Το περασμένο καλοκαίρι, ο συγγραφέας Αλέξανδρος Μασσαβέτας βρέθηκε ξαφνικά, με τη διαδικασία του επείγοντος μέσα σε άγνωστα σαλόνια στην Κωνσταντινούπολη. Πόρτες που άνοιξαν μετά από επίμονα χτυπήματα, συνωμοτικές ματιές, εισβολή στο βάθος του σπιτιού. Κάποια στιγμή κούρνιασε μέσα στη μπανιέρα ενός άγνωστου διαμερίσματος με την κουρτίνα τραβηγμένη καθώς η τουρκική αστυνομία ρωτούσε τους ιδιοκτήτες – που υποκρίνονταν τους ανυποψίαστους- αν τους χτύπησε την πόρτα κάποιους από τους διαδηλωτές που κρύφτηκε μέσα στο κτίριο.
Ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας – που ουδεμία οικογενειακή ή άλλη σχέση έχει με την Κωνσταντινούπολη, αλλά επέλεξε να ζήσει εκεί μετά από ένα ταξίδι το 2001- ήταν κάθε μέρα στις διαδηλώσεις. Βρισκόταν κάθε μέρα στο πάρκο Γκεζί, πήγαινε τρόφιμα και τσιγάρα στα παιδιά στις σκηνές, συμμετείχε στις διαδηλώσεις με την τρομακτική βία. Η Όλγα Αλεξοπούλου συμμετείχε επίσης ενεργά. Οι γυναίκες της Πόλης βγήκαν στους δρόμους, διαδήλωσαν αν και για αυτές τα πράγματα ήταν ακόμα πιο δύσκολα λόγω της αντιμετώπισης των αστυνομικών. Τις τρομοκρατούσαν, έβαζαν το γκλοπ ανάμεσα στα πόδια των γυναικών που διαδήλωναν. Αυτές όμως δεν πτοήθηκαν.
Στη Σταδίου, στον πρώτο όροφο του Ιανού καθώς στήνουν την έκθεση Πλίνθοι και Λήθη: Χαρτογραφώντας την Κωνσταντινούπολη που έκανε εγκαίνια την 1η Απριλίου, η Όλγα Αλεξοπούλου και ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας είναι ο καθένας τους ένας ιδιαίτερος, μαχητικός Istanbullu: η λέξη αντίδωρο στην Κωνσταντινούπολη τον τελευταίο χρόνο για την μετάληψη των συνειδητοποιημένων κατοίκων της. Είναι Κωνσταντινοπολίτες , είναι συνειδητοποιημένοι πολίτες, αυτό που λέμε ενεργοί – αλλά με την κυριολεκτική έννοια του όρου- πολίτες που μαθαίνουν να αγαπούν την πόλη, τη ζωντανή μνήμη της ιστορικής πολυπολιτισμικότητάς της. Αντιδρούν στα φαραωνικά σχέδια αστικής ανάπλασης στα πρότυπα μιας αμερικανικής πολιτείας του real estate που σαρώνει ιστορικές γειτονιές της Κωνσταντινούπολης. Αντιδρούν στο «όραμα» του Ερντογάν.
Και μέσα σε αυτό το σκηνικό, με την πόλη να ματώνει από την καταπίεση και τα επεκτατικά σχέδια του τσιμέντου να γίνονται θρυαλλίδα για την επανάσταση του πάρκου Γκεζί που σάρωσε την Κωνσταντινούπολη, οι δυο νέοι Έλληνες καταγράφουν τόσο μέσω της μελέτης αλλά κυρίως μέσω του βιώματος την ιστορία της Κωνσταντινούπολης και την μεταφέρουν μέσω των φωτογραφιών (του Αλέξανδρου Μασσαβέτα) και τον σκίτσων και των χαρτών (της Όλγας Αλεξοπούλου) στην Αθήνα. Η ιστορικός τέχνης Ίρις Κρητικού που τα τελευταία χρόνια διοργανώνει σημαντικές εκθέσεις στην Κωνσταντινούπολη και την ζει με έναν ιδιοσυγκρασιακό και ενστικτώδη τρόπο, ήταν αυτή που τους παρακίνησε να δημιουργήσουν την έκθεση η οποία στον πρώτο όροφο του Ιανού αφηγείται μια διαφορετικά, χωρίς φίλτρα μια φαινομενικά γνώριμη ιστορία.
