Στη φετινή Bienalle της Βενετίας η εγκατάσταση Αγριμικά. Why Look at Animals? της Μαρίας Παπαδημητρίου ήταν από εκείνες που ξεχώρισαν από τις πρώτες ημέρες. Το μαγαζί του κ. Δημήτρη Ζιώγου, τεχνικού δερμάτων, μεταφέρθηκε από τον Βόλο στη Βενετία για να συστήσει στο κοινό την ελληνική, και ευρωπαϊκή ιστορία, από το 1945 έως σήμερα μέσα από την καθαρή και στέρεη ματιά ενός «σοφού ανθρώπου» όπως τον χαρακτηρίζει η εικαστικός. Ο ίδιος δεν μπόρεσε να παραστεί στα εγκαίνια αλλά σχεδιάζει να πάει, με το πλοίο, στη Βενετία το φθινόπωρο, παρέα με τα εγγόνια.
Πώς αποφάσισες να γίνουν τα Αγριμικά, το μαγαζί του κ. Δημήτρη Ζιώγου, το έκθεμα στο ελληνικό περίπτερο της φετινής Biennale της Βενετίας; Αυτό το μαγαζί το ανακάλυψα πριν 1,5 χρόνο. Μόλις το είδα εντυπωσιάστηκα από τον τρόπο με τον οποίον ήταν τοποθετημένα τα αντικείμενα στους τοίχους, από την παλαιότητα του μαγαζιού -το κατάστημα άνοιξε το 1928- και από τον ιδιοκτήτη. Ο ιδιοκτήτης κ. Δημήτρης Ζιώγας είναι τεχνικός δερμάτων, η δουλειά του είναι να επιλέγει τα δέρματα που του φέρνουν από τα σφαγεία ή οι ιδιώτες και να τα χωρίζει σε κατηγορίες, είναι ίσως ο καλύτερος τεχνικός δερμάτων που έχουμε στην Ελλάδα. Το κατάστημα αυτό φαινόταν αδειανό γιατί είχε λερωμένα τζάμια και ήταν σκοτεινό αυτό όμως που κινεί την περιέργεια είναι ο τίτλος Αγριμικά πάνω στην ταμπέλα της εισόδου. Όπως μας εξήγησε ο Αλέξης Ζήρας σημαίνει άγρια ζώα που μένουν κοντά στον άνθρωπο αλλά εκείνος δεν μπορεί να τα εξημερώσει, είναι όσοι ζουν εκτός κοινωνικού συστήματος γι’ αυτό αγριμικά ονομαζόντουσαν και οι παρτιζάνοι στο Εμφύλιο, όπως ο Άρης Βελουχιώτης.Όταν μπήκα μέσα για να δω τι είναι όλο αυτό βρήκα τον ιδιοκτήτη ο οποίος μου εξήγησε την εργασία του και πώς βρέθηκε εκεί και μέσα. Επικοινωνήσαμε καλά, γίναμε πάρα πολύ φίλοι κι έτσι ξετύλιξε ο ένας τη ζωή του άλλου πάνω σε αυτό το μικρό τραπεζάκι στο οποίο σερβίρει καφέ στους φίλους του, που κάθε μέρα περνούν από τα Αγριμικά. Το μαγαζί ουσιαστικά δεν έχει κάποια ιδιαίτερη συναλλαγή αυτή τη στιγμή. Ο ιδιοκτήτης όμως ο Δημήτρης Ζιώγος πηγαίνει κάθε ημέρα, και πρωί και απόγευμα γιατί του είναι συνήθεια και γιατί ο χώρος πια έχει αποκτήσει μια άλλη δυναμική. Αν το θέλεις είναι τοποθετημένη στους τοίχους όλη του η ζωή και όλη η ιστορία της Ελλάδας και της Ευρώπης μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, και όπως λέει ο ίδιος « αυτό δεν είναι ντεκόρ, είναι απλοποίηση».
Απλοποίηση με ποια έννοια; Διότι ο ιδιοκτήτης με πολύ απλό τρόπο έχει εκθέσει στους τοίχους όλα αυτά τα κομμάτια της ζωής του, τις σκέψεις του και τον τρόπο που στέκεται πολιτικά στην ιστορία της Ελλάδας.
