Ο Τάσος Μόρφης ζουρλάθηκε με τον The Bug.
Καθώς οι μουσικοί του Lee “Scratch” Perry ήταν έτοιμοι και έπαιζαν κάποιο intro που στην Τζαμάϊκα θα ήταν ένα απλό τζαμάρισμα, ένας τυπάς ανέβηκε στην σκηνή και έβαλε μπροστά απο τα τύμπανα μια μικρή βαλίτσα σαν αυτές που παίρνεις στην καμπίνα του αεροπλάνου μαζί σου με δύο μπανάνες και ένα μήλο σε συμμετρικό σχήμα πάνω της. Η βαλίτσα παρέμεινε εκεί για όλη την διάρκεια της συναυλίας και ήταν ίσως το πράγμα που μου έκανε εντύπωση σε σχέση με το θρυλικό dub που άκουσα. Ο Lee “Scratch” Perry ή όπως μου φάνηκε ο «Γιώργος Μάγκας απο την Τζαμάϊκα» ανέβηκε στην σκηνή χαλαρός αλλά ανάμεσα στα «I love you, you love me» και «Jah Jah» υπήρχε κάτι άβολο που κρατούσε μακριά τη μπάντα από το κοινό. Άσε που ο μέγας Lee δεν έκρυψε στιγμή ότι γενικώς δεν του καιγόταν καρφί. Ούτε εμάς μας κάηκε, βασικά.
Μέσα στο σκοτάδι, το μανιασμένο σκρατσάριμα του The Bug έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα για ένα σκληρό σετ, από αυτά που δεν έχουμε συνηθίσει να ακούμε στην Ελλάδα. Από την πρώτη στιγμή τα μπάσα σάρωσαν τα πάντα στην Ιερά Οδό, αρχικά χωρίς φωνητικά, με αργόσυρτες αλλαγές και μετά με τον Flowdan. Πριν πάω στο Plissken είχα μια φοβία για τον ήχο αλλά τελικά ήταν άριστος και γι’ αυτό τον λόγο βγήκε και ένα τόσο δυναμικό αποτέλεσμα. Όση ώρα ο Bug ήταν στη σκηνή ήταν σαν άκουγες συμπυκνωμένους όλους τους ήχους από μια σύγχρονη δυτική μητρόπολη, και δεν είδα κανέναν που να μην απόλαυσε τη βιομηχανική ένταση. Το ίδιο σκρατσάρισμα που έκανε στην αρχή επανέλαβε και στο τέλος δίνοντας το σύνθημα της λήξης. Ήμασταν πια όλοι έτοιμοι για να χορέψουμε στη φουρτουνιασμένη λίμνη των Swans…
Τα αυτιά του Φοίβου Κρομμύδα βουίζουν από τη συγκλονιστική εμφάνιση των Swans.
Με τους Swans, αν τους έχεις ξαναδεί την προηγούμενη τριετία, ξέρεις πάνω-κάτω τι να περιμένεις. Λείπουν οι εκπλήξεις και το σοκ της πρώτης φοράς, μα αυτό που δε λείπει είναι το δέος που προκαλούν από σκηνής. Η μετάβαση από την ηχητική στη σωματική εμπειρία που συνεπάγεται ένα live των Swans είναι παρόμοια με μια σκηνή κορύφωσης ενός καλού θρίλερ που έχεις ξαναδεί: ξέρεις πως έρχεται, μα αυτό δεν αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα από τη βίωση του αναπόφευκτου. Έτσι, λοιπόν, για μια ακόμα φορά νιώσαμε στο πετσί μας (και τα σωθικά μας) την ηχητική τρομοκρατία του κυρίου Gira και της κολεκτίβας του.
