Σε μία από τις μάλλον πιο ζεστές ημέρες του καλοκαιριού ως τώρα, η Πλατεία Νερού μας περίμενε με ανοιχτές αγκάλες στο δεύτερο μεγάλο φεστιβάλ του καλοκαιριού, δηλαδή το Ejekt Festival και την πρώτη του μέρα με Deaf Radio, Circa Waves, The Kills και The Killers να «παίζουν μπάλα». Η αυξημένη προσέλευση από νωρίς προμήνυε σχετική πληρότητα και με μία γρήγορη ματιά έβγαινε το αβίαστο συμπέρασμα ότι αυτό ήταν το φετινό live με τους περισσότερους millenials και teenagers στο κοινό ως τώρα και όσο πιο μπροστά βρισκόσουν η συναυλιακή τακτική του «κατασκηνώνω στο κάγκελο από νωρίς και δεν το κουνάω ρούπι» το επιβεβαίωνε ακόμη περισσότερο.
Ξεκίνημα καθόλου άσχημο με τους δικούς μας Deaf Radio που πρόσφατα βάρεσαν “Alarm” με το ομώνυμο album τους, να βγαίνουν στην σκηνή λίγο πριν τις 6 με πολλή όρεξη. Την ενέργειά τους κατάφεραν να μεταδώσουν και στον κόσμο λίγο παραπάνω από ό,τι περιμένεις από το πρώτο opening act ενός φεστιβάλ, το οποίο σχεδόν πάντα παρακολουθείς με απόλυτη συγκατάβαση ή δεν παρακολουθείς και απλά έχεις ως ηχητικό background όσο εξερευνείς τον χώρο, τα μπαρ και ψάχνεις για καμιά σκιά. Με γκαζωμένη κιθαριστική ένταση και α λα Queens of the Stone Age χροιά στον ήχο τους, αποτέλεσαν την πρώτη κουκκίδα στο ανοδικό διάγραμμα εκρηκτικότητας που θα ακολουθούσε την υπόλοιπη βραδιά.
Αυτοί που βέβαια γκούγκλαρε η υπογράφουσα ήταν οι ακόλουθοι των Deaf Radio στην σκηνή, οι φρέσκοι Βρετανοί Circa Waves, οι οποίοι, όπως μας ενημέρωσε ο frontman τους, Kieran Shudall, ήρθαν κατευθείαν από την εμφάνισή τους το προηγούμενο βράδυ στο Glastonbury. Και κάπου εδώ φαντασιώνομαι για λίγο να «τα πίνουν» backstage με τον Thom Yorke, μετά το καταιγιστικό setlist των «Ραδιοκέφαλων» αλλά πριν πέσω σε συναυλιακή κατάθλιψη που δεν ήμουν εκεί, επανέρχομαι γρήγορα στην πραγματικότητα. Οι Circa Waves ήταν επίσης ανώτεροι των προσδοκιών, με τον ευχάριστο indie ήχο τους που προκάλεσε και κάποιες pop punk αναλαμπές στα αυτιά μου (εκτός κι αν φταίει ο ήλιος μαζί με τον μικρό προαναφερθέν φαντασιακό αποσυντονισμό). Στο τέλος ο frontman τους έκανε και το σχετικό αστειάκι (που περίμενα να ακουστεί από κάπου αλλά ήλπιζα να αποφευχθεί) σχετικά με το «θανατικό» των ονομάτων των «μεγάλων» της βραδιάς: “there’s a lot of killing going on” είπε και ελάλησε.
Το πρώτο «σκότωμα» ήρθε από τους The Kills, οι οποίοι στην σκηνή διαψεύδουν πλήρως την ομολογουμένως συμπαθητική δισκογραφική μετριότητά τους και για όλα ευθύνεται η Alison Mosshart. Η πλέον ξανθιά VV ανέβηκε στην σκηνή μαζί με τον «αναγεννημένο» κιθαριστικά μετά το ατύχημα στο δάχτυλό του, Jamie Hince και ως το τέλος της εμφάνισής τους απέδειξε ότι είναι χαρισματική frontwoman. Κανείς δεν μπόρεσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της – ας είναι καλά το ροκ λίκνισμά της και ο αέρας ζόρικης γκόμενας. Η αλήθεια είναι ότι το ντουέτο δεν έχει σπουδαία τραγούδια, αλλά την στιγμή που τα έπαιζαν, ανέβαιναν αρκετά επίπεδα στα αυτιά σου. Βλέποντας την Alison σε έπειθε ότι εκείνη την στιγμή νιώθει σαν την μεγαλύτερη και πιο rawk frontwoman στον πλανήτη. Και μας συνεπήρε όλους και όλες. Kills, you killed it.
