Η συνεργασία των Αντωνάκη και Δαυίδ Σαμπεθάι οδήγησε σε ένα άρτιο και πλήρως αρμονικό σύνολο εικόνων, φωτογραφιών, κειμένων, στίχων και παράλληλα ενός soundtrack, σε συνεργασία με τους μουσικούς Ειρήνη Λύσσαρη και Νίκο Βεζανή (Benjha). H έκθεση είναι σαν μία αφήγηση πάνω σε μία ουσιαστικά ανολοκλήρωτη πλοκή μίας ταινίας που δεν έχει ακόμα γυριστεί, αλλά έχει δικούς της πρωταγωνιστές, σκηνικά, τοποθεσίες υποθετικών γυρισμάτων και σε κάθε σκηνή της σε προκαλεί να μπεις περισσότερο μέσα της και να την ανακαλύψεις. Την ίδια στιγμή η σκέψη του θεατή αφήνεται ελεύθερη να αναπτύξει τις δικές της συνδέσεις στην βάση όσων παρουσιάζονται. Συναντήσαμε τους δύο δημιουργούς και μάθαμε περισσότερα πράγματα γι αυτή την καλλιτεχνική τους συνάντηση και τους “δύο Γιάννηδες” τους.
Μία ταινία που δεν έχει γυριστεί και μία έκθεση βασισμένη πάνω σε αυτήν. Πείτε μας λίγα λόγια γι αυτή την ιδέα;
Α: Η αρχική ιδέα ήταν να συνεργαστούμε για μια έκθεση με κοινή θεματική. Με δεδομένο πως τόσο η δουλειά του Δαυίδ όσο και η δική μου έχει πολλές αναφορές από το κινηματογράφο και τη τηλεόραση ήταν σχεδόν αναμενόμενο πως η ιστορία – θέμα της έκθεσης θα κατευθυνόταν προς τα εκεί. Η έκθεση στην ουσία είναι σχέδια/σπουδές σκηνικών, πορτραίτα, φωτογραφίες απο υποθετικά σημεία γυρισμάτων, αποκομένες περιγραφές μιας ανολοκλήρωτης πλοκής τα οποία μπορούν να λειτουργήσουν ως homage ταινίας που έχουμε φανταστεί αλλά και ως προεργασία για την ολοκλήρωση της.
Δ.Σ: Το όλο concept δεν ξεκίνησε με την προδιαγραφή η ταινία Two Johns να μην υλοποιηθεί ποτέ για τη μεγάλη οθόνη. Κάθε κινηματογραφική ταινία ή τηλεοπτική σειρά συνεπάγεται μια δημιουργική διαδικασία έντονης προετοιμασίας (συλλογή φωτογραφιών από τοποθεσίες, αντικείμενα-σκηνικά, ανάπτυξη των χαρακτήρων, εναλλακτικές εκβάσεις του σεναρίου κτλπ). Στην περίπτωση μας, ο Αντωνάκης και εγώ χρησιμοποιήσαμε τα προυπάρχοντα εργαλεία της δουλειάς μας, δηλαδή τη ζωγραφική, τη φωτογραφία, τη γραφή και τη γλυπτική για να αναπτύξουμε τον κινηματογραφικό κόσμο των Two Johns. Το ίδιο το σενάριο και πολλοί από τους χαρακτήρες (πχ Slinky, Dready Sharp, Mr. Grin, Butler) προέκυψαν μέσα από τα ζωγραφικά έργα και όχι το αντίστροφο. Η μόνη σταθερή μεταβλητή που θέσαμε από την αρχή ήταν ο τίτλος Two Johns και το γεγονός ότι όλοι οι χαρακτήρες πρέπει να συνδέονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και να μην είναι ξεκάρφωτοι.