Ο ίδιος πώς ξεκίνησε να ανεβάζει δημοσιεύματα και φωτογραφίες στους τοίχους του μαγαζιού του; Ο κ. Ζιώγος έτυχε να κάνει να κάνει αυτή τη δουλειά. Δώδεκα χρονών παιδί ήρθε από τη Σιάτιστα στον Βόλο για να μπορέσει να φέρει και η υπόλοιπή του οικογένεια, γιατί ο πατέρας του είχε χαθεί μέσα στον πόλεμο. Προσπαθώντας να βρει μια διέξοδο, μέσα στις τόσο δύσκολες συνθήκες της εποχής, έφτασε στον Βόλο, σε μια συγγενική του οικογένεια, η οποία ασχολούταν με το αντικείμενο, έτσι έμαθε την δουλειά και την έμαθε τέλεια γιατί είναι ένας ικανότατος άνθρωπος. Όταν όμως τον ρώτησα τι πραγματικά θα ήθελε να κάνει στη ζωή του μου είπε «Θα ήθελα να αλλάξω τον κόσμο». Ο τρόπος λοιπόν με τον οποίο τοποθετεί όλες αυτές τις πληροφορίες στον τοίχο του συνδέεται με τη διδασκαλία που κάνει σε όσους περνούν κάθε μέρα από το μαγαζί του, δηλαδή στους φίλους του, στα παιδιά των φίλων του, στους παλιού του συνεργάτες που μαζεύονται εκεί γιατί πολύ απλά τα «Αγριμικά» αποτελούν χώρο συγκέντρωσης, θα μπορούσε να τα χαρακτηρίσει κανείς ένα μεγάλο καθιστικό του σπιτιού του. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι δεν είναι μόνο εμπορικός χώρος αλλά υπάρχει και μια οικειότητα, υπάρχει κάτι το σπιτίσιο αλλά ταυτοχρόνως υπάρχει και όλη η ιστορία του επαγγέλματος και της ζωής του∙ υπάρχουν τα δέρματα των ζώων κι ένας βαλσαμωμένος λύκος, υπάρχουν όλα αυτά τα εργαλεία με τα οποία δουλεύει τα δέρματα αλλά υπάρχουν και αποκόμματα εφημερίδων, φωτογραφίες από προσωπικές στιγμές, σημειώματα και σχέδια από τα εγγόνια του, μια βιβλιοθήκη με διάφορα περιοδικά και βιβλία που έχει επιλέξει ο ίδιος και ο γιος του, ο οποίος έχει τυπικά πια την επιχείρηση. Είναι αυτό το συνονθύλευμα των αντικειμένων και των εικόνων ένα εκρηκτικό αισθητικό αποτέλεσμα, το οποίο εμένα με εντυπωσίασε και αμέσως σκέφτηκα ότι θέλω να καταλάβω περισσότερο τι είναι όλο αυτό. Κι έτσι παρέα με τον Γιώργο Τζιρτζιλάκη, με τον οποίο διδάσκουμε μαζί στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, αποφασίσαμε να κάνουμε ένα μάθημα για να εξετάσουμε τη σχέση των αγριμικών με τον άνθρωπο, τη σχέση των ζώων με τον άνθρωπο μέσα από την ιστορία, την τέχνη, την οικονομία και τη φιλοσοφία από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Κάποια στιγμή μέσα από την σχέση μου με τον Δημήτρη Ζιώγο και χάρη σε όλη αυτήν την έρευνα θεώρησα υποχρέωση μου αυτόν τον ευρεθέντα χώρο να τον μάθουν πολλοί περισσότεροι άνθρωποι εκτός Βόλου κι έτσι πάντα είχα στο μυαλό μου να βρεθεί ένας τρόπος για να γίνει αυτό. Άλλωστε εγώ μιλούσα σε όλους για τον χώρο και για τον άνθρωπο που τον δημιούργησε. Έτυχε λοιπόν να μάθω περί της Biennale και μια ιστορικός τέχνης, με την οποία δουλεύω από το 2003, η Gabi Scardi μαζί με τον Αλέξιο Παπαζαχαρία αποφάσισαν να κάνουν αυτή την πρόταση. Η πρόταση έγινε αποδεκτή από την επιτροπή του υπουργείου Πολιτισμού και έτσι βρέθηκαν τα Αγριμικά στη Βενετία.