Και η (ομολογουμένως λίγο τραβηγμένη) ωριαία αναμονή πριν τους headliners Killers, που δεδομένης της ακύρωσης των Jamiroquai, αποτελούν μάλλον το πιο μεγάλο από τα φετινά headliner ονόματα της αθηναϊκής φεστιβαλικής κίνησης, ήταν μία καλή ευκαιρία «σκαναρίσματος» του κοινού. Το οποίο αποτελούνταν από τους 15-25 που «κυνηγάνε τα κάγκελα», από όλους εκείνους που το «είχαν άχτι» από την ακύρωση της εμφάνισή της παρέας του Brandon Flowers στο Rockwave του 2009, το ευρέως mainstream rock κοινό δηλαδή, αλλά και από εκείνους τους μουσικόφιλους που σέβονται τον εαυτό τους και ανεξαρτήτως προσωπικού γούστου «έπρεπε» (να θέλουν) να δουν «πόσα απίδια πιάνει ο (μουσικός) σάκος» της μπάντας.
Αν και τουλάχιστον στον πρώτο (Hot Fuss) και οριακά και στον δεύτερο δίσκο τους (Sam’s Town) ακούγονται περισσότερο Βρετανοί, η εμφάνισή των Killers στο Ejekt ήταν ένα show «αμερικάνικο»: στημένο και υπολογισμένο με ανατριχιαστική λεπτομέρεια και απόλυτα επαγγελματικό τρόπο, ένα σωστό pop show, δηλαδή. Όλα τα παραπάνω μπορεί να ενέχουν τον κίνδυνο ενός live «ξύλινου», αλλά μόνο τέτοιο δεν ήταν αυτό του Σαββάτου, καθώς, ο επαγγελματισμός ήταν «τόσο-όσο» και όχι διεκπεραιωτικός, με μια μπάντα πλήρως καλοκουρδισμένη (και με τον Jake Blanton να αναλαμβάνει το μπάσο μιας και ο Mark Stoermer έχει σταματήσει να περιοδεύει). Με ένα από τα πιο ισορροπημένα setlists που έχουμε ακούσει τελευταία στο οποίο τα «χιτάκια» έπαιζαν ping pong με κάποια λιγότερο ενδιαφέροντα κομμάτια, κατάφερναν να κρατούν την ένταση του κοινού σε εγρήγορση. Οι ρυθμοί έδειχναν εξ αρχής ότι το live δεν επρόκειτο να κρατήσει πολύ παραπάνω από τα 75 λεπτά και πράγματι, κατέβηκαν από την σκηνή μετά από μία ώρα και είκοσι λεπτά με όλα να είναι βαλμένα σε πολύ συγκεκριμένη τροχιά.
Το live ξεκίνησε με αυτό που θα μπορούσε να είναι με μεγάλη άνεση το encore τους, δηλαδή το “Mr. Brightside”. O Brandon Flowers άλλα και όλο το show είχε κάτι λαμπερό, κάτι από τα μέρη τους (Las Vegas), κάτι που εντοπίζεται όχι μόνο στο λαμέ σακάκι του αλλά και στην όλη του συμπεριφορά επί σκηνής: σταρ μεν, προσιτός και ευγενικός δε προς το κοινό, στο οποίο είπε μεταξύ άλλων πως «σίγουρα δεν θα τους πάρει άλλα 14 χρόνια να ξανάρθουν».
Τα hits όπως “Somebody Told Me”, “Human”, “Read My Mind” και “When You Were Young” (το κλείσιμο του encore, από το οποίο σίγουρα δεν θα ξεχάσουμε και την εμφάνιση του drummer, Ronnie Vannucci Jr. με αρχαιοελληνική χλαμύδα) ακούστηκαν φυσικά όλα και κάπου εκεί στην μέση του set επιχείρησαν και την διασκευή του “Shadowplay” των Joy Division για να πείσουν και τους πιο σκληροπυρηνικούς indie που «δεν ίδρωνε το αυτί τους» (ή να τους «εξοργίσουν» που αγγίζουν τα ιερά και όσια κι άλλα τέτοια, ποιος ξέρει).
Το μόνο σίγουρο είναι πως το live ήταν αυτό που θα έπρεπε να είναι: ένα καλοκουρδισμένο show με «εναλλακτικές» καταβολές και stadium rock διαστάσεις. Are we human or are we dancer? Η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα;