Juan Gabriel Vásquez, Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν, μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης
Κολομβία, 2009. Ο αφηγητής της ιστορίας, ο νεαρός καθηγητής της Νομικής, Αντόνιο Γιαμάρα, διαβάζει σ’ ένα περιοδικό την εξόντωση ενός ιπποπόταμου που είχε δραπετεύσει από τον ζωολογικό κήπο του διαβόητου Πάμπλο Εσκομπάρ. Το άρθρο τον πηγαίνει πίσω στα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν ο πόλεμος της κολομβιανής κυβέρνησης με το καρτέλ κοκαΐνης του Εσκομπάρ μαινόταν στους δρόμους, τα δάση και τον ουρανό της Κολομβίας. Εκείνη την εποχή, ο Γιαμάρα γνωρίζεται μ’ έναν μοναχικό μπιλιαρδόρο, «πρώην πιλότο» κατά δήλωσή του, η δολοφονία του οποίου ωθεί τον αφηγητή σ’ έναν αγώνα εξιχνίασής της, αλλά και σε μια διαδικασία αναπροσδιορισμού της ίδιας της ταυτότητάς του και των σχέσεών του με τους ανθρώπους του. Οι έρευνές του θα τον οδηγήσουν ώς την τρομερή δεκαετία του 1960 που άλλαξε τον κόσμο, λίγο πριν το εμπόριο ναρκωτικών παγιδέψει μια ολόκληρη γενιά σ’ έναν ζωντανό εφιάλτη, σ’ έναν κύκλο βίας και φόβου.
Επίκουρος, Η γεύση της μνήμης- Αναμνήσεις και εξομολογήσεις ενός κριτικού εστιατορίων
Γεύση και μνήμη. Η μία μπλέκεται με την άλλη, την ανασύρει, την προκαλεί.
Το νήμα μιας ολόκληρης ζωής ξετυλίγεται ακολουθώντας γεύσεις και μυρωδιές, αποτυπώματα ανεξίτηλα μέσα στον χρόνο, ίχνη που μεταξύ τους ενώνονται και ξεχωρίζουν για να συναντηθούν ξανά. Τα παιδικά χρόνια στη Θεσσαλονίκη έχουν γεύση από τσούσκες καυτερές κι από τον μπακαλιάρο του Αρίστου στα Λαδάδικα. Νεανικοί έρωτες κρυμμένοι στις στρώσεις του μουσακά· ένα ψωμί ζυμωτό με φρέσκια μυζήθρα, κάτω από τον καυτό ήλιο, γεύμα χαραγμένο στο μυαλό για πάντα. Ανάμεσα από πάπιες ψητές, τζιγεροσαρμάδες και εξαίρετα κρασιά, από φοιτητικές εστίες στο Εδιμβούργο και εστιατόρια του Παρισιού, ένας κόσμος ξεπροβάλλει στο φως και ζωντανεύει.
Κάθε νέα μπουκιά ανασύρει από τη μνήμη ήχους, πρόσωπα, χρώματα, τοπία, συναισθήματα, κι όλα αυτά μαζί ξαναφέρνουν στο νου τις γεύσεις που τα συνόδευαν. Κι η ζωή προχωράει. Η αφήγηση και το συναίσθημα συναντώνται.
Ως Αλβέρτος Αρούχ, αλλά και ως Επίκουρος -δρόμοι παράλληλοι, που όμως τέμνονται-, ο συγγραφέας αφήνεται στις γεύσεις της ζωής του να τον οδηγήσουν να αφηγηθεί την ιστορία του. Κι αυτή ζωντανεύει, ζωντανεύοντας μαζί της και τη γεύση της μνήμης.
Ota Pavel, Μια ζωή ψαρεύοντας, μετάφραση: Κώστας Τσίβος, επιμέλεια-εισαγωγή: Δημήτρης Νόλλας
Ένα 10χρονο αγόρι αναλαμβάνει την ευθύνη της οικογένειάς του, όταν ο πατέρας και τ’ αδέλφια του στέλνονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στην Τσεχοσλοβακία. Κυνηγάει και ψαρεύει και φροντίζει την ακριβή του μάνα.
Σαν ελεύθερο πουλί, όπως εκείνο το χέλι στό διήγημα “Ο μέγας αλήτης των υδάτων”, που ξεγλιστράει από τα δεσμά του για να καταφύγει στην ελευθερία του ποταμού, έτσι κι ο μικρός Ότα Πάβελ, σαν ένας άλλος Τομ Σώγερ της Κεντρικής Ευρώπης τρέχει πάνω-κάτω σε ποτάμια, λίμνες και λιβάδια, γιατί βιάζεται να μεγαλώσει και να αποδράσει από μια δύσκολη εποχή που περνούσε η Ευρώπη και που τα σημάδια δείχνανε πως δεν θα ήτανε κι η τελευταία.
