Δεν είναι ασυνήθιστο στη χώρα μας μέλη της κυβέρνησης να αντιπολιτεύονται τον εαυτό τους, και η κα Άντζελα Γκερέκου είναι απλώς ένα ακόμη παράδειγμα: υφυπουργός Πολιτισμού και πρόμαχος του ελληνικού κινηματογράφου -μια που αυτή είναι η κεντρική ατζέντα που έχει αναλάβει, λόγω προϊστορίας στο χώρο του θεάματος ίσως – η κα Γκερέκου έχει επιδοθεί με πάθος ακριβώς σ’ αυτό. Κι αφανής σε έργο αλλά ιδιαίτερα επιφανής σε εμφανίσεις, έχει από τον περασμένο Σεπτέμβρη, την έναρξη δηλαδή της κινηματογραφικής σαιζόν, ανατρέψει την παγιωμένη επί διετίας πρακτική των προκατόχων της, να απέχουν από άπασες τις κινηματογραφικές εκδηλώσεις της χώρας – επιλογή ταιριαστή με την απουσία κινηματογραφικής πολιτικής απ’ τις ανησυχίες τους, έτσι κι αλλιώς. Θεμιτό κι ευπρόσδεκτο φυσικά αυτό, και μπορεί οι λαμπερές της παρουσίες να μην είχαν πάντα τα επιθυμητά αποτελέσματα, είχαν όμως πάντα την ίδια ρητορική.
Ξεκινώντας απ’ το φεστιβάλ της Δράμας και συνεχίζοντας με αλύγιστη θέρμη σε Θεσσαλονίκη και Χαλκίδα, με ενδιάμεσα περάσματα από τηλεοράσεις, εφημερίδες, δημοσιογραφικούς καφέδες σε ειδυλλιακές αυλές, και με αποκορύφωμα το προσωπικό της μπλογκάρισμα σε ειδησεογραφική σελίδα, τους τελευταίους μήνες η κα Γκερέκου επιδίδεται σε ακόπιαστο ρεσιτάλ διαπιστώσεων για την κατάσταση της ντόπιας κινηματογραφικής βιομηχανίας, την οποία θα ήθελε να δει μεγάλη, τρανή και ανυπολόγιστα γοητευτική, αλλά δεν μπορεί, γιατί το σύστημα νοσεί. «Είμαστε απαγορευτικοί σα χώρα για τις μεγάλες κινηματογραφικές παραγωγές» ενημέρωνε το δίδυμο Καμπουράκη-Οικονομέα που την παρακολουθούσε έκθαμβο, «έχουμε μείνει πίσω στον κινηματογράφο» έλεγε στο κοινό της Δράμας, κι όσο περνούσε ο καιρός άρχισε να συγκεκριμενοποιεί: δεν έχουμε φορολογικά κίνητρα, έχουμε παράλογες χρηματικές απαιτήσεις, εχθρικές γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, δεν αφήνουμε τον κινηματογράφο να ωφελήσει τον τουρισμό, να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, να προσελκύσει ξένα κεφάλαια, να δημιουργήσει υποδομές, να ενισχύσει «το εθνικό brand». Εξαιρετικές διαπιστώσεις, γνωστές τόσο όσο κι η πυρίτιδα, κι είμαστε σίγουροι πως η κα Γκερέκου θα βάλει μπροστά να ρυθμίσει τα προβλήματα, με το που θα αναλάβει την εξουσία. Α, όχι, περίμενε…
Σα να ήθελε να τη βοηθήσει πάντως, λίγο πιο βαθιά πήγε το θέμα η Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, που περίπου την ίδια περίοδο με την ανάληψη καθηκόντων της υφυπουργού, παράγγειλε από το Ινστιτούτο Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών μια μελέτη για την κατάσταση και τις δυνατότητες του ελληνικού κινηματογράφου. Τα αποτελέσματα παρουσιάστηκαν το πρωί της Τρίτης στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση, μέγα ευεργέτη και της ίδιας της ΕΑΚ, κι αν δεν ένιωσες το σεισμό από τα συμπεράσματά της, είναι επειδή δεν τον προκάλεσαν: η Ελλάδα είναι μια ωραία χώρα, με υπέροχα τοπία και φανταστικές λιακάδες, ως κινηματογραφικό λίκνο είναι γεμάτη δυνατότητες που μένουν ανεκμετάλλευτες, το γραφειοκρατικό κουβάρι που τυλίγει όποιον ζητήσει άδειες γυρισμάτων σε σημεία που «θα ενισχύσουν το brand Ελλάδα» είναι πιο σφιχτό κι απ’ το αγκάλιασμα της Σφίγγας, οι τριγύρω χώρες δίνουν φορολογικά κίνητρα σε ξένους παραγωγούς τους οποίους οι Έλληνες κυνηγάνε με την ξόβεργα, κι ως εκ τούτων περιβόητες παραγωγές όπως η Τροία, το Alexander και ο πρόσφατος Ηρακλής, δεν αξιοποιήθηκαν όπως το Μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι, το Mamma Mia και η Lara Croft, που είχαν προκαλέσει ορατή αύξηση στον τουρισμό των περιοχών που διαφήμιζαν οι ταινίες, πέρα από την προφανή κι άμεση οικονομική αναζωογόνηση των τοπικών επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια των ίδιων των γυρισμάτων τους.
