«Όταν βλέπαμε αυτές τις ταινίες, αναζητούσαμε κάτι που δεν είχαμε ξαναδεί. Ομόφωνα συμφωνήσαμε ότι μία ταινία μας προκάλεσε να δούμε με ένα νέο τρόπο, και μας σαγήνευσε με την αναπάντεχη ανθρωπιά των δύσκολων χαρακτήρων της. Η σκηνοθεσία της ήταν γεμάτη αυτοπεποίθηση, ο τόνος της μοναδικός, κι ανυπομονούμε να δούμε την επόμενη δουλειά της Ελίνας Ψύκου».
Με αυτά τα άκρως κολακευτικά λόγια, υπογεγραμμένα από κινηματογραφικούς κολοσσούς όπως ο Willem Daffoe κι ο Peter Fonda, σφράγισε τα παγκόσμια αποκαλυπτήρια του ο Γιος της Σοφίας – λόγια που θα ήταν αρκετό βραβείο από μόνα τους για την σκηνοθέτιδα, αν με την δεύτερη κιόλας ταινία της, δεν κατάφερε και κάτι παραπάνω: ξημερώματα Παρασκευής (ή βράδυ Πέμπτης σε ώρα Νέας Υόρκης), ο Γιος της Σοφίας έγινε ο πρώτος ελληνικός τίτλος που αποσπά ποτέ το βραβείο Καλύτερης Ταινίας του Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος στο φεστιβάλ της Tribeca, το φεστιβάλ που ίδρυσε στις στάχτες του χτυπήματος της 11ης Σεπτεμβρίου ο Robert De Niro, και το οποίο, εκτός από έμβλημα της Νέας Υόρκης, έχει εξελιχθεί σε ένα από τα επιδραστικότερα κινηματογραφικά events του παγκόσμιου σινεμά.
«Το στόρι διαδραματίζεται το καλοκαίρι του 2004», λέει η Ελίνα Ψύκου, θέτοντας το υπόβαθρο της ταινίας της, η οποία παρακολουθεί τον 11χρονο Μίσα από τη στιγμή που προσγειώνεται στην Αθήνα των Ολυμπιακών. «Έρχεται να βρει τη μητέρα του, με την οποία έχουν να ιδωθούν δυο χρόνια: η μητέρα του είναι μετανάστης στην Αθήνα, κι ο Μίσα έμεινε πίσω με τον παππού και τη γιαγιά, και ερχόμενος εδώ με αγωνία για τη νέα ζωή που τον περιμένει, θεωρεί ότι θα μείνει μαζί της. Όμως, η μαμά του πολύ σύντομα του αποκαλύπτει ότι δεν θα μείνουν οι δυο τους, αλλά με έναν ηλικιωμένο κύριο τον οποίο αυτή φροντίζει. Έτσι, το όνειρο ανατρέπεται από την πρώτη στιγμή, αφού μένουν με τον κύριο Νίκο στο σπίτι του, κι έτσι ξεκινάει ένα ιδιότυπο τρίγωνο».
Έχοντας ήδη κάνει αίσθηση σε διεθνή ακροατήρια από την πρώτη της κιόλας ταινία, την Αιώνια Επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά που έκανε ντεμπούτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου, η Ελίνα Ψύκου υπογράφει άλλο ένα παράδοξο δράμα, στο οποίο ονειρικό και ρεαλιστικό βαδίζουν χέρι χέρι. Τοποθετημένη όμως αυτή τη φορά στη σκιά μιας περιόδου που αποτέλεσε σημείο καμπής για ολόκληρη την σύγχρονη Ιστορία της Ελλάδας, η νέα της ιστορία είναι ποτισμένη με την υφέρπουσα μελαγχολία ενός τετελεσμένου μέλλοντος, που πλανάται σαν φάντασμα ανάμεσα στους στενούς διαδρόμους του αθηναϊκού διαμερίσματος που φιλοξενεί σχεδόν αποκλειστικά τη δράση της.
«Προφανής αφορμή για αυτήν την ταινία, ήταν η ανάγκη μου να πω μια ιστορία για την παιδική ηλικία» συνεχίζει η σκηνοθέτις, «αλλά απ’ αυτήν την αρχική ανάγκη προέκυψαν διάφορα πράγματα, κι έτσι ουσιαστικά η ταινία αφηγείται μια ιστορία για την ταυτότητα και για το τι είναι αυτό που μας ορίζει: από το μικρό μας όνομα μέχρι την πολιτική και εθνική ταυτότητα — είναι πολλά πράγματα η ταινία», καταλήγει μιλώντας στην Popaganda για το φιλμ που αναμένεται στις ελληνικές αίθουσες το ερχόμενο φθινόπωρο.
