ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Έφη Μπίρμπα: «Η πτώση είναι επώδυνη γιατί μας εκθέτει μπροστά στο Εγώ, ορίζει το ύψος μας»

Δραματουργός, σκηνοθέτις, σκηνογράφος, ενδυματολόγος, ηθοποιός. Κι ένας πολύ γλυκός άνθρωπος. Φοίτησε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Ζωγραφική. Την οποία «τελείωσε» κάπως… ανορθόδοξα. Φέτος, σε λίγες μέρες δηλαδή, η Έφη Μπίρμπα ανεβάζει τα «Βατράχια» – όπως επιλέγει να ονομάσει τη δική της «παρεμβολή» στους Βατράχους του Αριστοφάνη. «Τα λέμε έτσι γιατί ναι μεν “Βατράχια” και “Βάτραχοι” είναι το ίδιο, έχουν υποστεί όμως μία διασκευή και η διασκευή πρέπει να είναι εμφανώς τοποθετημένη ακόμα και στον τίτλο, κατά τη γνώμη μου, για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις». Μαζί της ο Άρης Σερβετάλης (σύζυγος της από το 2009) και μια πλειάδα σημαντικών ηθοποιών της δικής της “φωνής”: Μιχάλης Σαράντης, Αργύρης Ξάφης, Ηλέκτρα Νικολούζου, Μαίρη Μηνά, Έκτορας Λιάτσος, Μιχάλης Θεοφάνους Αλεξάνδρα Καζάζου, Νάνσυ Μπούκλη, Κυριάκος Σαλής.

Ξεκινά σε λίγες μέρες την περιοδεία από τη Θεσσαλονίκη και το Θέατρο Συκεών (19-20/7). Θα ακολουθήσει η Επίδαυρος (28-29/7 ), η Σπάρτη και τριάντα δύο ακόμα σημεία. Στη συνάντηση μας, κάπου στο Κουκάκι, ήρθε με το ποδήλατο. Μένει εκεί κοντά. Στο καφενείο της πλατείας, δίπλα στην κεντρική λεωφόρο, τα δέντρα ξεγελούν την ανεβασμένη θερμοκρασία Η Έφη Μπίρμπα σφίγγει το χέρι δυνατά, αγκαλιάζει, χαμογελά, δεν ξέρω πώς το καταφέρνει αλλά σου δίνει τη βεβαιότητα πως αυτό το χαμόγελο είναι έτοιμο να πρωταγωνιστήσει με κάθε ευκαιρία. Η ενέργειά της πλημμυρίζει το περιβάλλον – σαν να βρίσκεσαι ξαφνικά σε έναν αγρό γεμάτο μυρωδάτα αγριολούλουδα. Κάτι που έρχεται σε κόντρα με την εικόνα της, στα μαύρα – ένα χρώμα που δεν αποχωρίζεται ποτέ. «Με αυτό νιώθω ασφάλεια», διευκρινίζει. «Η ενέργειά μου, το μέσα μου, είναι χίπικη. Το ναδίρ μου, το κάτοπτρο μου είναι 60’s και έτσι το καταστέλλω. Είμαι υπερβολική και έχω μία τάση να το καταστέλλω. Και το μαύρο είναι ένας τρόπος για να το καταφέρω. Ήταν μία εποχή, στη νεότητά μου, που υπήρξα πολύχρωμη. Τώρα δεν νιώθω ότι είμαι εκεί».

