Τον ερχόμενο Οκτώβρη κλείνουν τριάντα χρόνια από την πρώτη-πρώτη εμφάνιση του Johnny Depp, σ’ έναν όχι ιδιαίτερα μεγάλο κι ούτε ιδιαίτερα κρίσιμο, αλλά σίγουρα ιστορικό ρόλο: Στον πρώτο-πρώτο Εφιάλτη στο Δρόμο με τις Λεύκες, το εικονικό τρομαριστούργημα του Wes Craven, που δεν προσέφερε απλώς ένα ανανεωτικό αντίβαρο στη διαμάχη Halloween (Η Νύχτα με τις Μάσκες) και Friday the 13th (Παρασκευή και 13), αλλά εισήγαγε με τον Freddy Krueger κι έναν απ’ τους πιο πεισματάρικα απέθαντους μπαμπούλες στο ντουλάπι των εφιαλτών γενεών ολόκληρων. Η ταινία εκείνη του Craven γέννησε παράλληλα κι ένα απ’ τα επικερδέστερα franchise στην ιστορία του τρόμου, το οποίο έκοβε ακάθεκτο χρήμα σε κάθε ένα απ’ τα έξι sequels που ακολούθησαν μέχρι τα μέσα του ’90, παρ’ ότι προφανώς εκφυλλιζόταν στις κωμικοτραγικές ευκολίες και τις ανέμπνευστες επαναλήψεις του concept. Περίπου σαν την καριέρα του Johnny Depp δηλαδή.
Έχοντας φτάσει στο Los Angeles με μια κιθάρα παραμάσχαλα και τ’ όνειρο να γίνει ροκ σταρ, ο Depp βρέθηκε το ’83 παντρεμένος με την αδερφή του τραγουδιστή της μπάντας του, που ως μακιγιέζ στο Hollywood, τού σύστησε τον Nicolas Cage. Ο Cage τον έσπρωξε προς τη σωστή κατεύθυνση προτείνοντάς του να ασχοληθεί με την ηθοποιία, κι εκείνο το μικρό ρολάκι στο θρίλερ του Craven ήταν το μικρό παραθυράκι που χρειαζόταν ο 20χρονος τότε πιτσιρικάς απ’ το Kentucky, για να εισβάλει στο κινηματογραφικό κύκλωμα και ν’ αρχίσει να χτίζει μια απ’ τις επικερδέστερες καριέρες των ηθοποιών της γενιάς του.
Ο πρώτος πρωταγωνιστικός του ρόλος στην εφηβική κομεντί γκομενοκαταστάσεων Private Resort ήταν πολύ μακριά απ’ αυτό που θα έλεγες απαιτητικός, όμως ο Depp έφερε στον διδιάστατο χαρακτήρα του μια ολότελα ευπρόσδεκτη ζεστασιά, προσθέτοντας σπιρτάδα στο χιούμορ του μέτριου σεναρίου. Κι αφού στάθηκε όρθιος ανάμεσα στα θηρία του Platoon εδραιώνοντας τη δραματική του δυναμική, ήρθε η πρώτη μεγάλη του στιγμή. Στη μικρή οθόνη, αλλά μεγάλη όπως και να ‘χει.
Απίθανο σουξέ για το νεόκοπο τηλεοπτικό δίκτυο της Fox, το 21 Jump Street σημάδεψε τα τέλη των ‘80s, έγινε διεθνές φαινόμενο κι εκτόξευσε το προφίλ του Johnny Depp από άλλη μια χαριτωμένη μούρη στην επετηρίδα νεαρών ηθοποιών του Hollywood, σε παγκόσμιας εμβέλειας sex symbol. Νέος, ωραίος κι ατίθασος, αλλά και σχετικά φρεσκοχωρισμένος, ο Depp με την ανέμελη κόμη, το λιγωτικό βλέμμα, τα άγρια ζυγωματικά και τα $45 χιλιάρικα ανά επεισόδιο, εισέβαλε στα προεφηβικά καρδιοχτύπια της ολομέλειας των λυκειακών παιδούλων και των μαμάδων τους συνάμα. Η φάτσα του έγινε απ’ τις τακτικότερες των μετακλητών στα εξώφυλλα των περιοδικών κομμωτηρίων και σχολικών προαυλίων, και η πέρασή του έκανε παραγωγούς κι ατζέντηδες να ονειρεύονται τρόπους να τον εξαργυρώσουν.