Τριάντα λεπτά μετά την καθορισμένη ώρα εμφάνισής τους και μια σύντομη διακοπή αργότερα λόγω τεχνικών προβλημάτων κατά την έναρξή τους, ακολουθούν τα γνώριμα σκηνικά μιας τυπικής εμφάνισης της μπάντας, μόνο που αυτή έμελλε να είναι η πιο θορυβώδης και «πριζωμένη» εμφάνισή τους στην Ελλάδα μέχρι στιγμής: ο Gira στο κέντρο της παράστασης, σαμάνος, να χορεύει τελετουργικά το μπαλέτο της παράνοιας που σκηνοθετεί, αναπηδά κάθε φορά που ετοιμάζεται να τραβήξει με μανία τις χορδές της κιθάρας του για να κλείσει με βρόντο το κομμάτι. Ουρλιάζει, χτυπιέται, διασκεδάζει με το ηχητικό μαρτύριο που εξαπολύει στο κοινό του, επιπλήττει τον Chris Pravdica και τον Phil Puleo όταν δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του. Συνέταιροι στη χρήση της εξάχορδης ως όργανο βασανιστηρίου και ως επιπλέον υλικά στο χτίσιμο του μασίφ τείχους κιθαρών, ο Christoph Hahn (ο Clint Eastwood της slide κιθάρας είχε πει εύστοχα ο Gira κάποτε) και το έτερον ήμισυ της παλιάς στρατιάς, ο Norman Westberg. Το σπλαχνικό μπάσο του Chris Pravdica συμπληρώνει πίσω από το drumkit με ισχύ και όγκο ο Phil Puleo, σπάζοντας μπαγκέτες με χαρακτηριστική ευκολία. Και φυσικά ο άνθρωπος-πασπαρτού της μπάντας, Thor Harris, ελίσσεται με ευκολία ανάμεσα στην πληθώρα των κρουστών και πνευστών που χρησιμοποιεί. Μια γνήσια ομάδα κατεδαφίσεων, αν με ρωτάτε.
Όταν μιλάς για ένα live των Swans, το τελευταίο πράγμα που σε νοιάζει είναι το setlist. Ξέρεις πως, αν δεν παιχτεί κάποιο από τα παλιά τους, δεν έχει νόημα να ψάξεις ποια τωρινά κομμάτια παίχτηκαν. Είτε επειδή αυτά θα παραμορφωθούν σε τόσο μεγάλο βαθμό ώστε να θυμίζουν ελάχιστα τις στουντιακές τους εκτελέσεις είτε επειδή πρόκειται για κομμάτια από τον επόμενο δίσκο τους, για medleys, τζαμαρίσματα, δυνατές κροτίδες που κατευθύνονται στα μηνίγγια σου και σε φέρνουν στα όριά σου.Το έχω πει και το ξαναλέω, δεν αισθάνομαι πως οι νέες στουντιακές κυκλοφορίες των Swans με αφορούν, καθώς τις θεωρώ δείγματα της μεγαλύτερης εικόνας που η μπάντα παρουσιάζει στη σκηνή. Και όσο δε με ενδιαφέρουν στο σπίτι, άλλο τόσο με αποστομώνουν ζωντανά. Τα A Little God In My Hands και η ωδή στον Howlin’ Wolf, Just A Little Boy ζωντανά μετατρέπονται σε κτήνη που κατασπαράζουν βίαια τον ανυποψίαστο, όπως και ο θεσμός των live τους, το μανικό κρεσέντο του φινάλε με κάποιο medley, αυτή τη φορά το Bring The Sun με το νέο Black Hole Man.