Ποιοι είναι οι Two Johns; Γιατί η έκθεση παίρνει το όνομα της από αυτούς τους δύο χαρακτήρες;
A: Οι Two Johns, καθώς και πολλοί από τους ήρωες μας, βασίζονται σε πραγματικά πρόσωπα. Στη φάση που είχαμε ήδη καταλήξει πως το θέμα της έκθεση μας θα αφορούσε μια ταινία που δεν έχει γίνει, χρειαζόμασταν και μια βάση για το “σενάριο” μας. Μια παρέα παιδιών (ανάμεσα σε αυτόυς και δύο Γιάννηδες) αποτέλεσε τη κύρια πηγή έμπνευσης για αυτή την ιστορία. Ο τίτλος της έκθεσης προέκυψε σε μια βόλτα, ένα βράδυ καθώς περπατούσα πίσω από τους δύο Γιάννηδες στην οδό Ερμού.
Δ.Σ: Οι δύο Johns όπως κατέληξαν ως σεναριακοί χαρακτήρες είναι ένας βρικόλακας και ένα were panther (το αντίστοιχο φανταστικό ον του λυκανθρώπου σε πάνθηρα). Ο were panther John λοιπόν υιοθετήθηκε σε νεαρή ηλικία από την μητέρα του vampire John και έκτοτε είναι πάντα μαζί. Επειδή η μητέρα των Γιάννηδων πέθανε λίγο αργότερα, οι δύο ήρωες μας μεγάλωσαν με τον εμμονικό Συνταγματάρχη John (πατέρας του vampire John) και τον αγαπητό και πολυταξιδεμένο θείο τους Count Condu (δανεικός χαρακτήρας από το αγαπημένο βιβλίο μου του Κέρουακ Dr. Sax). Πρέπει να αναφέρω σε αυτό το σημείο ότι η μεταφυσική ή μυθολογική πλευρά των χαρακτήρων υπάρχει κυρίως για να μας δώσει περισσότερη ευελιξία στο χωροχρονικό πλαίσιο της ιστορίας. Κάποιοι χαρακτήρες εξελίσσονται σε μεγάλο βάθος χρόνου και έχουν σημεία εκκίνησης το μακρινό παρελθόν, όπως για παράδειγμα η Νίκκη – Βασίλισσα των Παρανόμων του Νότιου Μεσημβρινού (Nikki – Queen Outlaw of the Southern Meridian) που προέρχεται από μία κωμόπολη έξω από την Αλαμπάμα της εποχής του πυρετού του χρυσού, ή η Σούστα (Slinky), ένα αρχαίο βαμπίρ από την Ινδονησία που μετά την έκρηξη του ηφαιστείου της Κρακατόα βρέθηκε να πλέει σε μια ελαφρόπετρα στις ακτές της Μαγαδασκάρης.
Δύο Γιάννηδες και δύο καλλιτέχνες. Ταυτόχρονα η συνύπαρξη της αλήθειας των χαρακτήρων και η φαντασιακή πλευρά τους, μία ταινία και μία πραγματικότητα. Ο δυισμός ήταν επιδίωξη σας, η απλά προέκυψε;
Α: Η “ταινία” δεν αφορά μόνο δύο πρόσωπα, ενδεχομένως υπάρχει μια ιστορία που θέλει τους δύο Γιάννηδες πρωταγωνιστές που πλαισιώνονται από τους υπόλοιπους ήρωες αλλά στη πραγματικότητα η μόνη πραγματική δυάδα στην έκθεση είναι ο Δαυίδ και εγώ. Εφόσον όμως δεν μιλάμε για μια μόνο εκδοχή μπορεί τελικά οι Τwo Johns να είμαστε και εμείς.