Ο Αλέξανδρος και η Ολγα δεν αισθάνονται την ανάγκη να αναπολήσουν την ελληνικότητα της Κωνσταντινούπολης. Δεν διακατέχονται από κανένα διεστραμμένο πένθος για αυτά που χάθηκαν. Κοσμοπολίτες, με σπουδές στο Λονδίνο, θέλουν να μη σιγήσει η αρχαία ανάσα της πόλης. Η Ολγα ζει σε ένα συγκλονιστικό ρωμαίικο σπίτι του 1880 και από το παράθυρο της κουζίνας της 0βλέπει το Μπλε Τζαμί. Ο Αλέξανδρος ζει σε ένα σπίτι του 1901. Και οι δυο, κοντά στην Πύλη του Γκαλατάσαραϊ– στη μεγάλη κατηφόρα. Κοντά στο μουσείο του Παμούκ; «Ναι κοντά», λέει ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας. «Το οποίο είναι μεγάλη μπαρούφα» συνεχίζει αποστομωτικά. «Είναι προϊόν μάρκετινγκ. Τα πάντα στην Κωνσταντινούπολη πλέον εντάσσονται στη λογική του μάρκετινγκ και κυρίως η περίφημη αστική ανάπλαση».
Αυτό που η Guardian περιγράφει ως ξερίζωμα της ιστορίας της Κωνσταντινούπολης εν ονόματι του regeneration. «Η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη. Εχω Τούρκους φίλους που κλαίνε για όσα συμβαίνουν. Για την καταστροφή των μαχαλάδων στο Ταρλάμπασι, για το γκρέμισμα ενός ιστορικού κινηματογράφου, υπέροχων κτιρίων» εξηγεί ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας. Δεν είναι απλά ο Ρωμιός που επέλεξε να ζήσει στην πόλη. Έχει γράψει το βιβλίο «Κωνσταντινούπολη, η Πόλη των Απόντων» (εκδόσεις Πατάκη) που κέρδισε το Κρατικό Βραβείο Μαρτυρίας-Ταξιδιωτικής Λογοτεχνίας και για το οποίο ο Κωστής Παπαγιώργης έγραψε «Ο αναγνώστης κρατάει στα χέρια του έναν βαρύ τόμο 668 σελίδων, όπου η Ιστανμπούλ ανακλαδίζεται ιστορικά, πληθυσμιακά, γεωγραφικά, οικοδομικά, μειονοτικά, φιλολογικά – τέλος πάντων, επιδεικνύοντας ένα υλικό κι ένα πάθος περιγραφής που δεν μπορεί να μεταδοθεί»
«Πήγα στην Κωνσταντινούπολη το 2003 προκειμένου να καταγράψω της μη μουσουλμαντικές μειονότητες – Ρωμιούς, Αρμένιους, Εβραίους, Λεβεντίνους, Ρώσους, Βούλγαρους… Μου άρεσαν τα απομεινάρια της μειοτικής κληρονομίας στο σύγχρονο αστικό τοπίο» εξηγεί ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας. «Κατά την καταγραφή είδα ότι δεν είναι μόνο οι μειονότητες που χάνονται αλλά και άλλα πράγματα, όπως τα παραδοσιακά επαγγέλματα, η αρχιτεκτονική, τα κτίρια. Κάπως έτσι συναντήθηκα με την Ολγα που γυρίζει την Πόλη και σκιτσάρει εικόνες της, στιγμές της. Μας αρέσει η πόλη που πλανιέται πάνω της η σκιά της μνήμης».
H Όλγα Αλεξοπούλου συμπληρώνει «Εμείς κυκλοφορούμε εκεί που βαραίνει η ιστορία. Δεν θα περιηγηθούμε στο Ετιλέρ ή στο Λεβέντ. Αυτές είναι high περιοχές, αλλά νεκρές. Κυριαρχούν τα shopping mall και η αμερικανοποίηση. Η πόλη που θέλει ο Ερντογάν.» Κάθε μέρα με ένα sketchbook στο χέρι κυκλοφορεί σε αυτά τα σημεία της πόλης και αποτυπώνει τοπία αλλά κυρίως ανθρώπους, χειρονομίες τους, καθησυχαστικά οικείες και επαναλαμβανόμενες. «Καθόμουν σε ένα καφέ στο Βesinci Kat απ’ όπου βλέπεις κατευθείαν όλη την πόλη και είδα αυτή τη γυναίκα και τη ζωγράφισα». Ενας άντρας, λουστράρει παπούτσια, την βλέπει να τον σκιτσάρει και την κοιτάζει επίμονα. Και αυτό το σκίτσο εκτίθεται «Συχνά νιώθω άβολα, σηκώνομαι και φεύγω και ολοκληρώνω τα σκίτσα στο σπίτι» εξηγεί καθώς κρεμά τα σκίτσα στους τοίχους.