Η αποτύπωση της εξέλιξης τόσο της κοινωνικής όσο και προσωπικής ζωής του ιδιοκτήτη στους τοίχους ήταν ένα αντίβαρο στην ενασχόληση του με τον θάνατο; Προσπάθησε, συνειδητά ή όχι, ο ιδιοκτήτης να φέρει μια ισορροπία στον χώρο του; Ουσιαστικά όλα αυτά τα αποκόμματα μιλούν για ανθρώπους-κτήνη είτε εγκληματίες είτε πολιτικούς ταυτοχρόνως αποτυπώνουν όμως και μια θετική πλευρά της ιστορίας. Το δέρμα είναι κάτι νεκρό αλλά δεν ταυτίζεται με το νεκρό ζώο γιατί συντελείται μια μεταμόρφωση και το δέρμα όταν δουλευτεί είναι πια κάτι άλλο, ένα χρηστικό αντικείμενο. Μην ξεχνάς ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν τρώνε κρέας και λένε «α, εγώ δεν τρώω κρέας γιατί είμαι ζωόφιλος, είμαι χορτοφάγος» όμως έχουν δερμάτινες τσάντες. Στο λέω αυτό γιατί μπαίνοντας σε μια διαδικασία να σκέφτεσαι πράγματα μπαίνεις στην ουσία των καταστάσεων και φεύγεις από το πρώτο επίπεδο, την επιφάνεια. Το πρώτο επίπεδο είναι «αγαπάω τα ζώα, δεν τα σκοτώνω» αλλά μετά δες ότι κι εσύ τα εκμεταλλεύεσαι. Είναι η σκέψη ένα νήμα που σε οδηγεί στην ουσία των πραγμάτων. Όταν εξετάζεις αυτήν την ιστορία μέσα από τη φιλοσοφία ή την τέχνη αντιλαμβάνεσαι ότι για να συναντήσεις τελικά το ζώο δεν πρέπει να είσαι υπεράνω αλλά να βρίσκεσαι σε μια ίση σχέση με αυτό. Αυτή η σχέση ισότητας δημιουργεί τον φόβο και αυτός ο φόβος είναι που σε κάνει να δεις την ουσία των πραγμάτων. Όλο αυτό το κατασκεύασμα επειδή μιλάει και για το παρελθόν, και οφείλουμε να είμαστε γνώστες της ιστορίας για να μην επαναλαμβάνουμε τα λάθη, μιλάει ουσιαστικά για το νεκρό που μεταμορφώνεται σε κάτι διαφορετικό και σε διδάσκει. Αυτό είναι το θέμα. Νομίζω ότι οι άνθρωποι που είδαν τα Αγριμικά στη Βενετία συγκινήθηκαν από την εγκατάσταση. Το περίπτερο είναι ένα μακρόστενο περίπτερο χωρισμένο στα δύο, εκμεταλλεύτηκα μόνο τον εσωτερικό χώρο, ο έξω χώρος έμεινε κενός σα να είναι ο δρόμος που βρίσκεται στην πραγματικότητα το κατάστημα. Στον κεντρικό χώρο έγινε η μεταφορά του καταστήματος 1:1 ακριβώς και δεξιά δημιούργησα ένα εργαστήριο που ούτως ή άλλως υπάρχει σε αυτό τον δρόμο και ανήκει σε δύο καλλιτέχνες, τη Μάρω και τον Κώστα Υφαντή, όπου δημιουργούν τα καλλιτεχνήματα τους, φτιάχνουν κορνίζες και κάνουν διάφορα άλλα πράγματα και αριστερά δημιούργησα κατά κάποια έννοια το τσιπουράδικο, που υπάρχει όντως σε αυτόν τον