Δεν ξέρω αν ήταν ιδέα μου, αλλά αυτή τη φορά, τα επαγγελματικά τηλεφωνήματα που έκανα αυτές τις μέρες, για τις ανάγκες αυτού του κειμένου, ήταν πολύ διαφορετικά. Πήρα μερικούς καλλιτέχνες, για να δω πώς περνούν την καραντίνα, τι σκέφτονται για το τώρα, για το μετά. Σε όλους διέκρινα νοιάξιμο, ευασθησία, χαρά που άκουγαν μια φωνή που προφανώς τους παρέπεμπε σε συνθήκες και συνομιλίες διαφορετικές. Με όλους μοιραστήκαμε ευχές. Και κανείς δεν είχε καμία επιτήδευση και καμία βιασύνη. Όλοι και όλες έτσι μου μίλησαν.
Κι εκείνοι που δέχθηκαν να δημοσιοποιήσω τις σκέψεις τους, κι εκείνοι που προτίμησαν, αυτή τη στιγμή, να μείνουν σιωπηλοί. Να συνεχίσουν το παζλ που φτιάχνουν, το φαγητό που μαγειρεύουν, τις σκέψεις που κάνουν. Είναι περίεργο, αλλά μου άρεσε αυτή η αντίδραση, παρότι δημοσιογραφικά δεν συνηθίζεται να καμαρώνει κανείς για άρνηση δηλώσεων. Όπως μου άρεσε και το ότι όσοι δέχθηκαν να δημοσιευτούν οι απόψεις τους, στο ίδιο σημείο συνέκλιναν: στην ανάγκη σιωπής και περισυλλογής. Και κάτι άλλο που παρατήρησα: ήταν όλοι, μα όλοι, απολύτως ο εαυτός τους, σε όσα είπαν. Αφιλτράριστα, αδιαμεσολάβητα, αυθόρμητα.
«Να δώσουμε έναν τόπο στην ησυχία. Ας πάρουμε μια ανάσα απ’ όλον αυτό το θόρυβο. Δεν είναι η ώρα να φανούμε, όταν η ίδια η ουσία της ζωής μάς φανερώνεται. Βλέπεις τα πρόσωπα ηλικιωμένων ανθρώπων μέσα από τζάμια να φιλάνε τα εγγόνια τους στο στόμα, και θες να πάρεις τον πατέρα σου τηλέφωνο, να τον φιλήσεις από το ακουστικό. Σ αυτή τη μικρή κίνηση εδράζεται το μυστήριο της ζωής.
Στο “Δεκαήμερο” ο Βοκκκάκιος έγραφε ιστορίες της αυγής. Κι αυτό το πρωινό είναι άφωνο. Ο άνθρωπος ξυπνάει με μια εσωτερική μουσική για την υπαρξή του. Τον περιμένει ένα δύσκολο μεσημέρι, αλλά μένει στα πρώτα, στη σιωπή, στις πρώτες χειρονομίες. Είναι κάτι ανεπανάληπτο, πριν γεμίσει το πρόσωπό μας με εκφράσεις, απόψεις, νεύρα κι ό,τι έχει η μέρα να του δώσει. Τότε είναι που μοιάζεις με τη φύση περισσότερο. Και καλείσαι τα βράδια που δεν σε παίρνει ο ύπνος, να βγαίνεις έξω, ν’ ακούς αυτή την ερημιά και τη σιωπή και να ψάχνεις τι υπερβαίνει το θάνατο. Αυτό το “πρωτόγονο”, καλό είναι αφεθεί κανείς να το νιώσει, αυτές τις μέρες. Δεν είναι κάτι που θα περάσει. Εμείς θα περάσουμε μέσα απ’ αυτό και θα πάμε απέναντι.
Τα άλλα όλα τώρα, όσον αφορά το θέατρο, αχ Θεέ μου, τι ωραία, όλα πρέπει ν’ αλλάξουν, κι αυτό είναι μια ευλογία, ή τέλος παντων είναι ό,τι είναι.
Αυτή την ώρα που κινδυνέυουν όλα, που ο σκάρτος μας εαυτός δεν έχει μέρος να σταθεί, ας κάτσουμε αγκαλιαστά παρέα με τη ψυχή μας στο ένα μέτρο που μας αναλογεί. Μέχρι να έρθει η ώρα ν’ αγγιχτούμε ξανά».
« “- Σε λίγο .. – Ναι; – Συνέχισε.”