Από την πλευρά του ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας φωτογραφίζει μακριά από κάθε λογική καρτποστάλ δημιουργώντας τεκμήρια, ντοκουμέντα της σύγχρονης ζωής με όλη την ιστορικότητα ενταγμένη. Γνωρίζει να το κάνει όσο λίγοι, με ένα φυσικό τρόπο που οφείλεται ίσως και στη συνθήκη κατά την οποία καταδύθηκε στην αχλή της Κωνσταντινούπολης. «Βρέθηκα για πρώτη φορά το 2001 στην πόλη. Τότε δεν υπήρχαν στο διαδίκτυο φωτογραφίες του Πέραν, του Γαλατά, δεν είχα συναίσθηση ότι όλη αυτή η κληρονομιά της αστικής και μεγαλοαστικής τάξης Ρωμιών και Λεβαντίνων είχε σωθεί και μάλιστα σε τόσο καλή μορφή. Με γοήτευε ότι υπάρχουν χνάρια από όλες αυτές τις κοινότητες, γιατί με γοητεύουν πάντα οι πολυπολιτισμικές πόλεις στην ιστορικότητά τους, όμως. Και είπα: Εγώ εδώ θα ζήσω».
«Μέχρι να έρθει η Όλγα στην Πόλη δεν έκανα παρέα με Ελληνες» συνεχίζει ο Αλέξανδρος. «Το απέφευγα, ήθελα να ενταχθώ. Μετά γνώρισα την Ολγα, όμως κολλήσαμε όχι επειδή είμαστε Ελληνες αλλά λόγω χημείας.» Όταν πήγε το 2003 στην Κωνσταντινούπολη ο Αλέξανδρος – η Όλγα εγκαταστάθηκε το 2005- η Τουρκία μόλις έβγαινε από μια βαθιά κρίση, βρισκόταν σε κακή κατάσταση. «Μου έλεγαν είσαι τρελός; Πώς αφήνεις μια ευρωπαϊκή πόλη και έρχεσαι να ζήσεις εδώ; Οι Ελληνες φίλοι μου έλεγαν πως είμαι για τα σίδερα, νούμερο. Τώρα αυτό έχει αντιστραφεί.» Αλλά και η Ολγα είχε αντίστοιχη αντιμετώπιση «Στην αρχή με ρωτούσαν αν αποφάσισα να έρθω να ζήσω στην Κωνσταντινούπολη επειδή τα έφτιαξα με κάποιον Τούρκο. Μετά άρχισαν τα τούρκικα σίριαλ στην ελληνική τηλεόραση και το τροπάριο άλλαξε: Έχεις δει ποτέ τον Ονούρ στην Κωνσταντινούπολη; Τι ωραία γλώσσα που είναι τα τούρκικα».
Νιώθουν το κλίμα να βαραίνει ξανά, ανήκουν σε αυτούς που βρήκαν και διέδωσαν τρόπους για να προσπεραστεί ο αποκλεισμός από το twitter. «Υπάρχουν περιοχές που αν τους ρωτήσεις αν προτιμούν ελευθερία λόγου ή ένα νέο δρόμο θα σου πουν ότι θέλουν τον νέο δρόμο» μου λένε. Ευτυχώς υπάρχουν οι διανοούμενοι, οι φοιτητές που διεκδικούν το αυτονόητο και έμαθαν να το διεκδικούν από το καλοκαίρι με τον επώδυνο τρόπο, που ήταν πρωτόγνωρος για αυτούς. Με το πραξικόπημα του ‘80 πρ και τις ιστορίες για τα βασανιστήρια παρούσες, υπήρχε ένας φυσικός φόβος, ένα δισταγμός για τις διαδηλώσεις, για τη διεκδίκηση.
Στην Κωνσταντινούπολη ζουν σήμερα 17 εκατομμύρια άτομα, η συντριπτική πλειοψηφία τους έρχεται από τα βάθη της χώρας «Τους έχω συναντήσει, έχω πάει στους μαχαλάδες τους» λέει ο Αλέξανδρος. «Κάποιοι από αυτούς δεν έχουν πάει ποτέ στον Βόσπορο. Αρκετοί μου είπαν ότι μέχρι να έρθουν στην πόλη δεν είχαν δει ποτέ στη ζωή τους ψάρι. Ευτυχώς τώρα αρχίζουν αρκετοί και νιώθουν πως πρέπει να αγκαλιάσουν την πόλη τους, να μην παραμείνουν τόσο παράδοξα πιστοί στα χωριά τους.»
Η έκθεση Πλίνθοι και Λήθη: Χαρτογραφώντας την Πόλη των Όλγα Αλεξοπούλου και Αλέξανδρου Μασσαβέτ σε επιμέλεια της Ίριδας Κρητικού παρουσιάζεται στην Αίθουδα Τέχνης Ιανός (Σταδίου 24) από την 1 ως τις 26 Απριλίου. Καλλιτεχνική Διεύθυνση: Μικρή Αρκτος