χώρο, και στο οποίο οι άνθρωποι πηγαίνουν, τρώνε, μιλάνε, συναναστρέφονται. Εκεί γίνεται η προβολή του βίντεο, που κάναμε με τον Μενέλαο Καραμαγγιώλη, ο οποίος πέρα από το είναι πολύ καλός σκηνοθέτης έχει μια τρυφερή ματιά για τα πράγματα. Το βίντεο προβάλλεται στον τοίχο που έχει υπολείμματα και από προηγούμενες εκθέσεις γιατί εμείς συνειδητά αφήσαμε τα ίχνη και στον ίδιο χώρο έφτιαξα ένα καθιστικό με έπιπλα καλυμμένα από δέρματα ζώων. Όλος αυτός ο τρόπος που είχε παρατεθεί αυτός ο δρόμος και οι εργασίες του με κέντρο τα Αγριμικά δημιούργησε μια πολύ μεγάλη συγκίνηση στον κόσμο που ερχόταν και παρέμενε στον χώρο δείχνοντας το ενδιαφέρον τους για την ιστορία αυτού του ανθρώπου και του τόπου μας γιατί, θα το ξαναπώ, στο βίντεο αυτό ο κ. Ζιώγος περιγράφει την ιστορία της Ελλάδας από το 1945 έως σήμερα. Δούλεψα λοιπόν ως αρχαιολόγος με πολύ προσοχή και ευλάβεια, επιλέγοντας και κατηγοριοποιώντας όλα αυτά τα αντικείμενα, τα οποία επανέφερα στον χώρο γιατί το περίπτερο δεν έχει τίποτα ψεύτικο. Κι έτσι αντιλαμβάνεται ο κόσμος την μεταφορά των αντικειμένων που μεταφέρει και την αίσθηση της Ελλάδας. Το σημαντικό στην υπόθεση αυτή είναι ότι όλοι περίμεναν να δουν τι θα κάνει ο Έλληνας καλλιτέχνης γιατί σαφώς είμαστε στο στόχαστρο. Είχαν λοιπόν μεγάλη περιέργεια και νομίζω ότι τους την ικανοποιήσαμε με τον καλύτερο τρόπο.
Πιστεύεις ότι η συγκίνηση προέρχεται από το γεγονός ότι ο κόσμος ένιωθε ενστικτωδώς οικεία μέσα στο περίπτερο καθώς του γινόταν μια υπενθύμιση της ζωώδους φύσης του, φύση που όλοι έχουμε αλλά την έχουμε παραμερίσει; Πιστεύω ότι το συγκεκριμένο έργο εύκολα θα μπορούσε να γίνει κιτς χάρη σε μια κακή σκηνογραφία. Δεν έγινε όμως κιτς κι αυτό το πράγμα το αντιλαμβάνεται ο θεατής που ήρθε αντιμέτωπος με την έννοια του ζώου και μπήκε σε σκέψεις και όταν λέμε ότι ήρθε αντιμέτωπος με το ζώο εννοούμε ότι ήρθε αντιμέτωπος και με μια ζωώδη του πλευρά. Ξαναείδε λοιπόν τα πράγματα με έναν άλλον τρόπο. Αυτό κατάλαβα με όσους μίλησα -και μίλησα με πολύ κόσμο- ότι μπήκαν σε σκέψεις αφού το έργο κατάφερε να θέσει ερωτήματα, άλλωστε αυτό ακριβώς είναι ο πλούτος ενός έργου. Τα έργα δε δίνουν απαντήσεις, θέτουν ερωτήματα ειδικά για πράγματα που έχουμε ξεχάσει και αυτή είναι η δουλειά του καλλιτέχνη, να μπορέσει να ανακαλύπτει κάθε φορά αυτά που δεν βλέπουν οι υπόλοιποι.