Δ.Σ: Η αλήθεια των χαρακτήρων έχει πιο πολύ να κάνει με το κοινωνικό πλέγμα της παρέας στην οποία βασιστήκαμε και τις δυναμικές μεταξύ τους, παρά στις προσωπικότητες και σε γεγονότα της ζωής τους, πάνω στα οποία εμείς πατήσαμε για να χτίσουμε τη πλοκή. Εγώ δεν γνώρισα τους αληθινούς Γιάννηδες μέχρι τα εγκαίνια της έκθεσης, το μόνο που είχα στα χέρια μου για υλικό ήταν δώδεκα φωτογραφίες αυτών και της ευρύτερης παρέας τους. Ο Αντωνάκης μου περιέγραψε τους δύο Γιάννηδες με τον αρχετυπικό τρόπο που περιγράφει κανείς τους πρωταγωνιστές ενός buddy movie; αυτή η περιγραφή έφερε και στους δυο μας αρκετούς συνειρμούς για να αρχίσουμε να δουλεύουμε στο πρότζεκτ και ο δυισμός ήρθε πακέτο με το concept του buddy movie. Μάλιστα, επειδή όπως αναφέραμε ήδη η πλοκή έχει διευρυμένο χωροχρονικό πλαίσιο λέγαμε με τον Αντωνάκη ότι το concept είναι ένα buddy movie through the ages.
Υπάρχουν αυτοβιογραφικά σας στοιχεία στην έκθεση; Πως αυτά αντικειμενικοποιούνται και αποτυπώνονται;
A: Αποτυπώνονται αλλά δεν αντικειμενικοποιούνται. Αποτυπώνονται με αυτού του είδους το φιλτράρισμα που μπορεί και ένας θεατής αντίστροφα να ταυτιστεί με την ιστορία ενός τηλεοπτικού ή κινηματογραφικού χαρακτήρα.
Δ.Σ: Υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία τα οποία έχουν αφομοιωθεί με πολύ ομαλό τρόπο, όπως θα γινόταν σε ένα έργο λογοτεχνίας που δεν είναι σκόπιμα αυτοβιογραφικό. Για παράδειγμα ένα μεγάλο μέρος της πλοκής λαμβάνει μέρος στη Νάξο, όπου πήγαινα διακοπές πολλά καλοκαίρια μικρός και ο μεγάλος αδερφός (Οδυσσέας Διακάκης) των κολλητών μου φίλων μας έβαζε να παίζουμε σε ερασιτεχνικές βιντεοταινίες σε στυλ Ιντιάνα Τζόουνς με τίτλους Περιπέτεια στη Νάξο 1, 2 κτλπ τις οποίες σκηνοθετούσε και έγραφε. Αυτές οι τέλειες diy ταινίες των παιδικών μου χρόνων ήρθαν στο μυαλό μου όταν αρχίσαμε το δικό μας πρότζεκτ.
Η έκθεση έχει ένα απόλυτα αρμονικό αποτέλεσμα, τη στιγμή που στηρίζεται στις ατομικότητες και των δυό σας; Ποιά ήταν η εξέλιξη του συνδυασμού των ιδεών σας και πώς οδήγησε σε αυτό το αποτέλεσμα;
A: Για ένα διάστημα μηνών δεν είχαμε δει σχεδόν καθόλου δουλειά ο ένας του άλλου. Συναντίομασταν μια φορά την εβδομάδα και συζητούσαμε πάνω στην ιδέα, παράλληλα δημιούργησαμε ένα tumblr (two-johns.tumblr.com) ώστε να αντάλασσουμε σημειώσεις, προσχέδια και σκέψεις πάνω ως προς του που βρισκόμασταν ο καθένας τη κάθε χρονική στιγμή. Ανεβάζαμε από τραγούδια που ακούγαμε ενώ δουλεύαμε, μισοτελειωμένα σχέδια μέχρι και φωτογραφίες από σημεία υποθετικών εξωτερικών γυρισμάτων. Ο καθένας μας είχε τη δική του εκδοχή και σταδιακά συγχωνεύτηκαν.