Jean Echenoz, 14, μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης
“Και τότε, μία και μόνο σφαίρα φεύγει από το πυροβόλο, διασχίζει δώδεκα μέτρα αέρα σε επτακόσια μέτρα ύψος και με χίλια το δευτερόλεπτο, μπαίνει στο αριστερό μάτι του Νομπλές και ξαναβγαίνει πάνω απ’ τον αυχένα του, πίσω απ’ το δεξί του αφτί, κι από εκείνη τη στιγμή το Farman, εκτός ελέγχου, πλανάρει για λίγο κι ύστερα παίρνει μια κλίση που γίνεται όλο και πιο κάθετη, κι ο Σαρλ, με το στόμα ανοιχτό, πάνω απ’ τον βουλιαγμένο ώμο του Αλφρέντ βλέπει να τον πλησιάζει ολοένα το έδαφος στο οποίο πρόκειται να συντριβεί ολοταχώς και χωρίς καμία εναλλακτική λύση παρά μόνο ένα θάνατο άμεσο και ανέκκλητο, χωρίς το παραμικρό ίχνος ελπίδας – ένα έδαφος που ανήκει ακόμα στην κοινότητα Ζονσερί-σιρ-Βελ, ένα ωραίο χωριουδάκι της επαρχίας Καμπανία-Αρδένες, οι κάτοικοι του οποίου λέγονται Ζονκαβιδουλιανοί”.
Αφού βιογράφησε με τον ιδιαίτερο τρόπο του την τεχνητή μοναξιά της χαρισματικής ιδιορρυθμίας (Ραβέλ), την καταναγκαστική του δρομέα αντοχής (Ζάτοπεκ) και τη φυσική της μεγαλοφυΐας (Τέσλα), ο Ζαν Εσνόζ, μοναχικός συγγραφέας ο ίδιος στο σύγχρονο λογοτεχνικό προσκήνιο, ανοίγει το πλάνο του ίσα ίσα για να χωρέσουν πέντε φίλοι που παγιδεύονται στα ορύγματα της πιο εξωφρενικά αιματηρής σελίδας στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Εκατό χρόνια μετά από την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου που έμελλε να στοιχίσει τη ζωή σε δεκαέξι εκατομμύρια ανθρώπους, ο Ζαν Εσνόζ, σε μόλις εκατό σελίδες ενός μυθιστορήματος που αρχίζει με την περιγραφή μιας διπρόσωπης καλοκαιρίας και τελειώνει με τη γέννηση ενός ανθρώπου, εξαερίζει και τις πιο μεφιτικές σελίδες της Ιστορίας με τις απαράμιλλες αφηγηματικές ψιλοβελονιές του και, κυρίως, με τις μαγγανείες του πικρού του χιούμορ που ξορκίζουν το Κακό και την κακή λογοτεχνία.
Colm Toibin, Η διαθήκη της Μαρίας, μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου
Με τρυφερότητα και θλίψη, με πικρία και οργή, η Μαρία καταθέτει τη δική της εκδοχή του συγκλονιστικού γεγονότος που υπήρξε καθοριστικό τόσο για την ίδια όσο και για την ανθρωπότητα. Γερασμένη, καταπονημένη και εξόριστη, η Μαρία αγνοεί την παράμετρο ανθρωπότητα. Για εκείνη μετράει το ότι το παιδί της πέθανε με τρόπο σκληρό και απάνθρωπο για έναν απροδιόριστο σκοπό, σε μια εποχή αλλαγών και ανακατατάξεων.
Καθώς η ζωή της έχει αρχίσει να παίρνει μυθικές διαστάσεις, η Μαρία αποφασίζει να μιλήσει. Μέσα από τη σπαρακτική αφήγηση των γεγονότων αναδύεται όχι μόνον η τραγική μορφή της μητέρας αλλά και η μορφή της γυναίκας που ασκεί με το ίδιο ήθος και αυστηρότητα την κριτική και την αυτοκριτική.
Η διαθήκη της Μαρίας ήταν στη βραχεία λίστα του βραβείου Μπούκερ για το 2013 και έχει ανέβει με μεγάλη επιτυχία σε θεατρική σκηνή του Λονδίνου.