Διάβαζω από τις αφηγήσεις του ιδιοκτήτη: «Οι γνήσιοι πέθαιναν. Όλοι αυτοί είναι τρία πουλάκια. Άδειοι πλέον. Όλοι αυτοί που βλέπεις καμία σχέση δεν έχουν με τους παλιούς. Έχω ακόμη δύο αδέρφια, παλιοί άνθρωποι, ειδικά ο ένας είναι γνησιότατος, δεν βγαίνουν τέτοια άτομα, αλλά αυτούς που είχα φύγαν από τη ζωή. Που υπήρχε κάτι από μέσα. Λυπάμαι γι’ αυτό αλλά η ζωή αυτή είναι, ήρθαμε, φεύγουμε, είναι μονόδρομος, δεν γυρίζει τίποτα πίσω». Ο κ. Δημήτρης κάπως πιστεύει στις αρχές της Ηannah Αrendt –περίεργο, ε; –, δηλαδή στον άνθρωπο-κατασκευαστή που κάνει την εργασία του και στον άνθρωπο ως μέλος της κοινωνίας. Βλέπει ότι το επάγγελμά του ξεχνιέται και βιομηχανοποιείται, ότι κι αυτοί που το ασκούν δεν το γνωρίζουν καλά ούτε χρησιμοποιούν τα υλικά που χρησιμοποιούσαν παλιότερα και τα δέρματα δεν είναι τόσο υγιεινά πάνω στον άνθρωπο, πλέον. Όλα αυτά τα λέει στο διήγημα που περιλαμβάνεται στον κατάλογο/βιβλίο της έκθεσης. Μιλάμε για 50 ώρες αφήγησης που τις κατέγραψε ως μια ιστορία ο Θεόφιλος Τραμπούλης με εξαιρετικό τρόπο. Κι αυτό που προκύπτει είναι ότι έχουμε βγει από την αλυσίδα της ζωής. Τα πράγματα στις φάρμες δεν εκτυλίσσονται όπως στη φύση, πολλές φορές τα ζώα αυτοκτονούν στα κλουβιά τους τρώγοντας τον εαυτό τους. Όλα αυτά ξεπερνούν τις αξίες του κ. Δημήτρη και δεν το αντέχει. Τον πονάει αυτό γιατί βρίσκει ότι υπάρχει μια εργασιακή, κοινωνική και ηθική διάλυση. Η ζωή γι’ αυτόν είναι πιο σκληρή πια γιατί είναι πιο επιδερμική. Εγώ στη Βενετία δεν πήγα μόνο ένα μαγαζί που βρήκα, πήγα κι έναν άνθρωπο εκεί γιατί το μαγαζί αυτό χωρίς τον συγκεκριμένο άνθρωπο δεν έχει νόημα, άλλωστε χωρίς αυτόν δε θα υπήρχε καν.
Αντιμετωπίζουμε επιδερμικά τα πράγματα γιατί δεν θέλουμε να εμπλακούμε; Δεν ξέρω τι να σου πω γιατί εγώ τα πράγματα δε τα βλέπω επιδερμικά. Ίσως φταίει η εποχή, οι ταχύτητες, η παγκοσμιοποίηση. Υπάρχουν άνθρωποι που φαίνεται ότι έτσι επιφανειακά αντιλαμβάνονται τις καταστάσεις και υπάρχουν και ουσιαστικοί άνθρωποι που δεν έχουν τόσο έντονο δημόσιο λόγο γιατί προτιμούν να είναι στο σπίτι τους και να εργάζονται.
Ποιο ήταν το κίνητρο που σε ώθησε να εμπλακείς με την τέχνη; Η περιέργεια για το πώς δουλεύει και πώς κινείται ο κόσμος. Ήμουν πολύ μοναχικό παιδί γιατί ήθελα αλλά δεν ήξερα πώς να δημιουργήσω φίλους, είχα μόνο μια φίλη από τεσσάρων ετών, και η επιθυμία μου για επαφή με οδηγούσε στο να παρατηρώ τους ανθρώπους. Οι επιρροές μου ήταν κυρίως από τα διαβάσματά μου και την οικογένεια μου. Θεωρώ ότι η οικογένεια και το σχολείο είναι μια γλάστρα που μέσα φυτρώνει το παιδί, μάλλον οι δικοί μου έβαλαν καλλιτεχνικό χώμα μέσα. Αποφάσισα να λέω ότι είμαι καλλιτέχνης στα 35 μου χρόνια. Μέχρι τότε ήξεραν μεν τη διαδικασία αλλά δεν ήμουν σίγουρη ότι μπορώ εγώ να είμαι καλά με τον εαυτό μου κάνοντας τέχνη. Αλλού πήγαινα εγώ, αλλού πήγαινε όλο αυτό και ήμασταν σε δυο παράλληλους κόσμους. Κάποια στιγμή έτυχε να συναντηθούν αυτοί οι κόσμοι κι έτσι αποφάσισα να πορευτώ, μιλώντας μέσα από την τέχνη για πράγματα που με ενδιαφέρουν και κάνοντας κριτική. Εγώ δεν μπορώ να κρίνω τον εαυτό μου. Ξέρω όμως ότι είμαι εντάξει με τον εαυτό μου και όταν δουλεύω πάνω σε ένα έργο ξέρω πότε είναι ολοκληρωμένο, πότε το έχω κατακτήσει, πότε είναι καλό για εμένα. Μετά το παρουσιάζω και δέχεται την κριτική του κόσμου, αυτός αποφασίζει.