Στην εισαγωγή είπα πως δεν έχεις κάτι άρδην διαφορετικό να περιμένεις από ένα σημερινό live των Swans αν τους ξαναείδες στο πρόσφατο παρελθόν. Ανακαλώ. Και ο λόγος είναι πως ανάμεσα στους βόμβους, τα αυτοκρατορικά τείχη θορύβου και τις ιαχές/ψαλμωδίες/ωδές του Gira, αυτήν την φορά υπήρξαν και σημεία κατά τι πιο κατακούτελα rocking. Ανάμεσα στον κατακλυσμό, είχες την ευκαιρία να χοροπηδήσεις ρυθμικά, να θέσεις το σώμα σου σε μια κάπως χορευτική, noise rock διάθεση. Δηλαδή να διασκεδάσεις, πράγμα ανήκουστο για τα δεδομένα τους. Ανήκουστο μεν, παραδόξως ευπρόσδεκτο δε. Συν την αισθητά δυνατότερη ένταση του ήχου αυτή τη φορά που καταγράφεται ως η πιο ηχηρή συναυλία που παρακολούθησα ποτέ μου. Η μπάντα υποκλίνεται εις τριπλούν πριν κατέβει, είμαι σίγουρος πως και όλο το κοινό μέσα του έκανε το ίδιο. Καλός και άγιος ο The Bug με τα grimy καμώματά του και τις ρίμες του Flowdan, άγια και η ιδιαίτερη electro των Simian Mobile Disco, αλλά όταν υπάρχει ένα παλιρροϊκό κύμα μεταξύ τους, μπορείς να τους θυμάσαι το ίδιο έντονα;
Η Όλγα Νικολαΐδου ακόμη χορεύει στο ρυθμό των Simian Mobile Disco.
Ρε παιδιά γιατί δεν καθίσατε μέχρι το τέλος; Εντάξει, ήταν καθημερινή, είχαμε δουλειές, υποχρεώσεις και τρεξίματα, το πρωί της επόμενης ημέρας. Σε καμία περίπτωση, πάντως, δεν θα μετανιώνατε αν θυσιάζατε το πρωινό ξύπνημα για να απολαύσετε το live act των Simian Mobile Discο. Ήταν σίγουρα το καλύτερο κλείσιμο για μια πολυμορφική, μουσική βραδιά. Ο James Ford και ο Jas Shaw έπαιξαν live dj set, από τις 2 μέχρι τις 3 τα ξημερώματα, επιβραβεύοντας έτσι το υπομονετικό κοινό τους. Μόλις εμφανίστηκαν στη σκηνή, άρχισαν να πέφτουν μπαλόνια από ψηλά και τα μαλλιά μου γέμισαν με χαρτάκια που έμοιαζαν με κομφετί. Ακούσαμε πολλά κομμάτια τους, από το φρέσκο Whorl αλλά και πάρα πολλά tracks τα οποία μάλλον παίζουν μόνο στα live τους. Το setup τους, είναι μια μίξη αναλογικού και ψηφιακού ήχου, με το θρυλικό RolandMC-303 να δεσπόζει και αρκετά synths, converters και κονσόλες με εφέ να δίνουν τον ήχο απευθείας στο κοινό. Κανένα κομμάτι τους δεν έπαιξε προηχογραφημένο.
Δεν ξέρω εάν τελικά φταίνε οι πέντε παραπάνω μπύρες που είχαμε καταναλώσει από το ξεκίνημα της βραδιάς, ή τα δυνατά, ρυθμικά beats των Simian, πάντως γίναμε αμέσως όλοι μια παρέα. Θυμάμαι να χορεύω ασταμάτητα με αγνώστους και να χτυπιέμαι κυριολεκτικά στο ρυθμό της μουσικής. Ο ζωηρός ήχος που έβγαινε από τα ηχεία συνδυαζόταν άριστα με τις χρωματιστές εικόνες του video wall. Ήταν μια οπτικοακουστική εμπειρία που μας ξεσήκωσε και μας ταξίδεψε. Θα ήθελα να παίξουν λίγο ακόμα, κυρίως για εμάς που βρεθήκαμε στο χειμερινό Plissken ειδικά για δαύτους, αλλά εντάξει, δε μπορείς να τα έχεις όλα. Είθε να έχουμε σύντομα την ευκαιρία να τους ξαναδούμε ζωντανά.
Δείτε πολλές ακόμη φωτογραφίες της Πηνελόπης Γερασίμου σκρολάροντας στην παρακάτω gallery.