Δεν είναι ασυνήθιστο στη χώρα μας μέλη της κυβέρνησης να αντιπολιτεύονται τον εαυτό τους, και η κα Άντζελα Γκερέκου είναι απλώς ένα ακόμη παράδειγμα.
Μολονότι όχι εντελώς πρωτότυπη στο θέμα της (οι δυνατότητες του πολιτισμού και της δημιουργικής βιομηχανίας ως αναπτυξιακών μοχλών είχαν εκτεθεί σχετικά πρόσφατα και από την Τράπεζα της Ελλάδος, για παράδειγμα) η έρευνα του ΙΟΒΕ παρείχε μερικά χρήσιμα αριθμητικά στοιχεία, που δίνουν μια κάποια ποσοτική ταυτότητα στο πώς και γιατί η κινηματογραφική παραγωγή μπορεί και θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί ως βαριά βιομηχανία, με την όποια ελαφρότητα συνοδεύεται ο όρος «βαριά» στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, στις 66 σελίδες της έκθεσης (που διατίθεται πια online), ο IOBE καταλήγει στο συμπέρασμα πως μια υποθετική επένδυση σε 20 ελληνικές παραγωγές €450 χιλιάδων η καθεμία, μπορεί να αποφέρει €14,2 εκατομμύρια στο ΑΕΠ και 272 άμεσες θέσεις εργασίας. Αντίστοιχα, ελληνική συμμετοχή της τάξης των €25 εκατομμυρίων σε μια μεγάλη ευρωπαϊκή συμπαραγωγή, μπορεί να φέρει στο ΑΕΠ της χώρας πάνω από €39 εκατομμύρια και να δώσει δουλειά σε 755 άτομα.
Ποιος θα τα βάλει αυτά τα λεφτά είναι ασαφές, αλλά σίγουρα όχι το κράτος, όπως έσπευσε να καθησυχάσει ο Βασίλης Κατσούφης, πρόεδρος της ΕΑΚ, ίσως όμως το ίδιο το Ίδρυμα Ωνάση που χρηματοδότησε και την έρευνα, όπως άφησε να εννοηθεί η εκπρόσωπός του Αφροδίτη Παναγιωτάκου, που έκανε μια κλεφτή αναφορά στο ενδεχόμενο ο οργανισμός να μπει στην παραγωγή. Όπως και να ‘χει, τα συναρπαστικά νούμερα που ήταν γνωστά ως λαϊκή σοφία στο χώρο που διαβάζει τα διεθνή παραδείγματα, παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά καταγεγραμμένα με σαφήνεια στο οικονομοτεχνικό τους υπόβαθρο, αλλά όπως έχει διαπιστώσει κι η κα Γκερέκου, δύσκολο να εφαρμοστούν, μιας και το σύστημα νοσεί.
Το σύστημα φυσικά νοσεί όχι επειδή όλα αυτά κανείς δεν τα είχε φανταστεί: ο περιβόητος νόμος Γερουλάνου, που βρίσκεται υποτίθεται σε ισχύ από το 2010, μιλά και για τα φορολογικά κίνητρα προς τους Έλληνες παραγωγούς, και για τις υποχρεώσεις των τηλεοπτικών σταθμών στην συμμετοχή τους στην οπτικοακουστική βιομηχανία, αλλά και για τους μηχανισμούς που θα διαλύσουν τη γραφειοκρατία που κρατά μακριά μας τις ξένες παραγωγές. Οι φορολογικές επιστροφές όμως δεν επιστρέφονται για τον ίδιο λόγο που κι οι εγκεκριμένες επιχορηγήσεις μπορεί να χρειαστούν πεντέξι χρόνια να φτάσουν στις τσέπες των επιχορηγούμενων, ενώ οι κυρώσεις στα μεγάλα ιδιωτικά κανάλια που δεν ρίχνουν το περιβόητο 1,5% των εσόδων τους στην παραγωγή, δεν επιβάλλονται γιατί κανείς υπουργός δεν πρόκειται ποτέ να θελήσει να τα βάλει με τα μεγάλα ιδιωτικά κανάλια. Όσο για την μισητή γραφειοκρατία, το Γραφείο Διεθνών Οπτικοακουστικών Παραγωγών (ελληνιστί Hellenic Film Commission Office) που επαναθεσμοθετήθηκε από τον νόμο Γερουλάνου στο χείλος της κρίσης, βρίσκεται σε τόσο σαθρή κατάσταση υπολειτουργίας λόγω έλλειψης προσωπικού, που ένας έγκριτος ερευνητικός οργανισμός όπως το ΙΟΒΕ, δεν βρήκε άλλο τρόπο να τον περιγράψει απ’ το «ακούσαμε από το χώρο ότι το γραφείο είναι κλειστό».
