Η Αθηνά Κακούρη μου παραχώρησε συνέντευξη με αφορμή το πρόσφατο βιβλίο της—ένα φωτογραφικό λεύκωμα με τίτλο Μυκήνες 1954-Το καταμεσήμερο (εκδόσεις Πατάκη). Το κείμενό της πλαισιώνει τις μαυρόασπρες φωτογραφίες του Robert McCabe, φιλέλληνα φωτογράφου που ήρθε στην Ελλάδα τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’50, αποτυπώνοντας μέσα από τον φακό του το αντιθετικό σκηνικό του επιβλητικού μνημείου των Μυκηνών και του ρημαγμένου, πάμφτωχου χωριού στα πέριξ. Η συγγραφέας με ενθουσιασμό περιέγραψε την ατμόσφαιρα της εποχής, ζωντανεύοντας με την αφήγησή τις ξεχασμένες ή ίσως παραγνωρισμένες μορφές της αρχαιολογικής επιστήμης. Μιας επιστήμης που συγκεκριμένα το 1954 άλλαξε τον ρου των παγκόσμιων πολιτιστικών δεδομένων, μέσα από την αποκρυπτογράφιση της Γραμμικής γραφής Β’.
Πείτε μου τι σας ώθησε στη συγγραφή; Τελείωσα το σχολείο σε δύσκολους καιρούς. Πολλοί από εμάς δεν σπουδάσαμε γιατί δεν μπορούσαμε. Γι’αυτό χρειάστηκε να κάνω πολλές δουλειές από δω και από κει. Από σκέτη δακτυλογράφιση μέχρι και γραμματειακή εργασία, ψάχνοντας πάντα για κάτι καλύτερο. Ήξερα ότι μπορώ να γράφω γιατί είχα δημοσιεύσει χρονογραφήματα στην εφημερίδα της Πάτρας, όπου έχω γεννηθεί και μεγαλώσει. Επομένως είχα εξασκηθεί στο γράψιμο.
Είχατε γράψει και αστυνομικές ιστορίες. Πώς επιλέξατε το είδος; Με τις αστυνομικές ιστορίες ασχολήθηκα γιατί ήταν πολύ της μόδας. Μου άρεσε επίσης το πρόβλημα, το παιχνίδι. Σκέφτηκα τότε πως θα μπορούσα να γράψω κι εγώ τέτοιες και να γίνω πολύ πλούσια αμέσως! Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, έστειλα στον Ταχυδρόμο ένα διήγημα που δημοσίευσαν οι τότε διευθυντές Γιώργος και Λένα Σαββίδη. Αλλά, αυτό ήταν δύσκολο να συνεχιστεί, γιατί στην Ελλάδα δεν υπήρχαν ασυνομικά σε μεγάλες κυκλοφορίες. Επομένως άλλες οι αμοιβές και οι δυνατότητες.
Πώς σχετιστήκατε με την αρχαιολογία; Ήμουν παντρεμένη με τον Σπύρο Ιακωβίδη, προϊστορικό αρχαιολόγο που δούλεψε στις Μυκήνες επί εξήντα χρόνια. Ο Ιακωβίδης πήγαινε εκεί κάθε καλοκαίρι, με τον Γεώργιο Μυλωνά, διευθυντή των ανασκαφών, διάσημο αρχαιολόγο και στην Αμερική. Άρχισε ως βοηθός του, μετά ως συνδιευθυντής και τέλος έγινε ο διευθυντής μετά τον θάνατο του Μυλωνά. Εγώ χωρίς να έχω εξειδικευμένες γνώσεις παρακολουθούσα τις εργασίες εκεί και έπιανε το αυτί μου πράγματα.
Τι έχετε να πείτε για την Ελλάδα του ’50 ως φωτογραφικό θέμα; O Robert McCabe επισκέφτηκε την Ελλάδα πολύ νέος και αγάπησε πολύ τον τόπο μας. Τον αγάπησε με έναν τρόπο που δεν συνηθίζουν οι φωτογράφοι. Οι φωτογράφοι βλέπουν μια εικόνα και την αποτυπώνουν καλά ή κακά. Αυτός είχε μια ματιά πολύ πιο διεισδυτική. Η Ελλάδα της δεκαετίας του’50 ήταν μια Ελλάδα φτωχή, πολύ ταλαιπωρημένη, αλλά γεμάτη δόξα και αισιοδοξία. Ήταν αποφασισμένη να πάει μπροστά και δεν υπήρχε τίποτα από την ηττοπάθεια τη σημερινή. Χαιρόμαστε που ήμασταν ζωντανοί και ελεύθεροι. Κι ένας ξένος ερωτεύτηκε ακριβώς αυτό.
