Categories: ΣΙΝΕΜΑFeatured

Εδώ συναντιούνται όλα τα όνειρα

Αγέλαστος πέτρα: η σκυθρωπή, η μελαγχολική, η πένθιμη πέτρα. Η πέτρα που βάρυνε η καρδιά της. Ελευσίνα, εικοστός αιώνας, ένας χαμηλών τόνων σκηνοθέτης με την κάμερα στο χέρι δώδεκα χρόνια και φωνή που προοικονομεί το ήθος του έργου του κινηματογραφεί τον τόπο, τα πρόσωπα, τα πράγματα. Και καταγράφει το ιστορικό της περιβαλλοντικής μόλυνσης, την καταστροφή του αρχαιολογικού της πλούτου, αλλά κυρίως εστιάζει με ευαισθησία στα πρόσωπα των ανθρώπων με συνεχή πηγαινέλα στο χθες, στο σήμερα και πάλι πίσω στο βάθος του χρόνου. Και της Ιστορίας.

Εκεί που κάποτε άνθιζε η άγρια μέντα κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο –για να μείνουμε στο λόγο του Γκάτσου και στις νότες του Χατζιδάκι– ορθώνεται η πρώτη υψικάμινος της Ελλάδας και οι μεγάλες τσιμεντοβιομηχανίες της χώρας. Εκεί που η Αττική σύσσωμα –μαζί και οι δούλοι– γιόρταζε την επιστροφή της Περσεφόνης στη Δήμητρα, στη μάνα γη, μετά από συμφωνία με το σκοτεινό Πλούτωνα, αφέντη του Άδη, εκεί που πρώτα το ψωμί μάς δόθηκε, μπάζα και απόβλητα, διυλιστήρια και καπνοδόχοι. Και στη θέση της μεγάλης πομπής, διαμέσου της Ιεράς Οδού, όχι βέβαια πια οι μύστες και ο ιεροφάντης –ούτε άλλωστε μένει κανείς στη λαγνεία του παρελθόντος–, μα, να: μπάζα, σκεπασμένα ρέματα, στοιβαγμένοι εργάτες και μελαγχολικά πρόσωπα, άνθρωποι που νωρίς πεθαίνουν από την εισπνοή της τσιμεντόσκονης και τους καπνούς των φουγάρων.

Οι εικόνες. Πέτρες, σπασμένες, πεταμένες, αποδιοπομπαίες στο βρόμικο κύμα. Άλλες από τους ναούς φερμένες, κτισμένες ξανά στο μικρό, παλίμψηστο ναΐσκο του Αϊ-Νικόλα. Κι έρχονται οι γυναίκες, όπως χιλιάδες χρόνια πριν, εν πομπή, ευλαβικά με την κεροδοσιά και την αρτοκλασία, ίδιες και όμοιες, ίδιο περπάτημα, ίδια σώματα, ίδια πίστη. Το πηγάδι και το φιλιατρό. Να μπορούσε να κρατήσει το αδύνατο μυαλό εκείνο το απόσπασμα του σχολιαστή για το φιλιατρό και ο φακός να καταγράφει την καταστροφή καθώς η μπουλντόζα μπαζώνει και ισοπεδώνει το τελευταίο πηγάδι.

Οι γυναίκες. Από το κεραμικό σπάραγμα του αγγείου με τη μορφή θεάς, ο φακός επικεντρώνεται στο πρόσωπο της συντηρήτριας. Από το κοριτσίστικο άγαλμα του μουσείου στο κοριτσάκι που το κοιτά. Από τις κοπελίτσες στη διαδήλωση στις κατατομές των γυναικείων αγαλμάτων. Πόσους αιώνες κατοικούν εδώ οι ίδιες μορφές;

Ύστερα οι Μικρασιάτισσες στις θύρες των χαμηλών σπιτιών του συνοικισμού. Ήρθαν το ’22. Έχουν να θυμούνται τον ξεριζωμό, το ταξίδι, τον ερχομό. Και στάθηκα έκπληκτη όταν βρήκα στα βιβλία ότι τα Ελευσίνια Μυστήρια ετελούντο στις 14 του μηνός Βοηδρομιώνα, Σεπτέμβρη δηλαδή. Μα τότε δεν ήταν που τούτη η Σμυρνιά μπροστά στο φακό άφησε τη Σμύρνη; Ανήμερα της μεγάλης γιορτής του Τίμιου Σταυρού;