Η αφορμή αυτής της συνάντησης: Πρώτη φορά Επίδαυρος. Αναμέτρηση με ένα από τα «μεγαθήρια» της αρχαίας κωμωδίας και τραγωδίας. Την ρωτώ πώς το βιώνει. «Τι να σου πρωτοπώ», απαντά, «αυτή η κατάσταση είναι ένα μικρό μαρτύριο. Το να βγει αυτή η παράσταση και να αποκτήσει σώμα. Κάθε βράδυ ονειρεύομαι ένα μέρος προς το οποίο επιθυμώ να φύγω. Σκέφτομαι ότι πασχίζουμε για πράγματα και το ζητούμενο είναι άλλο. Πως δεν πρέπει να χάνουμε τη σχέση μας με το σύνολο, αυτό το βλέμμα προς τα έξω, γιατί αυτός ο χώρος που δημιουργούμε με την παράσταση, για παράδειγμα, είναι ένα “μικρό” κομμάτι, το οποίο μας εγκλωβίζει μέσα του. Έχω την ανάγκη συνέχεια να βλέπω πιο μακριά από αυτό το οποίο ζω. Πρέπει να συμβεί αυτό γιατί αλλιώς θα πνιγώ». Νομίζω πως κατανοώ ακριβώς τι εννοεί, της λέω, και καταθέτω εμπειρίες σε  δουλειές που μπορεί και να αγάπησα πολύ αλλά δεν ξέχασα ποτέ πόσο εύκολα με «φυλάκισαν» κλέβοντας την οπτική του έξω. «Ακριβώς αυτό, γιατί έχει περάσει ο χρόνος και έχει πάρει χώρο μέσα σου», συμπληρώνει. «Πρέπει κάθε μέρα να ορίζεις το όριο, σε αυτό που διεκδικεί το “εγώ” από το “είναι” σου. Το άγχος, η αναμέτρηση με τα προβλήματα. Η παράσταση, για παράδειγμα, είναι ένας ογκόλιθος. Είναι λίγες οι στιγμές μέσα στη μέρα που αναπαύομαι πνευματικά. Παίρνει βέβαια τον δρόμο της. Αρχίζει και διαγράφει έναν εαυτό, σαν ένα παιδί. Μέχρι να αποκτήσει σώμα και μορφή, είναι η πιο δύσκολη, επίπονη διαδικασία γιατί δεν βλέπεις αυτό που αποθήκευσες. Μέχρι να αρχίσει δηλαδή να φαίνεται ένα αποτέλεσμα».

Στη συνάντηση μας, κάπου στο Κουκάκι, η Έφη Μπίρμπα ήρθε με το ποδήλατο. © Νατάσα Πανταζοπούλου

Αν κάποιος ξεφύλλιζε το βιβλίο της ιστορίας της, πώς θα έλεγε ότι ξεκίνησαν όλα; «Όταν ήμουν στη Σχολή Καλών Τεχνών και σπούδαζα ζωγραφική, στο 3ο έτος», θυμάται «μπήκα στο εργαστήριο του μοντάζ και εκεί, κάνοντας απόπειρες βιντεοτέχνης, άρχισα να καταλαβαίνω ότι αυτός είναι ο βιότοπος μου, ότι βαθιά μέσα μου έχω σκηνοθετική οπτική. Εξαφανίστηκα τα δύο τελευταία χρόνια της σχολής και επέστρεψα με μια ταινία. Ήμουν πλέον σίγουρη ότι ήθελα να ασχοληθώ με τον κινηματογράφο. Και μετά γνώρισα τον Άρη». Λειτούργησε κομβικά αυτή η γνωριμία και εκτός προσωπικής ζωής; «Ως προς το θέατρο ναι, γιατί σκηνοθετικά ήμουν ήδη τοποθετημένη. Με τον Άρη άρχισα να παρατηρώ έναν ηθοποιό, ένα μεγάλο ταλέντο που είχα την τύχη να είμαι μαζί του, και να καταλαβαίνω πώς πρέπει να μανιπιουλάρω αυτό το εργαλείο που λέγεται ηθοποιός για να ανθίσει και να εμφανίσει ποιότητες μέσα στη σκηνική του παρουσία που ίσως να μην είχε κατά νου. Η πρώτη μας κοινή δουλειά ήταν το “Άτιτλο” του Μπέκετ και μετά λειτούργησε όλο σαν χιονοστιβάδα, όπου η μία δουλειά έφερε την άλλη. Απολαμβάναμε αυτή τη σχέση, τη συνεργασία».