Η ταινία σου είναι με κάποιο τρόπο κι ένα σχόλιο στην έννοια της ενσωμάτωσης των ανθρώπων που έρχονται από μια ξένη χώρα και τη βίαιη αφομοίωση τους; Τη βίαιη αφομοίωση, ναι, αφού ο κύριος Νίκος, προσπαθώντας να φερθεί ως πατέρας του παιδιού αυτού, προσπαθεί να τον μυήσει σε ό,τι ο ίδιος θεωρεί ελληνικό – θέλει να τον κάνει Έλληνα πολίτη. Και ναι, αυτό είναι ακριβώς αυτό που είπες: η βίαιη ενσωμάτωση. Η ταινία ουσιαστικά μιλάει για την βία που είναι αόρατη. Τη βία η οποία δεν είναι σώνει και καλά σωματική, είναι ψυχολογική. Είναι η βία που πολλές φορές δέχονται τα παιδιά δέχονται, αλλά η βία που δέχονται οι ενήλικες από τους άλλους, προκειμένου να γίνουν όπως οι άλλοι τους θέλουν.
Παρ’ όλα αυτά δεν είναι μια ταινία που σε πιάνει απ’ τα μούτρα και σε σέρνει στο πάτωμα αλλά αντίθετα παρουσιάζει μια αίσθηση ονειρική, σχεδόν παραμυθένια. Ναι, έχει πολλά στοιχεία φαντασίας και παραμυθιού, αφού ο πρωταγωνιστής, όπως είπαμε, είναι ένα μικρό παιδί. Τα παιδιά, όπως ξέρουμε, έχουν μια πολύ ισχυρή φαντασία, κι έναν φανταστικό κόσμο μέσα στον οποίο ζουν. Η ταινία ουσιαστικά ισορροπεί ανάμεσα στον ρεαλισμό και τη φαντασία κι ανάμεσα στην αθωότητα και την αγριότητα. Δηλαδή, μ’ έναν τρόπο, τα στοιχεία απ’ τα οποία αποτελείται ο κόσμος ενός παιδιού.
Αυτό το κάπως ονειρικό σύμπαν στο οποίο εκτυλίσσεται η ταινία πάντως, τυγχάνει να είναι και το ίδιο υπερ-ρεαλιστικό σύμπαν μέσα στο οποίο εκτυλισσόταν και η προηγούμενη, αφού ο Αντώνης Παρασκευάς εμφανίζεται ως υπαρκτό πρόσωπο. Ναι υπάρχει αυτό το inside joke. Μου άρεσε αυτό ως ένα στοιχείο συνέχειας ας πούμε, ότι είναι πράγματι ο ίδιος κόσμος στον οποίο διαδραματίζονται οι δυο ταινίες, τίποτε παραπάνω απ’ αυτό όμως –θα ήταν κρίμα ο Χρήστος Στέργιογλου από εδώ και πέρα να ταυτιστεί με τον Αντώνη Παρασκευά άλλωστε. Είναι όμως ο ίδιος κόσμος των δυο ταινιών, γιατί κάπως έτσι είναι κι ο δικός μου κόσμος.
Μετά κι απ’ το Park της Σοφίας Εξάρχου, η δική σου είναι η δεύτερη ταινία που βλέπουμε φέτος με αφετηρία της την Ολυμπιακή Αθήνα. Γιατί διάλεξες αυτήν την περίοδο για την ιστορία σου; Γενικά μου αρέσει να τοποθετώ τις ιστορίες μου σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον – και στην προηγούμενη ταινία μου, η οποία διαδραματιζόταν στο σήμερα, υπήρχαν στοιχεία του παρελθόντος, όπως για παράδειγμα η πρώτη μέρα του ευρώ. Θεωρώ ότι έτσι αφηγείσαι μεν την ιστορία σου σε πρώτο επίπεδο, σε δεύτερο όμως μιλάς και για τη χώρα στην οποία ζεις, χωρίς ωστόσο αυτό, όπως είπες κι εσύ, να το τρίβω στα μούτρα του θεατή. Έτσι λοιπόν, τώρα επέλεξα το καλοκαίρι του 2004 γιατί θεωρώ πως ήταν μια περίοδος η οποία έχει ορίσει την σημερινή μας, και μ’ αρέσει να γυρίζω πίσω στο παρελθόν αφηγούμενη κάτι στο παρόν.
Πώς είχες βιώσει εσύ εκείνη την περίοδο, την Αθήνα των Ολυμπιακών; Δούλευα ως βοηθός σκηνοθέτη σε μια τηλεοπτική σειρά τότε, σχεδόν όλη την περίοδο εκείνη, και θυμάμαι ότι ήταν τόσος πολύς ο κόσμος στην Αθήνα. Ήταν μια περίοδος όπου όλα ήταν μεγάλα και πολλά. Ήταν όμως και μια εποχή στην οποία όλα ήταν αθώα. Και υπήρχε μια αίσθηση ότι συμβαίνει κάτι το μοναδικό, που δεν έχει ξανασυμβεί κι ούτε πρόκειται να ξαναγίνει.