Με φόντο τα φουγάρα και τις καμινάδες της ΤΙΤΑΝ και της ΠΕΤΡΟΛΑ, τα γιαπιά και τις σκεπασμένες πρόχειρα ανασκαφές, ξεπροβάλλει ο ήρωας που ο Κουτσαφτής διάλεξε για την ταινία του. Ο Παναγιώτης, ο τρελός του τόπου, ο σαλός, ο ωραίος τρελός, ο κουζουλός – θα τον λέγαμε στην Κρήτη. Με την κεφαλή πάντα καλυμμένη –ιδιότυπος κοσμοκαλόγερος– γυρνά στα μπάζα και στα χαλάσματα, ψάχνει μέσα στα σκουπίδια και μαζεύει αγέλαστες πέτρες και κομματιασμένα αγγεία, υπολείμματα κτερισμάτων και μέλη σπασμένων αγαλμάτων – με ένα καρότσι οικοδομής τα κουβαλά στον αρχαιολογικό χώρο. Ποτέ δε σταματά, ποτέ δεν ποζάρει μπροστά στο φακό. Αυτός ο σαλός, φύλακας του πολιτισμού μας που μένει, όπως φωνάζει ο ίδιος από μακριά, «πάνω στη γη και κάτω από τα σύννεφα».

Έμειναν καταχωνιασμένες εκείνες οι σημειώσεις του 2001, από τη γνωριμία μου με τις αγέλαστες πέτρες του Κουτσαφτή, στο μυαλό και στο συρτάρι. Μα τώρα κοντά, καθώς χειμωνιάζει στην Αθήνα, με τους άνεργους, τους άστεγους και τους πρόσφυγες, «ένα εισιτήριο, παρακαλώ», και κατεβαίνω τα σκαλιά του σινεμά. Ααβόρα, ένα ακόμη στέκι της φοιτητικής μου ζωής, οδός Ιπποκράτους, ένας ακόμη αθηναϊκός δρόμος που σαν χρυσόσκονη κάθεται στους ώμους μου, Αρκαδία, χαίρε! η νέα ταινία του δημιουργού.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Κατάφερα, μέσα στη συγκίνηση, να κρατήσω τη μελαγχολία της εικόνας, και την ποίησή της. Ή την ίδια την ακατάβλητη εικόνα της Ποίησης και των στίχων των ποιητών. Σκεφτόμουνα συνεχώς το Γιώργο Σεφέρη, το Θανάση Βαλτινό, το Θόδωρο Αγγελόπουλο. Υπάρχει, θαρρείς, στην ταινία μια κλωστή, ορφανός ιστός αιωρούμενος, της αράχνης, ανάμεσα στη ζωή μας, στην Ιστορία, στην Τέχνη. Τεγέα, Μαυρίκι, Βαλτέτσι Αρκαδίας. Και άλλα ονόματα τόπων θα μπορούσαν να κάνουν αλυσίδα από το χθες στο σήμερα. Βελανιδιά, βροχή, σπίτια πίσω από τη διάφανη κουρτίνα της βροχής, παραπέτασμα της βροχής, η γοητεία των ανασκαφών, η χρωματιστή μπουγάδα κυματίζει δίπλα τις αρχαίες πέτρες, μαζί προχωρούν στο βλέμμα μου ίριδες, αγγελιαφόροι της άνοιξης, ανθισμένες κερασιές και αιμάτινα βύσσινα, βύσσινο και το σκουλαρίκι της κόρης, αρχαία κόρη, όμορφη στο χώμα των αιώνων. Στάχυα, πεζούλες, η σοφή ελιά, αλώνια και η σκιά του γέροντα, τα σταφιδιασμένα χέρια της γραίας και ο καρπός του σταριού, στάρι και για το Ψυχοσάββατο, να μιλήσουμε στις ψυχές των απόντων, εικόνες, κεριά στο σκοτάδι, θυμήθηκα, δεν ξέρω γιατί, το Βασίλη Διοσκουρίδη. Η ερήμωση του τόπου πληγή αναβλύζουσα, ξένοι εργάτες, ήρθε από πολύ μακριά η ξένη που μπροστά στο φακό δακρύζει. Αγκιστρώθηκε σε τούτο το χωριό. Χωράφια και πανηγύρια του καλοκαιριού και η εικόνα του Μπρέγκελ, ο πλέον σύγχρονος των συγχρόνων, τετρακόσια πενήντα χρόνια τώρα κρατά το νόημα της ανθρώπινης περιπέτειας, στη ζωή και στο θάνατο, αποδεικνύοντας ότι σύνορα δεν υπάρχουν στην Τέχνη.