Μετράνε επτά επαγγελματικές συνεργασίες. Και έναν γάμο που βρίσκεται πλέον στη δεύτερη δεκαετία του. Μια σχέση που καλύπτει όλες τις πτυχές μιας κοινής ζωής δεν είναι, όμως, δίκοπο μαχαίρι; Το να υπάρχεις με κάποιον στη ζωή αλλά και να συνεργάζεστε ταυτόχρονα; Δεν επέρχεται μια κάποια κούραση; «Αυτή είναι μέρος της σχέσης, της πραγματικότητάς μας, γιατί μέσα από τον άλλον βλέπεις τον εαυτό σου και αυτή είναι η μεγαλύτερη κόπωση που μπορεί να μας καταβάλει. Χωρίς αυτό όμως δεν μπορείς να δεις την εξέλιξη. Είναι ένα μέρος της δημιουργικής διεργασίας, οι αναμετρήσεις με την κόπωση. Σκάβεις ξανά και ξανά προσπαθώντας να αναιρέσεις την ξεκούραση σου. Είναι αυτό που λέμε και για το θέατρο. Αν δεν κοπιάσεις δεν παράγεται θεατρικός μηχανισμός. Δηλαδή η εσωτερική λειτουργία της θεατρικής συνθήκης. Δεν είμαστε άνθρωποι που βολευόμαστε εύκολα γιατί βαριόμαστε εύκολα, αλλά ένα πράγμα ισχύει: το ότι για εμένα ο Άρης είναι ένα κέντρο στη διαδρομή μου στο θέατρο. Δεν θα έκανα εύκολα δουλειά χωρίς εκείνον γιατί τροφοδοτεί τη δική μου δημιουργική συνθήκη, οπότε με χαρά δουλεύω μαζί του.

Την ρωτώ για τη συνεργασία της με τους ηθοποιούς της, γενικότερα, πώς δουλεύει, τι είναι γι’ αυτήν οι πρόβες. «Είναι σημαντικό», μου λέει, «να ξεκινάς με μία ομάδα ανθρώπων που είναι δημιουργικοί, που εναρμονίζονται με τη διαδικασία της πρόβας, η οποία είναι επίπονη. Η πρόβα είναι το μεγαλύτερο στοίχημα της διαδικασίας γιατί οι πρόβες που κάνω δεν είναι εύκολες, είναι βουτιές. Έχουν και σωματική απαίτηση και ερμηνευτικό κόπο, έτσι νιώθω. Είμαι μία απαιτητική σκηνοθέτις. Η πρόβα μου είναι τέτοια, λόγω της διάνοιξης, που προσπαθώ να σχετίσω το σώμα σε μία σκηνική λειτουργία που ποτέ δεν βρίσκεται εκτός του κειμένου. Το σώμα και ο λόγος είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. Ο Άρης, στον “Άτιτλο”, ήταν σε έναν άξονα και για περίπου 40 λεπτά σηκωνόταν και έπεφτε στον ίδιο ρυθμό – ήταν ο ίδιος ρυθμό ανάσας που σχετιζόταν με το κείμενο του Μπέκετ. Από την πρώτη δουλειά ήξερα ότι το κέντρο σε αυτή τη συνθήκη είναι το σώμα μας. Χωρίς αυτό δεν εκκινείται για εμένα λόγος».

Διακρίνω μια σιγουριά μέσα στις λέξεις της. Αισθάνομαι πως είναι από αυτές τις σκηνοθέτιδες που αναγνωρίζουν εξαρχής το δρομολόγιο τους. Που δεν φοβούνται τις εντάσεις. Ούτε τους διαλόγους. Αναρωτιέμαι αν οι ιδέες των άλλων, έτσι όπως προκύπτουν μέσα από την ομαδικότητα, έχουν θέση στο όραμα της, αν ελίσσεται ανάμεσα σε συγκρούσεις με χαμόγελο ή με σπαθί. «Δεν τις θέλω καθόλου τις εντάσεις», ξεκαθαρίζει, «τις αποφεύγω γιατί με κουράζουν. Οι καλές ιδέες από την άλλη, πρέπει να ακούγονται οπότε πρέπει και να τις επικοινωνούμε. Αρκεί να έχουν λόγο μέσα στην παράσταση. Δεν μπορούμε να κρατήσουμε μια ιδέα που δεν ταιριάζει επειδή ειπώθηκε. Σε μια παράσταση, κάθε φορά πρέπει να συμβαίνει κάτι χειρουργικό. Συλλέγονται ιδέες και κρατιούνται αυτές οι οποία εγκαθιστούν και επιβεβαιώνουν τον μηχανισμό. Ούτε τα υπερβολικά ευφυολογήματα, ούτε οι υπέρμετρες σούπερ ιδέες έχουν χώρο. Μπορεί να είναι όμορφες και εξαιρετικές τοποθετήσεις, αλλά να μην έχουν χώρο. Πρέπει να έχεις την αίσθηση της συνολικής σύνθεσης και αυτό είναι κάτι που μου έχει δώσει η Καλών Τεχνών. Τη σχέση μου με τη σύνθεση, με το κάδρο. Είναι αλλιώς να φτιάχνεις ένα πορτρέτο και να ξεκινάς από τη μύτη, αυτό κατά 99% θα σε βγάλει αμέσως εκτός σχεδίου. Πρέπει να ξεκινήσεις από το πρόσωπο, πρέπει να μετράς πώς θα φτάσεις να ασχοληθείς με τη μύτη, έτσι ώστε να είσαι πάντα εντός σχεδίου. Αυτή είναι η διαφορά με μία επιμέρους ιδέα. Μπορεί να είναι εξαιρετική, αλλά στο σύνολο της σύνθεσης να μην έχει ισχυρό λόγο ύπαρξης. Οπότε, κάποιος πρέπει να πάρει μια απόφαση και αυτή είμαι εγώ».

Αναρωτιέμαι αν υπάρχουν στοιχεία στον τρόπο που σκηνοθετεί που θεωρεί πως την χαρακτηρίζουν. Στοιχεία από τα οποία κάποιος μπορεί να αναγνωρίσει τη δουλειά της. «Εκκινώντας μία διαδικασία σκηνοθετικά», λέει «εξαρχής βλέπω την εικόνα, οπότε είμαι ο άνθρωπος που θα επιτελέσει τη σκηνογραφία της παράστασης. Συνεπώς η εικόνα για μένα είναι πολύ κρίσιμη, είναι περιεχόμενο. Το φως και η μουσική είναι εξίσου σημαντικά γιατί με έναν τρόπο αυτά τα στοιχεία συνηγορούν σε αυτό που λέμε “δική μου σχέση με τα πράγματα”, μιας και ασχολούμαι εξ ολοκλήρου με την εικόνα και τα κοστούμια».

Επίδαυρος. Για πολλούς ένα όνειρο. Είναι κάτι μεγάλο αυτό τελικά; «Είναι ένας μικρός σεισμός, όχι λόγω του χώρου, αλλά εξαιτίας της κλίμακας του Αριστοφάνη εν προκειμένω», λέει, «που ανοίγει την οπτική και χάνεσαι στα μεγέθη. Μετά έρχεται η Επίδαυρος απλώς για να επιβεβαιώσει την κλίμακα». Άρα αυτό θα συνέβαινε και με κάποιο άλλο έργο; «Μέχρι τώρα δεν έχω σχετιστεί με κάτι ανάλογο, αυτής της κλίμακας» απαντά. «Δεν έχει υπάρξει κάτι αντίστοιχο σε μέγεθος. Ο Αριστοφάνης είναι τεράστιος και δεν ξέρω κατά πόσο έχει ανιχνευθεί και χαρτογραφηθεί πλήρως αυτός ο δραματουργός. Νομίζω ότι είναι μία ανεξερεύνητη πηγή κάπου μέσα στη γη και δεν έχουμε ακόμη καταλάβει το μέγεθος της κοιτίδας». Είναι θέμα του συγκεκριμένου κωμικού δραματουργού μόνο; «Ο Αριστοφάνης», μου λέει, «έχει αυτό το εργαλείο της κωμικής φόρμας και εκεί μέσα μπορεί να εγκιβωτίσει πολύ μεγαλύτερα πράγματα που εκ πρώτης εμφανίζονται στην πρόσληψη και στη θέαση. Είναι σαν να αποθηκεύει μέσα νάρκες που είναι έτοιμες να πυροδοτηθούν από τον θεατή. Εγώ νιώθω ότι σκοντάφτω μπροστά σε ένα νέο διακύβευμα, διαβάζοντας και ανοίγοντας αυτό το κείμενο. Δεν χαρίζεται εύκολα. Σε φέρνει μπροστά σε μια κλειδαριά και μετά ψάχνεις να βρεις τον τρόπο. Και όσο εισχωρείς στα δωμάτια, τόσο αυτά αυξάνονται. Και βρίσκεσαι μέσα σε έναν θόλο, όπως είναι αυτός του Κάτω Κόσμου, που ανοίγει μέσα στα “Βατράχια”. Και μένεις να συναισθάνεσαι αυτές τις συνθήκες που εμφανίζει στους ήρωες του. Μέσα στην κωμωδία του είναι αποθηκευμένη μια ατόφια τραγωδία. Ξαφνικά νιώθω ότι η κωμική φόρμα είναι απελευθερωτική, είναι χαρά».

Αποφασίζει να επιλέξει μια δική της εκδοχή. «Ο ίδιος ο Αριστοφάνης διάβασα ότι δεν είχε εμφανώς τους ηθοποιούς του ως βατράχια στη σκηνή. Σε αυτή την περίφημη σκηνή των “Βατράχων” άκουγες τους ηθοποιούς να τραγουδούν εκτός σκηνής, από τις παρόδους. Έβαλε τίτλο στο έργο του με αφορμή μία σκηνή στην οποία δεν βλέπεις παρά ακούς. Αυτό πυροδότησε τη δική μου διερώτηση σε σχέση με το τι είναι αυτό και γιατί κάτι τόσο ανίσχυρο δραματουργικά φέρει τον τίτλο μιας ολόκληρης δουλειάς. Κατάλαβα, βαθύτερα, ότι τα “Βατράχια” για τον Αριστοφάνη είναι οι λογισμοί, είναι αυτό το περιβάλλον του θορύβου, της σκέψης που διεμβολίζει την ισορροπία του ανθρώπου, και τα τοποθετεί στο κύκνειο άσμα του Διονύσου – εκεί που ο Διόνυσος και ο Ξανθίας πεθαίνουν. Εκεί που υπάρχει βροχή συλλογισμών τη στιγμή του θανάτου. Ο Διόνυσος κάνει τη μεγαλύτερη πράξη αυτοθυσίας που μπορεί να κάνει κανείς. Κατεβαίνει, πεθαίνοντας, στον Άδη για να σηκώσει τον ποιητή, αυτόν που θα μπορέσει να σώσει ή να αφυπνίσει τον κόσμο. Αυτή η κατάσταση ισχύει και τότε και τώρα, είναι αυτό που ζούμε». Σκέφτομαι πως σε αυτούς τους καιρούς που ζούμε η ποίηση είναι αυτό που θα μπορούσε ίσως να μας σώσει. «Η πολιτική έχει πεθάνει από τότε», επισημαίνει. «Τότε, οι πολιτικοί πήγαιναν στο θέατρο για να ακούσουν τον Αριστοφάνη να τους τα χώνει, τώρα θα ήταν εκκεντρικό να σταματήσεις ξαφνικά μία παράσταση και να δείξεις αυτόν που κάθεται στο κοίλον, ο οποίος είναι ο πολιτικός, ο πρωθυπουργός, και να του πεις “Εσύ που κάθεσαι εκεί έχεις κάνει αυτά”.. Τώρα δεν ξέρω αν θα μπορούσε να γίνει κάτι αντίστοιχο, θα εξοντωνόταν ο δημιουργός την επόμενη μέρα». Φλέρταρε με την ιδέα να κάνει κάτι ανάλογο; «Όχι» μου λέει «Ήταν το πρώτο πράγμα το οποίο βγήκε από το έργο μου. Ο Αριστοφάνης μπορεί να το έκανε για το “παρόν” της εποχής του. Βγήκε το “παρόν” της εποχής του και δεν μπήκε το “παρόν” της δική μας. Υπάρχουν τρόποι να το ονοματίσεις και το κάνουμε στην παράσταση χωρίς να αναφέρουμε ονόματα και πρόσωπα».

