Τρεις νύχτες καίγανε οι φωτιές
την τελευταία ακούστηκαν καμπάνες.
Κάπου αλλού θα παίζεται η ζωή μας σκέφτηκα
και τότε τον είδα
λαμπαδιασμένο απ’ τις ζητωκραυγές
να τρέχει προς το θάνατο.
Αλέξανδρε του φώναξα
Αλέξανδρε
κι ύστερα πιο σπαραχτικά Αλέξανδρεεε,
πάλι και πάλι.
Καθώς έσκυψα να τον σηκώσω από την άσφαλτο
δε βρήκα παρά στάχτη.
Σ’ όλους τους δρόμους
οι στρατιώτες πυροβολούσαν το φόβο τους.