Μίλησε μου για την φιλία σου με τον Martin Kippenberger. Το 1993 γνώρισα τον Martin Kippenberger και αυτό για εμένα ήταν κομβικό σημείο στη ζωή μου γιατί ήταν σύγχρονος, το έργο του ήταν φοβερά ενδιαφέρον και γιατί πριν τον γνωρίσω από κοντά είχα διαβάσει τα βιβλία του που με ενδιέφεραν πάρα πολύ -ειδικά αυτά τα σλόγκαν που είχε σελίδα παρά σελίδα- και έτυχε να τον γνωρίσω στην γκαλερί της Ελένης Κορωναίου -που για πάντα θα ευχαριστώ για αυτή τη συνάντηση- γίναμε φίλοι και καταλάβαμε ότι είχαμε πολλά κοινά στον τρόπο σκέψης και στο πώς που βλέπαμε τον κόσμο. Όλοι πίστευαν ότι ήταν βίαιος, κακός, περίεργος και δεν ξέρω τι άλλο ακόμη αλλά για εμένα ήταν από τους πιο γενναιόδωρους ανθρώπους που έχω συναντήσει ποτέ στην ζωή μου, και αυτό φαινόταν από το πώς συμπαραστεκόταν στους καλλιτέχνες που δούλεψαν μαζί του και στους μαθητές του ώστε να εξελίξουν τη δουλειά τους. Εγώ είχα παρατήσει τη ζωγραφική για πολλά χρόνια γιατί όταν βρισκόμουν στη Γαλλία όπου σπούδαζα, είχα εξελιχθεί σε εξπρεσιονίστρια με έναν σατανικό τρόπο δουλεύοντας με ευκολία, δημιουργώντας χρώματα και σχήματα και θεωρώντας ότι η τέχνη δεν μπορεί να είναι κάτι τόσο εύκολο. Με τον Martin άρχισα ξανά να ζωγραφίζω και κατάλαβα πόσο σημαντική είναι η διήγηση της ζωγραφικής, που δεν είναι απλώς εικονογραφική. Κάτι άλλο σημαντικό που μου έμαθε ο Kippenberger ήταν το πρόγραμμα. Ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να είναι χύμα. Σηκώνεσαι το πρωί δουλεύεις, το μεσημέρι τρως, το απόγευμα δουλεύεις και στις εννιά κατεβάζεις τα πινέλα και κάνεις ό,τι αηδία θέλεις, γιατί ο άνθρωπος χρειάζεται κάποιο χρόνο εκτόνωσης.
Πώς προέκυψε η ενασχόλησή σου με τους Ρομά; Εντελώς τυχαία. Βρέθηκα στην Αυλίζα με τη φίλη μου την Κατερίνα, που έχει στη Σύρο μαγαζί με αντίκες και αγόραζε από τους τσιγγάνους έπιπλα, και αμέσως με τράβηξε ο τρόπος με τον οποίο ζουν και κινούνται, η έννοια του δημόσιου και του ιδιωτικού χώρου που δεν υπάρχει, ο δρόμος είναι το μεγάλο καθιστικό της κοινότητας, είναι όλοι, σχεδόν, μια οικογένεια, οι υπέροχες κατασκευές τους σε κοινή θέα. Ήταν Οκτώβρης του 1998 και σκέφτηκα ότι η Αθήνα δεν έχει μουσείο σύγχρονης τέχνης και στο τοπίο των τσιγγάνων είδα πράγματα που θα μπορούσα να δω σε σπουδαία μουσεία του εξωτερικού. Έβγαζα φωτογραφίες και έλεγα ότι αν έχεις ανοιχτό βλέμμα θα δεις έργα σαν του Damien Hirst και του Thomas Hirschhorn. Ήταν ταυτοχρόνως μια ειρωνικό σχόλιο για το μουσείο που δεν είχαμε και ταυτοχρόνως και η θέληση να δείξω ότι οι άνθρωποι μέσω της ανάγκης τους φτιάχνουν φανταστικές εικόνες και να κάνω όλο αυτό το παιχνίδι. Ήταν ένα μουσείο χωρίς τοίχους. Βέβαια, οι άνθρωποι αυτοί έχουν σοβαρά προβλήματα κι ενώ έχουν όλες τις υποχρεώσεις των Ελλήνων πολιτών δεν έχουν σχεδόν κανένα δικαίωμα. Έχω δουλέψει σε διάφορα προγράμματα ώστε να ενταχθούν οι Ρομά στην κοινωνία χωρίς να χάσουν τα χαρακτηριστικά τους.