Αυτές τις μέρες πηγαινοέρχεται στο μυαλό μου αυτή η τελευταία φράση από τον “Κυκλισμο του Τετραγώνου”, του Δημήτρη Δημητριάδη. Μια διαρκής αίσθηση αναμονής και ελπίδας και μιας εκπλήρωσης που δεν φαίνεται να έρχεται. Σ’ αυτή λοιπόν την αναμονή, την προσδοκία του “σε λίγο” βρισκόμαστε όλοι. Χωρίς τίποτα απτό, χωρίς κάποιος να μας εγγυάται ποσο κρατάει το “σε λίγο”, τι κόστος έχει αυτός ο χρόνος αναμονής (σε ζωές, σε ψυχική υγεία, κ.λπ.) άλλοτε βυθιζόμαστε και άλλοτε αισιοδοξούμε. Προτιμώ να μείνω στο δεύτερο σκέλος -αρνούμαι να δω σ’ αυτή την τραγωδία τα μικροπολιτικά συμφέροντα, τις έριδες που ξεσπάνε, τον ακόμη μια φορά ακραίο διχασμό και την πόλωση, που με επιπολαιότητα και ακρισία ξεχύνεται στα διαφορα social media. Τους επαΐοντες της μιας οδού, τους επαΐοντες της άλλης. Εξάλλου δεν υπάρχουν. Βρισκόμαστε όλοι σε άγνοια. Κι είναι πολύτιμο και απελευθερωτικό καμία φορά να το συνειδητοποιούμε. Αυτή η άγνοια λοιπόν έχει πολλές διαστάσεις -δεν ξέρουμε πόσους ανθρώπους θα χάσουμε, δε γνωρίζουμε τι θα συμβεί μετά, ποσο θα κρατήσει αυτή η πανικοβλητική παραμονή στο σπίτι, τι θα βρούμε απ’ αυτά που ξέραμε, τι νέος Γολγοθάς θα έλθει για να επανέλθουμε. Όμως θα επανέλθουμε. Κι ίσως είναι το μόνο που ξέρουμε. Θα επανέλθουμε ελπίζω με τις λιγότερες δυνατές ανθρώπινες απώλειες. Αυτές είναι άλλωστε το μόνο ουσιαστικό κόστος. Θα επανέλθουμε, γιατί εκ φύσεως ο άνθρωπος ιστορικά έχει ανάγκη να επανέλθει στη ζωή και σ’ αυτά που άφησε όταν “σταμάτησε η ζωή του”.
Γιατί ο άνθρωπος θα κρατηθεί απ’ αυτά που έκανε για να ξανάρθει στη ζωή. Βρισκόμαστε στο μάτι του κυκλώνα και στο επίκεντρο του φόβου. Και από εκεί γράφουμε. Και αυτά που διαβάζουμε -καμία φορά σχεδόν προπαγανδιστικά, άλλοτε από ατόφια απελπισία- είναι βαριές δηλώσεις και τίτλοι όπως “τίποτα δεν θα είναι το ίδιο”, “η νέα εποχή της ανθρωπότητας” και λοιπά άλλα συναφή. Θα ευχόμουν να μην βιαστούμε να πάρουμε εμείς από τώρα απόφαση, θα ευχόμουν να μην συντηρήσουμε εσαεί το φόβο, θα ευχόμουν να μην σημάνουμε από τώρα τον απομονωτισμό και το τέλος των κοινωνικών σχέσεων και συναντήσεων. Γιατί ακόμα και αν μπουρδουκλωμένοι και απελπισμένοι απ’ αυτά που βλέπουμε σπεύδουμε να συμφωνήσουμε με το ζόφο, να συναινέσουμε στο φόβο, και να χωθούμε σε μακρύ απομονωτισμό, υπάρχει κάτι ανώτερο από εμάς που δεν θα μας αφήσει. Ένα έμφυτο αίσθημα για ζωή, για δημιουργία, για επαφή, για έρωτα, για ανταλλαγή που δεν την αντικαθιστά καμία τηλε-επαφή, και που δεν νικιέται. Και έτσι όσο και αν αργήσουμε, θα επανέλθουμε. Και θα ζήσουμε. Επειδή δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς».
«Τις πρώτες μέρες μη έχοντας ακόμα συνειδητοποιήσει ακριβώς την κατάσταση, έπεσε ύπνος και χαλάρωση. Αμέσως μετά έπεσα με τα μούτρα στις δουλειές. Άνοιξαν τα συρτάρια, ευκαιρία, λέω, να γίνουν πράγματα που δεν γίνονταν για χρόνια. Καθάρισμα, ξεκαθάρισμα, τακτοποίηση. Εργονομικά βέβαια, να μην τελειώσουν γρήγορα. Γιατί έχουμε χρόνο μπροστά μας.