Τι σημαίνει το 1954 στον τίτλο του λευκώματος; Το 1954 ο Robert McCabe ήρθε στις Μυκήνες. Ήδη, ο Αμερικανός φωτογράφος, σ’ένα προηγούμενο ταξίδι του στη Ελλάδα είχε τραβήξει φωτογραφίες, οι οποίες εκτέθηκαν στο Πανεπιστήμιο Princeton. Το Princeton τον προέτρεψε και για μια δεύτερη απόπειρα φωτογράφισης, μιας και το 1954 ήταν η χρονιά μέγιστης αρχαιολογικής/γλωσσολογικής ανακάλυψης. Η γραφή της Γραμμικής Β’ είχε πρόσφατα αποκρυπτογραφηθεί και ήταν ελληνική. Μάλιστα, οι λεζάντες των φωτογραφιών από τις Μυκήνες στην έκθεση του Robert McCabe γράφτηκαν στη Γραμμική Β’!
Πώς προσεγγίσατε το κείμενο για το φωτογραφικό θέμα του McCabe; Μετά από χρόνια ο McCabe θέλησε να αξιοποιήσει όλες αυτές τις φωτογραφίες που τράβηξε στις Μυκήνες το 1954. Ρώτησε λοιπόν τον άντρα μου Σπύρο Ιακωβίδη εάν ήθελε να γράψει ένα κείμενο για να τις πλαισιώσει. Εκείνος, με τη ματιά του αρχαιολόγου, δεν βρήκε σε αυτές επιστημονικό ενδιαφέρον. Όταν πέθανε ο άντρας μου, ο Robert ρώτησε εμένα αν ήθελα να γράψω το κείμενο για τις φωτογραφίες του και ν’αφιερώσουμε το βιβλίο στον Σπύρο. Εγώ δέχτηκα, αλλά είχα προβληματιστεί για τον τρόπο που θα πλαισίωνα τις φωτογραφίες. Μετά σκέφτηκα να πάρω τα πράγματα από την αρχή. Στο τέλος του 19ου αιώνα έγιναν δύο πολύ μεγάλες αρχαιολογικές ανακαλύψεις τυχαία και περίπου συγχρόνως. Η μία αφορούσε τα ευρήματα του Evans στην Κνωσό και η άλλη του Schleimann στην Τροία και τις Μυκήνες. Και ο Evans και ο Schleimann προσπάθησαν να αξιολογήσουν τα ευρήματά τους σε σχέση με τον πολιτισμό που διαδέχτηκε η Κλασσική Ελλάδα. Ο Άγγλος αρχαιολόγος Alan Wace που εργαζόταν στις Μυκήνες (ήταν εκείνος που πρότεινε στον McCabe τη φωτογράφιση του αρχαιολογικού χώρου) πίστευε ότι η Κλασσική Ελλάδα διαδέχτηκε τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό. Το ίδιο όμως είχε πει και ο μεγάλος Έλληνας αρχαιολόγος Χρήστος Τσούντας, έχοντας οξύτατο μυαλό πολύ πιο πριν, παρότι ο περισσότερος κόσμος δεν το γνωρίζει. Wace ακούμε, αλλά Τσούντα όχι πολύ. Όλο αυτό λοιπόν είναι ένα μυθιστόρημα. Με τις προσωπικότητες του καθενός και φόντο τον αγώνα της λύσης του αινίγματος της Γραμμικής Β’. Η Kober, ο Ventris, ο Chadwick. Μετά βέβαια τη μεγάλη ανακάλυψη αρχίζει η ουσιαστική, κοπιαστική εργασία του επιστήμονα που πρέπει σιγά-σιγά και μεθοδικά να επεξεργαστεί τις λεπτομέρειες. Για τον αρχαιολόγο οι λεπτομέρειες είναι το παν. Για παράδειγμα, πρέπει να βρεθούν οι γραμμές επικοινωνίας, οι εμπορικές σχέσεις, το γιατί χτίστηκαν τα φοβερά αυτά τείχη. Ένα μέρος της Αρχαιολογίας είναι πάρα πολύ βαρετό!
Έχω την αίσθηση ότι ο υπότιτλος Το καταμεσήμερο παραπέμπει στον ήλιο τη στιγμή που είναι στο φόρτε του, συμβολίζοντας ίσως τη δύναμη των γεγονότων… Συμφωνώ. Ταυτόχρονα, ο υπότιτλος του βιβλίου, παραπέμπει στις φωτογραφίες παρμένες με κάθετο τον ήλιο, χωρίς σκιές, καθώς το αντικείμενο διαγράφεται πιο καθαρά. Είναι όμως πολύ δύσκολο να φωτογραφίζεις έτσι και πρόκληση για τον φωτογράφο που θέλει να δείξει την ικανότητά του. Το καταμεσήμερο είναι το μέσο της ημέρας, το σημείο όπου όλα αλλάζουν. Το 1954 είναι η χρονιά που αλλάζουν τα πράγματα. Ξέρουμε πλέον ότι η Γραμμική Β’ είναι γραφή ελληνική. Είναι μια στροφή και για την επιστήμη αλλά και για την ελληνική ιστορία.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.