Νιώθει πως τα Βατράχια είναι ένα έργο για την πτώση; Κι αν ναι, τι είναι πτώση για αυτήν; Ποια στοιχεία του έργου ακουμπούν σε δικά της, προσωπικά, στοιχεία; «Το έργο είναι ο ύμνος της πτώσης. Το στραπατσάρισμα του Θεού. Αυτό το ντουέτο που κατεβαίνει στον Άδη, ο πιστός σύντροφος-άνθρωπος που αποφασίζει να ακολουθήσει τον Διόνυσο. Για εμένα είναι πολύ συγκινητική αυτή η συνενοχή του Ξανθία, ότι “θα κατέβω μαζί σου σε αυτήν τη μεγάλη πράξη αυτοθυσίας για να σε βοηθήσω, εσένα στραπατσαρισμένε Θεέ”. Εδώ, το σχόλιο του Αριστοφάνη προς το Δωδεκάθεο είναι ξεκάθαρο: δεν πιστεύει πλέον σε αυτό. Στραπατσάρει λοιπόν αυτόν τον Θεό και φέρνει σε αυτόν μία φοβερή διττή υπόσταση του σαλού Θεού, του Θεού που εκ πρώτης είναι στραπατσαρισμένος γιατί δεν μπορεί να κατέβει στον Άδη παρά μόνο μεταμφιεσμένος σε Ηρακλή. Και όχι μόνο κατεβαίνει με το προσωπείο αλλά έχει και τη βοήθεια του ανθρώπου. Δηλαδή μηδέν. Κατεβαίνει κάτω και εκεί, παρά τη φαινομενική κωμικότητα, έχει ως σκοπό να σώσει την ανθρωπότητα, δηλαδή κρύβει σε όλη τη διαδρομή τη μεγάλη πράξη αυτοθυσίας του».

Τι σημαίνει να πέφτεις και να σηκώνεσαι, αναρωτιέμαι. Της το θέτω ως ερώτημα. «Σημαίνει να βρίσκεσαι στην απόλυτη επίγνωση», λέει, «ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Πρέπει να βρίσκεσαι σε μία απόλυτη επίγνωση ότι αυτός είναι ο μόνος δρόμος για να υπάρξεις, να σηκώνεσαι μετά την πτώση. Το σηκώνομαι μετά την πτώση θέλει πολλή αίσθηση εποπτείας και επίγνωσης. Πρέπει να έχεις ξεκάθαρο ορίζοντα του εαυτού σου και με τι αναμετριέσαι κάθε φορά. Η πτώση είναι μέρος της καθημερινότητάς μας». Πάντοτε σκέφτομαι ότι υπάρχει ελπίδα χωμένη μέσα στην πτώση. Και μόνο που ξέρεις ότι μόνο να σηκωθείς μπορείς μετά. «Ναι διότι δεν υπάρχει ναδίρ» λέει. «Η πτώση είναι επώδυνη γιατί μας εκθέτει μπροστά στο Eγώ, ορίζει το ύψος μας. Είναι η σχέση με την πραγματικότητά μας και ευτυχώς που υπάρχει πτώση γιατί νομίζω ότι θα γινόμασταν βρικόλακες αν δεν υπήρχε. Είναι η μόνη που μας σχετίζει με τον ορίζοντα, με την ίσαλο γραμμή. Είναι η μόνη μας οδός για να βελτιωθούμε, να εξελιχθούμε. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος».

Άνθρωπος που πιστεύει, είναι ένα ήσυχος, ήρεμος άνθρωπος; «Είναι εκείνος που μπορεί να μην αγανακτήσει με την πτώση του. Αυτός που έχει πίστη και μπορεί να μη μείνει στην πτώση εγωιστικά, μπορεί να ξανασηκωθεί. Του είναι πιο εύκολο γιατί έχει επίγνωση, γιατί αναρωτιέται “Πώς αλλιώς, αφού δεν είμαι τέλειος”. Στην πτώση πρέπει να μην πονάμε, αυτό που πονάει είναι η συγκρουσιακή σχέση με το Εγώ, ο εγωισμός». Και καλύτεροι άνθρωποι; Υπάρχει δρόμος; Τι είναι αυτό που βοηθά; «Η σχέση μας με το μεγάλο, με το σπουδαίο, με τις μεγάλες ιδέες, με την πίστη. Η καθημερινή μας εμπλοκή με τη μεγάλη ιδέα είναι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε. Μικραίνουμε μέσα στα μικροπεριβάλλοντα του κινητού, στο μικροτοπικό, το μικροπροσωπικό, το οικογενειακό. Πρέπει να βγούμε από αυτό».

ΒΑΤΡΑΧΙΑ του Αριστοφάνη, περιοδεία. Εισιτήρια εδώ.
Δημήτρης Πάντσος