Δ.Σ: Από την αρχή βρισκόμασταν σε συχνή επικοινωνία και λέγαμε ο ένας στον άλλο ιδέες είτε για ζωγραφικά έργα ή νέες πτυχές των χαρακτήρων που ήδη δουλεύαμε. Κάποιες φορές στέλναμε τραγούδια ο ένας στον άλλο λέγοντας ότι αν ζούσε ο τάδε χαρακτήρας σίγουρα θα άκουγε το συγκεκριμένο κομμάτι. Αυτή η διαδικασία άρχισε να ζωντανεύει την ιστορία και για μας τους ίδιους. Ξέραμε ότι όσο πιο μέσα μπούμε στην ατμόσφαιρα της ιστορίας μας τόσο πιο οργανική και μη πιεσμένη θα ήταν και η συνεργασία μας. Με αυτού του είδους τα πρότζεκτ, χρειάζεται οι δημιουργοί να παίρνουν το ρόλο του ακροατή πότε πότε κατά τη διάρκεια δημιουργίας.
Η έκθεση έχει μια αφηγηματική, σε κάποια σημεία εξομολογητική, διαδρομή Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια γι αυτήν. Ποια είναι η σχέση της με τους δύο Γιάννηδες και την δική τους διαδρομή σε διάφορα σημεία της Αθήνας;
Α. Πολλά από τα πρόσωπα που βασίζονται οι ήρωες μας είναι φίλοι. Προσωπικά απέφυγα τους συναισθηματισμούς και άρχισα να τους φαντάζομαι σαν κινηματογραφικούς (και τηλεοπτικούς) χαρακτήρες που κατα καιρούς με έχουν γοητεύσει ή έχω ταυτιστεί μαζί τους μόνο και μόνο επειδή αντιπροσωπεύουν μια ιδεώδη εκδοχή της προσωπικότητας μου. Η Αθήνα είναι η πόλη που κατοικούν αυτά τα παιδιά και εμείς αλλά όσον αφορά την ιστορία γίνεται σαφές πως πολλοί από τους πρωταγωνιστές μας βρίσκονται ή έχουν βρεθεί και σε άλλα μέρη στο κόσμο.
Δ.Σ: Η Αθήνα δεν παίζει κυρίαρχο ρόλο στην ιστορία των Two Johns. Θα ήταν υπερβολικά κυριολεκτικό πλαίσιο για την ιστορία μας και όπως είπαμε εξάλλου μας ενδιέφερε να δημιουργήσουμε μια ιστορία όπου οι χαρακτήρες μπορούν να αλλάζουν δραστικά πεδίο δράσης. Τη μια στιγμή οι Johns βρίσκονται στην Αθήνα και την άλλη στην οικογενειακή τους κρύπτη στη Νάξο σε ένα family reunion με μακρινούς βρικόλακες συγγενείς που έχουν επιστρέψει από ταξίδια στην αφρικανική ήπειρο. Πάντως από το Αθηναικό τοπίο στην αφήγηση ξεχωρίζει το Πεδίο του Άρεως, όπου άστεγοι βρικόλακες έχουν βρει καταφύγιο σε μια κρύπτη κάτω από το άδειο μαρμάρινο κεντρικό συντριβάνι (αυτό το στοιχείο είναι εμπνευσμένο από το Fisher King του Terry Gilliam και όχι κάποιο μελοδραματικό σχόλιο για τους ναρκομανείς που συχνάζουν στο πάρκο). Το εξομολογητικό στοιχείο υπάρχει σε σημεία της αφήγησης, ωστόσο όπως είπε ο Αντωνάκης, αποφύγαμε τους συναισθηματισμούς και όποτε το χρησιμοποιούμε δεν είναι εξομολογητικό από την δική μας οπτική γωνία αλλά από αυτή κάποιων χαρακτήρων (πχ Mr.Grin’s Butler και vampire John και τα ημερολόγια τους). Προσωπικά χρησιμοποίησα εξομολογητικά στοιχεία αφήγησης με πρότυπο λογοτεχνικά έργα όπως το Galapagos του Kurt Vonnegut και κινηματογραφικές ταινίες όπως το Strangers On A Train του Alfred Hitchcock.
