Τόσο καλοκουρδισμένο και άρτιο Χορό χρόνια είχαμε να δούμε σε τραγωδία. Συνήθως όταν λέμε ότι ο Χορός ήταν το πιο δυνατό σημείο της παράστασης υποννοούμε ότι τα πράγματα πήγαν τόσο λάθος που το μόνο που ξεχώρισε είναι εκείνο που περιμένεις λιγότερο να ξεχωρίσει.
Στη Ηλέκτρα του Θάνου Παπακωνσταντίνου τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Σε μια παράσταση όπου η αισθητική άποψη λειτουργεί υποβλητικά και τα λόγια του Σοφοκλή λάμπουν χάρη στην άψογη μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά, ο Χορός κατάφερε να υπογραμμίσει την τραγικότητα του μύθου χωρίς υπερβολές, χωρίς τίποτα να περισσεύει και να παρατονίζεται σε βάρος των υπόλοιπων στοιχείων.
Το σκηνικό και πριν ξεκινήσει η παράσταση στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου έμοιαζε παράταιρο τελικά δικαιολόγησε πλήρως την επιλογή της Νίκης Ψυχογιού. Τα κοστούμια που έφεραν μια κάποια φετιχιστική αύρα μεγαλείου, και ειδικά εκείνα του χορού έμοιαζαν σαν παραπομπή στην στολή των υπηρετριών στο Handmaid ‘s Tale έφερναν έναν τόνο θρησκευτικού απολυταρχισμού στην ατμόσφαιρα τονίζοντας το παράλογο της εξουσίας και την τραγικότητα των θυμάτων.
Η Μαρία Ναυπλιώτου στάθηκε απόλυτα εναρμονισμένη στον ρυθμό της παράστασης, βρίσκοντας σίγουρα πατήματα που «υπονόμευσε» με μια σπιρτάδα γκοτέσκισκης υπερβολής, τόσο διακριτικά έξυπνη που δεν διατάραξε την υπάρχουσα ισορροπία που είχε χτιστεί σταδιακά από το πρώτο λεπτό του έργου.
Το χαρτί της ειρωνικής υπερβολής, ως ένα βαθμό, επέλεξε να παίξει και ο Χρήστος Λούλης. Κι εδώ λειτούργησε εκτός από τη σκηνή όπου ανακάλυψε το αποκεφαλισμένο κεφάλι της νεκρή συζύγου του, σκηνή όπου δεν βοήθησε πουθενά αντιθέντως «κλώτσησε» ανατρέποντας την υποβλητική ατμόσφαιρα της παράστασης, όχι προς όφελος της.
Η πρωταγωνίστρια της βραδιάς, η Αλεξία Καλτσίκη, στον ρόλο της Ηλέκτρας προδόθηκε από δύο πράγματα. Πρώτον, από την φωνή της που δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του δράματος και δεύτερον, από την προσπάθεια να δώσει τόσες πλευρές της προσωπικότητας και της στάσης της Ηλέκτρας που έμοιαζε να χάθηκε μέσα σε έναν δαίδαλο επιλογών που δεν στηρίχθηκαν επαρκώς. Το τελευταίο μισάωρο της παράστασης η Καλτσίκη ανέβηκε 10 σκαλοπάτια και απέκτησε τη στιβαρότητα που μέχρι εκείνη τη στιγμή αναζητούσε. Αν κατάφερε να κρατήσει αυτό το επίπεδο σε όλη τη διάρκεια στις επόμενες παραστάσεις δεν το γνωρίζω, αν όντως το κατόρθωσε θα μπορούσε να πει κανείς ότι η Καλτσίκη πρόκειται για πολυεργαλείο υποκριτικής με πολύ σύγχρονο τρόπο παιξίματος που παίρνει ρίσκα.