Γλέντια και κλαρίνα που παραπέμπουν στα σκυλάδικα των εθνικών οδών, πλαστικά σημαιάκια, καφετέριες, ο γύρος του θανάτου, παιδικά χρόνια είστε ακόμα εδώ, ναι, «εδώ συναντιούνται όλα τα όνειρα», πρόλαβα μέσα στο σκοτάδι του σινεμά να σημειώσω τη μαγική φράση πάνω σε φάκελο που σε άλλον πρέπει να φτάσει. (Και θα του πω όχι συγγνώμη, μα, σαν φτάσει η ταινία να τη δούμε όλοι πάλι, και τα παιδιά της τάξης του. Κι αν –λέμε αν– το εκπαιδευτικό σύστημα νοιαζόταν για την ουσία, δηλαδή την καλλιέργεια της ιστορικής συνείδησης των μαθητών, τέτοιες ταινίες θα αγοράζονταν από το Υπουργείο Παιδείας και θα τις έστελναν στα σχολειά…)

«Σκαπετάω». Στα βουνά της Αρκαδίας το ρήμα σημαίνει φεύγω, χάνομαι στο βάθος του χρόνου, δε φαίνομαι πια – τι πειράζει; «Να βάλεις τον έρωτα πάνω από την εξουσία του θανάτου», προλαβαίνω να σημειώσω, και βγαίνω στη νυχτωμένη Ιπποκράτους, και μουρμουρίζω: «Ευχαριστώ, άγνωστε κύριε Κουτσαφτή. Μου θύμισες πάλι πως υπάρχει Πατρίδα και Ιστορία, όσα τοξικά απόβλητα κι αν φόρτωσαν αυτές τις λέξεις, με πότισες γνώση να μαλακώνει τις αισθήσεις σε δύσβατους καιρούς».

 

Η ταινία είναι δομημένη πάνω στις αντιθέσεις του χθες με το σήμερα, της άνοιξης με το χειμώνα, του αρχαίου κάλλους (ή ό,τι έμεινε από αυτό) με το μολυσμένο συγκαιρινό περιβάλλον. Και ξαναγυρίζω στην προηγούμενη παράγραφο για να διατυπώσω μια επίσημη πρόταση… Το Υπουργείο Παιδείας καλό θα ‘ταν να προμηθευτεί τις ταινίες-ντοκιμαντέρ του Φίλιππου Κουτσαφτή Η αγέλαστος πέτρα και Αρκαδία, χαίρε! και να τις προβάλλει στα σχολεία. Κι αν το υπουργείο δεν μπορεί να με ακούσει, ας το κάνουν οι εκπαιδευτικοί. Γιατί σπάνια ακούμε να μιλούν χωρίς λεονταρισμούς και εξάρσεις, χαμηλόφωνα αλλά τόσο ουσιαστικά, για το παρελθόν και το παρόν ενός τόπου, με τέτοια ποιότητα και αγάπη. Αυτός ο τόπος είναι ακόμα δικός μας και, όπως λέει ο αφηγητής, η μόνη περιουσία μας είναι η μνήμη.

Νίκη Τρουλλινού

Share
Published by
Νίκη Τρουλλινού