Όσοι ώρα συζητάμε έχω την εντύπωση ότι αυτό που σε ενδιαφέρει πιο πολύ από κάθε τι άλλο είναι να βρίσκονται μαζί οι άνθρωποι, να συμβιώνουν και να συμπράττουν. Ναι, με ενδιαφέρει γιατί μόνη μου βαριέμαι. Επίσης, έχω μεγαλώσει με αυτόν τον τρόπο γιατί οι γονείς μου ήταν ξενοδόχοι και τη μισή μου ζωή την έχω περάσει μέσα σε ξενοδοχεία. Είναι κάτι που γνωρίζω καλά, οι κοινόχρηστοι χώροι, η οργάνωση, η ευκολία, ο άγνωστος κόσμος, που γίνεται γνωστός αν έχεις κέφι. Για μένα είναι σαν δεύτερο μου σπίτι όλη αυτή η κατάσταση. Πέρα από αυτό μόνος σου δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Αθήνα αυτή τη στιγμή υπάρχουν τόσες ομάδες νέων καλλιτεχνών.
Μα κι εσύ για πολλά χρόνια δημιουργείς και συμμετέχεις σε κοινόβια καλλιτεχνών. Πώς επηρεάζει η συμβίωση τη δημιουργική διαδικασία; Τέλη ’80ς μέχρι αρχές ’90ς είχα ένα σπίτι πολύ κοντά στο Χίλτον και όλοι οι καλλιτέχνες και φίλοι που ερχόντουσαν από εξωτερικό μαζευόμασταν εκεί, σε αυτόν τον χώρο δημιουργήσαμε την πρώτη έκθεση μαζί με την Κατερίνα Καφοπούλου. Ακολούθησαν πολλές εκθέσεις και προέκυψαν πολλές ιδέες χάρη στη συμβίωση και την ανταλλαγή απόψεων είτε μιλώντας σοβαρά είτε κάνοντας πλάκα -γιατί έτσι είναι και η ζωή, δεν πάει μονόπατα- και το κάναμε ξανά και ξανά. Τώρα πια συνεχίζω να το κάνω με το SOYZY TROS, με τον χώρο που έχω φτιάξει στην Αθήνα και είναι μια καλλιτεχνική καντίνα όπου μαζευόμαστε γνωστοί και άγνωστοι και γίνονται διάφορα ωραία πράγματα. Αυτή την περίοδο το SOYZY TROS Empassy βρίσκεται στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στο πλαίσιο της φοβερής έκθεσης Adhocracy Athens, φυσικά θα επιστρέψει στον Ελαιώνα και μάλιστα θέλουμε να φτιάξουμε τα δωματιάκια ώστε οι δράσεις να συνεχίζονται και τον χειμώνα. Γενικά με ενδιαφέρει πάρα πολύ η συμβίωση γιατί πιστεύω ότι τροφοδοτεί πολύ την σκέψη, ακόμη και μέσα από δημιουργικές συγκρούσεις που έχουν φοβερό ενδιαφέρον. Το ίδιο φοβερό ενδιαφέρον έχει και η αποτυχία. Χωρίς αποτυχία η ζωή δεν πετυχαίνει.
Η 56η Μπιενάλε Τέχνης της Βενετίας θα διαρκέσει μέχρι τις 22 Νοεμβρίου 2015.