Μ’ αρέσει να μένω σπίτι, αλλά χρειάζεται και ένας ήπιος καταναγκασμός, γιατί το μυαλό χοροπηδάει περίεργα ώρες ώρες. Βγήκε και το χαλάκι της γιόγκα από το χρονοντούλαπο, άρχισαν οι περίπατοι στα πέριξ με διαβατήριο, τα τηλέφωνα και τα χαχανιστά sms με φίλους και γνωστούς, οι ταινίες το βράδυ, ο υπέροχος Μπρούνο Σουλτς όταν τα καταφέρω να συγκεντρωθώ για να διαβάσω.
Και έτσι κρατιέμαι προς το παρόν, αποφεύγοντας τη συνεχή 24ωρη ενημέρωση για τον κορωνοϊό που σε αρρωσταίνει σίγουρα».
«Η αλήθεια είναι ότι γενικά είμαι άνθρωπος που έχω να κάνω πράγματα μέσα στο σπίτι. Τώρα ειδικά, βλέπω ταινίες ή παραστάσεις που δεν είχα προλάβει να δω, φτιάχνω τα ντουλάπια της κουζίνας μου, βλέπω ένα πολύ ωραίο ντοκιμαντέρ για την Κούβα, βγάζω βόλτα το σκύλο μου, και περιμένω κάθε απόγευμα την ενημέρωση του Τσιόδρα. Και λέω ν’ αρχίσω να τακτοποιώ τα βιβλία μου και να πετάξω διάφορα περιττά χαρτιά που έχουν συσσωρευτεί.
Και νομίζω ότι πρέπει να ξαναδιαβάσουμε Ντοστογιέφσκι, γιατί πιστεύω ότι αυτός ο συγγραφέας θα μας ησυχάσει σε σχέση με όλο αυτό που ζούμε».
«Οι πρώτες σκέψεις που είχα ήταν ‘επιτέλους θα κάτσω να ξεκουραστώ’. Η πρώτη εβδομάδα πέρασε με πολύ ύπνο και πολύ παιχνίδι με το γιο μου. Βρεθήκαμε μετά από πολύ καιρό με άπλετο χρόνο. Δεν θα είχε κανείς μας θέμα αν ξέραμε ότι αυτό έχει ημερομηνία λήξεως. Αυτό που μας αγχώνει είναι ότι δεν έχει ημερομηνία λήξεως και δεν ξέρουμε τι έπεται. Ε
μείς κάνουμε ένα επάγγελμα, κακά τα ψέματα, διασκεδαστές είμαστε. Δεν είναι ένα επάγγελμα άμεσης ανάγκης για τον κόσμο. Το κοινό θα πρέπει να έχει λύσει τα βασικά του θέατρα για να πει “θα πάω θέατρο”.
Επειδή αυτό είναι πρωτόγνωρο, ποιος θεατής θα νιώσει ασφαλής να κάτσει δίπλα μ’ έναν άγνωστο; Αυτό είναι πρωτόγνωρο και για μας και για τους θεατές. Μόνο η εύρεση ενός φαρμάκου ή ενός εμβολίου άμεσα θα τονώσει το ηθικό του κόσμου και θα μπορέσουμε να ξανακινηθούμε άνετα.
Πάντως, για πρώτη φορά μας δίνεται ο χρόνος να αναλογιστούμε πώς έχουμε φερθεί στη γη κατ’ αρχάς. Και ελπίζω πάντα ότι μετά από μεγάλες δοκιμασίες θα πρέπει να βγαίνουμε αλλιώτικοι, δεν πρέπει να επιστρέψουμε όπως είμαστε. Μίλαγα με συναδέλφους και μου λέγανε πώς θα γυρίσουμε στη δουλειά μας. Αλλιώτικοι θα είμαστε, είναι σίγουρο».
«Όλοι κάνουμε ό,τι κάνει όλος ο κόσμος. Σταματήστε, αγαπημένοι συνάδελφοι, να διαφημίζετε ένα life style ιδιωτικότητας. Κατ’ αρχήν προσπαθούμε όλοι να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας. Παρακαλώ σιωπή. Ας μιλάνε μόνο αυτοί που ξέρουν και πρέπει».