Ποιες είναι οι βασικές επιρροές της έκθεσης και των δημιουργιών του καθενός;
A: Η δουλειά μου εμπεριέχει αρκετές αναφορές από την αισθητική της περιόδου του Μοντερνισμού, κυρίως τον Matisse, αλλά περισσότερο με ενδιαφέρει η Ελληνική έκφανση του Μοντερνισμού. Ειδικότερα στη ζωγραφική μου υπάρχουν επιρροές από το έργο του Μόραλη, του Παπαλουκά, τα σκηνογραφικά σχέδια του Τσαρούχη και τα εξώφυλλα δίσκων του Νίκου Χατζηκυριάκου – Γκίκα. Αλλά βέβαια έχει σημασία για εμένα ότι αυτά τα μορφολογικά στοιχεία τα χρησιμοποιώ για να περιγράψω το περιβάλλον μου τώρα, το media culture, τις τηλεοπτικές σειρές κλπ.
Δ.Σ: Από τηλεοπτικές σειρές το Twin Peaks, το Arrested Development και το True Detective. Από κινηματογράφο το Picnic At Hanging Rock, το Strangers On A Train, το Goonies, το Jumanji και το Heavenly Creatures. Από ζωγράφους ο Sidney Nolan, η Karen Kilimnik (ευχαριστώ Αντωνάκη), ο Chaim Soutine και ο George Bellows. Από μουσική πολλά soundtrack 70s και γενικότερα δίσκοι library music, παλιά δημοτικά τραγούδια για τον Κάτω Κόσμο, εξώφυλλα δίσκων black metal και punk, το κομμάτι Blue Flowers του Kool Keith, το σάουντρακ του Picnic At Hanging Rock και οι Yo La Tengo. Από κόμιξ ο Κόρτο Μαλτέζε και από λογοτεχνία Kurt Vonnegut, ο Δράκουλας του Μπραμ Στόκερ και ο Mervyn Peake. Επίσης η Νάξος, η Λουιζιάνα, η Νέα Ορλεάνη και η Gothic κουλτούρα (λογοτεχνία, τέχνη, μουσική, αρχιτεκτονική).
Η έκθεση πέρα από το οπτικό αποτέλεσμα περιλαμβάνει και το soundtrack. Ποιά η θέση της μουσικής στο σύνολο;
A: Μια ταινία, ένα soundtrack.
Δ.Σ: Το soundtrack που γράψαμε με την Ειρήνη Λύσσαρη και τον Benjha (Νίκος Βεζανής), ήταν κάτι που από την αρχή συμφωνήσαμε με τον Αντωνάκη να συνοδεύει την έκθεση. Παρέχει την ατμόσφαιρα της ταινίας που έχουμε οραματιστεί και δίνει πνοή στην ιστορία. Η μουσική ήταν μεγάλο κομμάτι της έμπνευσης κατά τη διάρκεια του πρότζεκτ και η έκθεση θα ήταν ημιτελής χωρίς ένα σάουντρακ που φέρνει σε επαφή τον ακροατή με τον ήχο του κόσμου των Two Johns.
Και οι δύο έχετε ζήσει στο εξωτερικό. Τελικά τι μπορεί να κάνει μία πόλη όμορφη; Οι άνθρωποί της έχουν όντως τον σπουδαιότερο ρόλο;
Α: Ζω στην Αθήνα και μεγάλωσα στη Κρήτη, έχω ζήσει ένα διάστημα στο Λονδίνο, έχω περάσει μεγάλα χρονικά διαστήματα στη Γλασκώβη, το Βερολίνο και στις Ηνωμένες Πολιτείες (κυρίως στο Λος Άντζελες). Ο καιρός είναι ξεκάθαρα αυτό που που ομορφαίνει μια πόλη και τους ανθρώπους της.
Δ.Σ: Ζω και μεγάλωσα στην Κυψέλη και έχω ζήσει στην Γλασκώβη για τέσσερα χρόνια και στο Λονδίνο ένα. Συμφωνώ με τον Αντωνάκη στο θέμα καιρού.