την τεράστια επιτυχία του. Την ίδια χρονιά, θα κάνει μια απόπειρα αυτοκτονίας, ενώ μέχρι να τελειώσει το 1998, έμοιαζε να έχει γεράσει 20 χρόνια.
Ο τέταρτος δίσκος του με τίτλο ΧΟ, είναι ο πρώτος καλογυαλισμένος δίσκος του, με τον Smith να προσπαθεί να πλησιάσει τις ανάγκες του ακροατηρίου του και της εποχής του. Το «Waltz #2» είναι η πιο χαρακτηριστική στιγμή του δίσκου κι ένα απ’τα πιο γνωστά, καλύτερα τραγούδια του, το οποίο έχει αποτελέσει το «τελευταίο» κομμάτι σε άπειρες νύχτες μέσα στα μπαρ του ιστορικού κέντρου της Αθήνας. Θα πουλήσει αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες δίσκους, θα δώσει τη διασκευή του στο «Because» των Beatles για τους τίτλους τέλους του American Beauty και θα γνωριστεί για τα καλά πια με την ηρωίνη. Το 2000, όταν κυκλοφορεί τον τελευταίο του δίσκο, το ενδιαφέρον μου για τη μουσική του έχει ατονήσει αισθητά. Οι κριτικές βέβαια είναι διθυραμβικές, αλλά ο ίδιος έχει αρχίσει να παρανοεί, έχοντας έντονα συμπτώματα καταδίωξης. Το 2003, ενώ δίνει έναν ομηρικό καβγά με την κοπέλα του, θα δώσει δύο μαχαιριές στο στήθος του σε μια πολύ περίεργη περίπτωση που άφησε εύλογα ερωτηματικά για το αν πράγματι αυτοκτόνησε. Ο τρόπος που πέθανε, σφράγισε οριστικά αυτό που παρατηρείς ακόμα και αν διαβάσεις διαγώνια την ιστορία του: σε κάθε κρίσιμη καμπή της ζωής του, υπήρχε μια ισχυρή γυναικεία παρουσία. Ο δίσκος που ηχογραφούσε τότε, From a Basement On The Hill, θα μείνει στη μέση και στην πορεία θα αποτελέσει μια απ’τις πιο προσβλητικές περιπτώσεις μεταθανάτιας εκμετάλλευσης της ροκ μυθολογίας, παρόμοιας με αυτής του Jeff Buckley. Τα μισοτελειωμένα τραγούδια θα ολοκληρωθούν από φίλους και συνεργάτες του και οι οπαδοί του θα ακούσουν στο «King’s Crossing» τον Smith να τραγουδάει «I can’t prepare for death any more than I already have», σε ένα δίσκο που για πάντα θα πιστεύω πως δεν έπρεπε να κυκλοφορήσει ποτέ.
Τον Elliott Smith τον συνοδεύει η αίσθηση του ανέφικτου επειδή όλοι γνώριζαν ότι φλέρταρε περισσότερο με το θάνατο παρά με τις γυναίκες, ακόμα και αν υπήρχε πάντα κάποια δίπλα του στις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής του. Η κληρονομιά του και το ταλέντο του βρίσκεται στον άμεσο τρόπο που τραγουδούσε, σε μια σπάνια κατάθεση ψυχής ενός ακόμα «καταραμένου» του ροκ εν ρολ, που θα υπενθυμίζει πως τα πιο όμορφα σκοτεινά τραγούδια τα γράφουν άνθρωποι και όχι καλολαδωμένες μηχανές παραγωγής επιτυχιών.
Περισσότερες πληροφορίες για το ντοκιμαντέρ Heaven Adores You (θα προβληθεί την Τρίτη 23/9 στην αίθουσα ODEON Όπερα 1 και την Τετάρτη 24/9 στον Δαναό 2) εδώ.