Η κα Γκερέκου επιδίδεται σε ακόπιαστο ρεσιτάλ διαπιστώσεων για την κατάσταση της ντόπιας κινηματογραφικής βιομηχανίας, την οποία θα ήθελε να δει μεγάλη, τρανή και ανυπολόγιστα γοητευτική, αλλά δεν μπορεί, γιατί το σύστημα νοσεί. Είμαστε σίγουροι θα βάλει μπροστά να ρυθμίσει τα προβλήματα, με το που θα αναλάβει την εξουσία. Α, όχι, περίμενε…
«Δεν είναι ακριβώς έτσι», είπε ο γενικός διευθυντής του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, Γρηγόρης Καραντινάκης στην Popaganda, που έκανε έναν κόπο να πάρει τηλέφωνο στο γραφείο μήπως και το πετύχει ανοιχτό. «Υπάρχει η διεύθυνση αυτή στο ΕΚΚ, υπάρχει υπάλληλος και εξυπηρετούμε κόσμο», συμπληρώνει, μόνο που, επί του πρακταίου, η εξυπηρέτηση που παρέχουν περιορίζεται σε μια επιστολή επικύρωσης των αγαθών προθέσεων του κάθε ξένου παραγωγού και Έλληνα συμπαραγωγού να γυρίσει ταινία στην Ελλάδα, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες της Popaganda από πρόσφατη πολυδάπανη διεθνή συμπαραγωγή. «Υπάρχει μια πολυδιάσπαση των αδειών», συνεχίζει ο κος Καραντινάκης, αναφερόμενος στις διάφορες υπηρεσίες απ’ τις οποίες πρέπει να περάσει κανείς –μια τυπική πορεία περιλαμβάνει «την Εφορία, το Υπουργείο Πολιτισμού και το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβουλίο», κι αυτό το τελευταίο συνήθως δημιουργεί και τα περισσότερα προβλήματα, όπως αναφέρει ο εν εκρεμμότητα, παρεμπιπτόντως, διευθυντής.
«Το Film Commission είναι φτιαγμένο για να εξυπηρετεί ακριβώς σε αυτό, όμως στην ουσία δεν μπορεί. Γιατί αφ’ ενός τα συναρμόδια υπουργεία δεν αποφασίζουν ότι πρέπει να λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία σ’ αυτό το πράγμα, απ’ την άλλη δε, δυστυχώς ο νόμος Γερουλάνου ψηφίστηκε το ‘10 κι αμέσως μετά ξεκίνησε μια τέτοια απαγόρευση με διάφορους νόμους, που όταν θελήσαμε να εξοπλίσουμε με ανθρώπινο δυναμικό το Film Commission, ουσιαστικά φάγαμε πόρτα λόγω των μνημονιακών αλλαγών, με τις απαγορεύσεις προσλήψεων στο δημόσιο κι όλα αυτά. Οπότε είμαστε σε έναν κυκεώνα αυτή τη στιγμή», πρόσθεσε ο κος Καραντινάκης, καταλήγοντας πως «αν δεν υπάρχει ένα νομικό πλαίσιο σ’ αυτήν την κατεύθυνση, ούτε τα γραφεία θα είναι αρκετά ποτέ, ούτε οι γραμματείς και οι φαρισαίοι θα είναι αρκετοί ποτέ, ούτε ο ήλιος, ούτε τα μνημεία».
Μάλλον ορθά λοιπόν η κα Γκερέκου, κόντρα στις πρόσφατες συνήθειες της, χθες παρέστη στην παρουσίαση της ΕΑΚ μόνο δι’ αντιπροσώπευσης από τον συνεργάτη της, κο Παναγιώτη Τσιλιγιάννη – επικοινωνιολόγο από το εύγλωττα βαφτισμένο γραφείο Spin Communications. Ο κος Τσιλιγιάννης, αφού διαβεβαίωσε ότι το υπουργείο κινείται προς όλες αυτές τις κατευθύνσεις με ουσιαστικές, αλλά μη ανακοινώσιμες παρεμβάσεις, ενημέρωσε τους παριστάμενους ότι «όπως όλα τα μέλη της κυβέρνησης» η κα Γκερέκου ήταν στη Βουλή και περίμενε την τρόικα. Ίσως είχε σκοπό να μιλήσει απευθείας μαζί τους για τα κινηματογραφικά της σχέδια. Δυστυχώς όμως, όπως ίσως μάθατε, η τρόικα δεν ήρθε ούτε χθες.