Η 76χρονη σήμερα Ελίζαμπετ Λεόνσκαγια, συνεχίζει να εργάζεται ανελλιπώς, κάνοντας εμφανίσεις σε όλο τον κόσμο και πραγματοποιώντας ηχογραφήσεις που υμνούνται από κοινό και κριτικούς. «Παίζω πιάνο τόσα πολλά χρόνια, κι όμως δεν το έχω χορτάσει ακόμη», λέει χαρακτηριστικά. «Είναι κάτι που δεν τελειώνει ποτέ».
Το ταλέντο και την αφοσίωση της Λεόνσκαγια διέκρινε από την αρχή κιόλας της καριέρας της ο θρυλικός Σβιατοσλάβ Ρίχτερ. Την εμπιστοσύνη και τον θαυμασμό του τον εξέφρασε έμπρακτα καθιστώντας την τακτική συνεργάτιδά του και ηχογραφώντας μαζί της τις παραλλαγές του Γκρηγκ πάνω στις σονάτες του Μότσαρτ. Η ίδια, μέχρι σήμερα θεωρεί τον Ρίχτερ τη σημαντικότερη και πιο επιδραστική συνάντηση που είχε στη ζωή της. «Έχω τόσο βαθιά συναισθήματα για εκείνον που δεν μπορώ να τα πω περιληπτικά σε μια πρόταση. Θυμάμαι να με ρωτάει γιατί ήμουν τόσο επαγγελματίας. Ήθελε να παίζω από την καρδιά μου», αναφέρει για τη σχέση τους.
Το 1978, η Λεόνσκαγια εγκαταλείπει τη Σοβιετική Ένωση και εγκαθίσταται στη Βιέννη, όπου μένει μέχρι και σήμερα. Μετά από τόσα χρόνια στην αυστριακή πρωτεύουσα, η πιανίστα εξομολογείται πως πλέον αισθάνεται και Αυστριακή σε μεγάλο βαθμό, παρόλο που η ρωσική μουσική εξακολουθεί «να κυλάει στις φλέβες της». Στο εξοχικό της στους πρόποδες των Άλπεων ανάμεσα στο Γκρατς και τη Βιέννη, η Λεόνκσαγια απολαμβάνει τους μοναχικούς περιπάτους στη φύση και παίζει εναλλάξ στα τρία πιάνα της εκεί.
«Οι συναυλίες είναι αναγκαίες. Έχουν έναν ξεχωριστό ρόλο. Τη μέρα οι άνθρωποι πάνε στις δουλειές τους. Το βράδυ, όταν σκοτεινιάζει, αυτή είναι η ώρα για να ακούμε μουσική», λέει η πιανίστα, που εξακολουθεί να θεωρεί τις συναυλίες, μυσταγωγίες˙ το ουσιαστικότερο στοιχείο της καριέρας ενός μουσικού.
Και παρόλο που έχει περάσει πλέον σχεδόν ολόκληρη τη ζωή της στη σκηνή, η Λεόνσκαγια εξακολουθεί να απολαμβάνει εξίσου το να δίνει ρεσιτάλ με το να ερμηνεύει με ορχήστρες. «Η ορχήστρα είναι ένα ζωντανό πλάσμα που δικαιούται να έχει τον προσωπικό του ρυθμό, τον παλμό του. Εγώ, ως σολίστ, είμαι υποχρεωμένη να το δεχτώ αυτό. Διαφορετικά, δεν οδηγούμαστε πουθενά. Πολλοί νέοι επαγγελματίες απαιτούν από την ορχήστρα να ακολουθεί πιστά την παρτιτούρα και απλώς να τους συνοδεύει. Τα μεγάλα έργα, όμως, δεν γράφτηκαν με αυτή τη λογική», αναφέρει, επιβεβαιώνοντας τη βαθιά γνώση της μουσικής που της αποδίδεται συχνά ότι διαθέτει.
Ποια είναι η γνώμη της, όμως, για το Δεύτερο Κοντσέρτο του Μπραμς που το αθηναϊκό κοινό θα απολαύσει κατά τη σύμπραξη με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών την 1η Απριλίου; «Όλα τα πιανιστικά έργα του Μπραμς έχουν ποικίλες αποχρώσεις. Το Δεύτερο Κοντσέρτο του είναι σαν πίνακας ζωγραφισμένος από έναν έμπειρο και ώριμο δεξιοτέχνη». Από πολλούς, το συγκεκριμένο έργο χαρακτηρίζεται ως συμφωνία με piano obbligato. Εδώ, ο σολίστ πρέπει να συμπορεύεται και «να αναπνέει» μαζί με την ορχήστρα, αφού η ερμηνεία απαιτεί να ενωθούν οι δυο τους σε μια ουσία.
Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, θα ανοίξει το πρόγραμμα με την Πρώτη Συμφωνία του Σοστακόβιτς, τον οποίον η Λεόνσκαγια είχε γνωρίσει προσωπικά στα πρώτα της επαγγελματικά βήματα. «Πηγαίναμε συχνά στο σπίτι του μαζί με άλλους σπουδαστές και παίζαμε έργα του. Μπορώ να πω ότι τον γνώριζα αρκετά καλά. Πάντα ήταν φιλικός και ενθαρρυντικός με τους νέους μουσικούς. Τέτοιου είδους γνωριμίες σε σημαδεύουν για το υπόλοιπο της ζωής σου. Ειδικά όταν συμβαίνουν όσο είσαι νέος ακόμη», θυμάται από τη γνωριμία της μαζί του.
Κι ενώ, πράγματι, η Λεόνσκαγια προέρχεται από μια άλλη εποχή, τα εισιτήρια για τις εμφανίσεις της εξακολουθούν να γίνονται ανάρπαστα και υπάρχουν θαυμαστές της που την ακολουθούν παντού. Δεν μπορεί κανείς παρά να συμπεράνει ότι η χαρακτηριστική της οξυδέρκεια και ο σεβασμός της για τη μουσική, είναι τα στοιχεία που την καθιστούν επίκαιρη, ακριβώς λόγω της σπανιότητας και της αν-επικαιρότητάς τους. Με τις ερμηνείες της επαναφέρει στο προσκήνιο τη σημασία της προσοχής και του βάθους σε μια εποχή που αναγκαστικά αυτές οι έννοιες εξοβελίζονται.