Και τώρα έχει γίνει μια περίοδος πλήρως ενοχοποιημένη, δικαίως ή αδίκως, η οποία όμως μας έχει φέρει σε ένα σήμερα, όπου η Αθήνα θεωρείται διεθνώς ως μια πολύ γόνιμη πόλη να ζει κανείς και να δημιουργεί, ένα έδαφος πολύ εύφορο, όπως όλα τα καμένα εδάφη. Βιώνεις εσύ κάτι τέτοιο ή είναι τραγούδια όσων βρίσκονται έξω απ’ τον χορό; Πάντα όταν δεν ζούμε σε μια πραγματικότητα την βλέπουμε πιο εξωτικά. Κι εμείς, όταν επισκεπτόμαστε μιαν άλλη ευρωπαϊκή πόλη, το Βερολίνο πχ, λέμε «α, τι ωραία που είναι να ζεις εδώ πέρα και πόσο δημιουργικό». Νομίζω ότι οι άνθρωποι που ζουν και βιώνουν την καθημερινότητα μιας οποιασδήποτε πόλης, όμως, δεν τη βιώνουν με τον ίδιο τρόπο. Είμαι χαρούμενη που ζω στην Αθήνα, δεν έχω κάποιο θέμα, απ’ την άλλη όμως, όπως και να το κάνουμε, η καθημερινότητά μας είναι πάρα πολύ δύσκολη, ιδίως συγκρινόμενη με το πώς ήταν. Τώρα, σε επίπεδο δημιουργίας, εγώ δημιουργική ήμουν και πριν την κρίση, δημιουργική είμαι και τώρα. Δεν μου αρέσει να χρησιμοποιούμε την κρίση ως άλλοθι.
Ο κόσμος της Αθήνας πώς στέκεται απέναντι στο δημιουργικό κοινό της πόλης: Βλέπεις να αγκαλιάζεται αυτή η δημιουργικότητα; Δεν το βλέπω καθόλου αυτό, δεν το βιώνω ούτε εγώ ως κινηματογραφίστρια, αλλά ούτε και οι διάφοροι γνωστοί και φίλοι με τους οποίους συζητάω, είτε απ’ τον χώρο του σινεμά, είτε από άλλους καλλιτεχνικούς / πολιτιστικούς χώρους. Νομίζω ότι γενικώς υπάρχει πάρα πολύ έντονη η προκατάληψη του καλλιτέχνη ως ενός κρατικοδίαιτου τύπου κι υπάρχει πολύ πιο έντονα μάλιστα στην εποχή που ζούμε, την εποχή όπου επικρατούν διάφορες επικίνδυνες ρητορικές για το ότι δεν δίνονται λεφτά σε νοσοκομεία, ή σε σχολεία, και ότι δίνονται στον πολιτισμό και όλα αυτά. Ρητορικές που κάνουν ακόμη χειρότερη την προκατάληψη για τον καλλιτέχνη. Αισθάνομαι λοιπόν ότι το κοινό είναι αρκετά προκατειλημμένο απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή ελληνικής τέχνης. Απ’ την άλλη, βέβαια, για να μην υπερβάλλουμε κιόλας, συνομιλώντας με διάφορους ανθρώπους που συναντάω σε φεστιβάλ ανά την Ευρώπη, το ίδιο βιώνουν κι αυτοί στις δικές τους χώρες, είναι κάτι που συμβαίνει σε ευρωπαϊκό επίπεδο δηλαδή. Για εμένα το θέμα είναι το πώς καλλιεργείς από νεαρή ηλικία την σχέση του ανθρώπου με την τέχνη. Πώς την εντάσσεις δηλαδή στο σχολείο, στην εκπαίδευση κι έτσι στην νοοτροπία του ανθρώπου. Το θέατρο, ας πούμε, το οποίο ίσως και λόγω της αρχαιολατρίας μας είναι ενταγμένο στα σχολεία, έχει μια πιο ισχυρή σχέση οικειότητας με τους Έλληνες. Πέρα απ’ αυτό όμως, δεν νιώθω ότι το ελληνικό κοινό αγκαλιάζει ιδιαίτερα την τέχνη. Αντίθετα, καμιά φορά αισθάνομαι ότι κι οι καλλιτέχνες βρισκόμαστε κλεισμένοι σ’ έναν μικρόκοσμο, και θεωρούμε πως επειδή σε κάποια πράγματα πηγαίνουμε εμείς κι οι φίλοι μας κι ο κύκλος μας, ότι αυτά έχουν αγκαλιαστεί από το κοινό κι έχουν επιτυχία. Πρέπει να ανοίξει όμως αυτό το πράγμα.
Ποια είναι τα σχέδια για τα επόμενα βήματα της ταινίας; Αμέσως μετά την Νέα Υόρκη η ταινία θα διαγωνιστεί στο φεστιβάλ της Jeonju στην Κορέα, και υπάρχουν διάφορα άλλα τα οποία ακολουθούν, τα οποία όμως δεν είναι ακόμη ανακοινώσιμα. Η ταινία ωστόσο θα προβληθεί φυσικά και στους ελληνικούς κινηματογράφους από την One from the Heart το ερχόμενο φθινόπωρο.
Το κείμενο των ερωταποκρίσεων αποτελεί απομαγνητοφώνηση της συνέντευξης της Ελίνας Ψύκου στον Best Radio 92,6 για την εκπομπή των Θεοδόση Μίχου και Ιωσήφ Πρωϊμάκη (καθημερινά 8-10 πμ).