Ο Depp, που ένιωθε να τον «χώνουν με το ζόρι στο ρόλο προϊόντος» τούς έκοψε την όρεξη νωρίς, κι όταν έληξε το συμβόλαιό του με τη σειρά, έπεσε με τα μούτρα στο είδος των ρόλων που θα έχτιζαν το καλλιτεχνικό του προφίλ. Ιδιαίτερα επιρρεπής σε ιδιόρρυθμους σκηνοθέτες που τού ετοίμαζαν ακόμη πιο ιδιόρρυθμους ρόλους, επιδόθηκε στο στήσιμο μιας πρακτικά μονοθεματικής καριέρας, βασισμένης σχεδόν αποκλειστικά στο πρότυπο του αλλόκοτου, ευαίσθητου μοναχικού. Απ’ το παλιόπαιδο με τη χρυσή καρδιά του Cry Baby, στον απόκληρο και πικραμένο Ψαλιδοχέρη, κι ύστερα από τον παρεξηγημένο Ed Wood στον λιγομίλητο Κανένα του Dead Man (Ο Νεκρός), ο Depp πέρασε μια πενταετία ανεβάζοντας όλο το ερμηνευτικό εύρος στο βλέμμα του κι αφού τελειοποίησε τη μανιέρα του, εισήγαγε άλλο ένα στοιχείο στη γκάμα του, με την ερμηνεία του στο Donnie Brasko.
Συμπρωταγωνιστώντας με τον Al Pacino, ο κατά κανόνα μειλίχιος και υποτονικός ερμηνευτής του Arizona Dream και του Don Juan de Marco παρέδωσε την πιο δυναμική κι ηλεκτρισμένα εξωστρεφή ερμηνεία της μέχρι τότε διαδρομής του, ανοίγοντας την πόρτα που θα τον οδηγούσε στους οριακά υστερικούς και ξεκάθαρα εικονικότερούς του χαρακτήρες: ο Raoul Duke στο Fear and Loathing in Las Vegas (Φόβος και Παράνοια στο Λας Βέγκας), ο επιθεωρητής Ichabod στο Sleepy Hollow (Ο Μύθος του Ακέφαλου Καβαλάρη) κι ο εδραιωτής της αμερικανικής κοκαϊναγοράς, George Jung, στο Blow, όλοι έχουν την κοινή αφετηρία του αλλόκοτου αντικοινωνικού με τις έντονα ιδιότροπες συμπεριφορές και τις σχεδόν εξωγήινες, larger-than-life που λένε, αντιλήψεις κι αντιδράσεις, κι ο Johnny Depp κατασκηνώνει για τα καλά στην ομιχλώδη γκρίζα γη όπου το «άλλη μια φοβερή ερμηνεία» μπερδεύεται με το «άλλη μια φορά η ίδια φοβερή ερμηνεία».
Με τις εμφανίσεις του στα παραγνωρισμένα From Hell (Επιθεωρητής από την Κόλαση) και The Libertine να μένουν στην ώριμη καριέρα του ως μάλλον οι πιο ραφιναρισμένες, ολοκληρωμένες και δηκτικές στιγμές της προσπάθειάς του να σωματοποιήσει τη διαμάχη του ευαίσθητου εσωτερισμού των χαρακτήρων του με την γρεντζάδα της δημόσιας εικόνας τους, ο Depp πέρασε στη σκοτεινή πλευρά μπαίνοντας στο τρίτο κεφάλαιο της καριέρας του. Θηριώδη franchise στήθηκαν γύρω απ’ την ικανότητά του να αναπαράγει με τους μύες του προσώπου του 15 διαφορετικά τικ ταυτόχρονα, κι από το Charlie and the Chocolate Factory (Ο Τσάρλι και το Εργοστάσιο Σοκολάτας) και τους πρώτους Pirates of the Caribbean (Οι Πειρατές της Καραϊβικής), ο Depp άρχισε να βουλιάζει στην κινούμενη άμμο της μπλοκμπαστεριάς και του καλοκαιρινού tentpole.
Το όνομά του άρχισε να συνδέεται αποκλειστικά με ταινίες event, οι σποραδικές προσπάθειές του να δοκιμαστεί εκτός τις ασφάλειας των οδοστρωτήρων του mega-franchise (βλ. Public Enemies / Δημόσιος Κίνδυνος, The Tourist / Ο Τουρίστας και The Rum Diary / Μεθυσμένο Ημερολόγιο) δεν χαιρετίστηκαν με ιδιαίτερη θέρμη, κι αφού έκλεισε μια δεκαετία να κρύβεται πίσω από περούκες, μακιγιάζ και φαντεζί κοστούμια, στα τριάντα χρόνια της καριέρας του ο Depp αποφάσισε να κάνει αυτό που όλοι τον έκραζαν ότι είχε σταματήσει να κάνει: να παίξει έναν νορμάλ χαρακτήρα, σε μια γειωμένη, ενήλικη ταινία. Να υπενθυμίσει δηλαδή, στον κόσμο που δεν έχει τη Disneyland ως νούμερο ένα προορισμό διακοπών, ότι τουλάχιστον, κάποτε, οι επιλογές του είχαν μια αιχμή. Κι όχι απλώς απέτυχε, αλλά καταβαραθρώθηκε. Κι όχι μόνο επειδή η ταινία είναι μάπα –αν ήταν έτσι, τις περισσότερες ταινίες του Eddie Murphy δεν θα τις είχε δει ούτε το cast, για παράδειγμα. Αλλά γιατί είχε δίκιο που φοβόταν προφανώς, να μετατρέψει τον εαυτό του σε προϊόν. Και δη ένα προϊόν, που θα επαναλαμβανόταν και θα εκφυλλιζόταν διαρκώς, για μια δεκαετία.