Η εντυπωσιακή ταινία Dune: Μέρος Δεύτερο, σε σκηνοθεσία Ντενί Βιλνέβ, ξεκινά με τη φράση “power over spice is power over all”, που αν ήταν άρθρο του McSweeneys θα είχε τίτλο “ποιος το είπε, ο Φρανκ Χέρμπερτ ή η Τζέρι Χάλιγουελ;”. Φυσικά (και δυστυχώς) δεν αναφέρεται σε κάποιο μανιφέστο του θρυλικού συγκροτήματος των 90s, αλλά στο πολύτιμο μπαχαρικό που έχει οδηγήσει σε διαμάχη φατρίες, λαθρεμπόρους και κατοίκους του πλανήτη Αρράκις – με τραγικές συνέπειες, όπως είδαμε στην πρώτη ταινία, για μια συγκεκριμένη οικογένεια: τον οίκο των Ατρειδών, του οποίου ο μοναδικός κληρονόμος, Πολ (Τιμοτέ Σαλαμέ), έρχεται αντιμέτωπος με ένα πεπρωμένο που δεν διάλεξε στο πολυαναμενόμενο αυτό σίκουελ.
Ορφανός πλέον από πατέρα (κι εμείς από τη θέα του Όσκαρ Άιζακ) και με τη σκέψη του στην εκδίκηση για τη δολοφονία του από τους αντίπαλους Χαρκόννεν (με επικεφαλής το δολοπλόκο βαρόνο που υποδύεται ο Στέλαν Σκάρσγκαρντ), έχει εισχωρήσει μαζί με τη μητέρα του (Ρεμπέκα Φέργκιουσον) στους Φρέμεν, ιθαγενείς του Αρράκις, από τον αρχηγό των οποίων (Χαβιέ Μπαρδέμ) θεωρείται προφήτης που θα τους οδηγήσει στην ελευθερία. Είναι στ’ αλήθεια ο σωτήρας τους ή είναι ένας ψεύτικος Μεσσίας;
Ο Βιλνέβ σίγουρα κάνει καλύτερη δουλειά από εμάς στο να επανατοποθετήσει στη διαγαλαξιακή σκακιέρα τους παίκτες του Dune: Μέρος Δεύτερο, έχοντας μπει πλέον στο ζουμί της ιστορίας μετά την εισαγωγική και αφηγηματικά μινιμαλιστική ταινία του 2021. Τα γεγονότα συνοψίζει η πρωτοεμφανιζόμενη πριγκίπισσα Ιρουλάν (Φλόρενς Πιου, υπερβολικά μοντέρνα για το περιβάλλον αυτό), κόρη του Αυτοκράτορα (Κρίστοφερ Γουόκεν) που ενορχήστρωσε τη σφαγή της πρώτης ταινίας. Στο δεύτερο μέρος, ο Βιλνέβ επιλέγει μια πιο κλασική δομή, ένα παραδοσιακό “ταξίδι του ήρωα”, και ένα οπτικό στυλ πλούσιων, χορταστικών εικόνων (ο διευθυντής φωτογραφίας Κρεγκ Φρέιζερ είναι ένας καλλιτέχνης του φωτός είτε πρόκειται για απέραντα ερημικά τοπία είτε για απειλητικές αρχιτεκτονικές συνθέσεις). Οι ιδέες της ταινίας, που εκφράζονται μέσα από κίνηση και εικόνες, μπορούν να εφαρμοστούν πάνω σε όποια επικαιρότητα ή σύγχρονο παραλληλισμό θέλει να σκεφτεί κάποιος, από την αποικιοκρατία μέχρι το θρησκευτικό φανατισμό και την κλιματική αλλαγή, ο πολιτικός της λόγος ευστοχεί, ενώ οι μηχανορραφίες και οι ίντριγκες ουσιαστικά εξισώνουν την ταινία με ένα “Game of Thrones” στο διάστημα.
Καθώς ο Πολ αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στους προκαθορισμένους (είτε από τη μητέρα του είτε από τους θαυμαστές είτε από τους εχθρούς του) ρόλους του και εκπληρώνει –στην καλύτερη σκηνή της ταινίας– τις πολυτραγουδισμένες δυνατότητές του κάνοντας sandsurfing ως αναβάτης ενός σκουληκιού της άμμου, αρχίζει να αντιλαμβάνεται μια μεγάλη σοφία που ο Χάρι Πότερ κατάλαβε στα 12, στο δεύτερο βιβλίο εκείνης της σειράς (αν και για να είμαστε δίκαιοι, ο λογοτεχνικός Πολ είναι 15 χρονών): οι επιλογές μας δείχνουν αυτό που είμαστε, πολύ περισσότερο από τις ικανότητές μας. Η εσωτερική του πάλη με τη δύναμη, τη δικαιοσύνη και την ανθρωπιά καθρεφτίζεται στον έρωτά του με την Τσάνι (Ζεντάγια, δυναμική και πολύ συνοφρυωμένη), μια πολεμίστρια των Φρέμεν που έβλεπε στα όνειρά του στην πρώτη ταινία. Η σχέση τους κλονίζεται όταν εκείνη αρχίζει να αμφισβητεί την προφητεία, που μπορεί να ήταν κατασκεύασμα της αδελφότητας Μπένε Τζέσεριτ στο οποίο ανήκει η μητέρα του, ενώ τα προβλήματά του μεγαλώνουν όταν ο ψυχωτικός ανιψιός του βαρόνου, Φέιντ Ράουθα (Όστιν Μπάτλερ, με γωνίες που σκοτώνουν), αναλαμβάνει να σκοτώσει τον Πολ όταν οι Χαρκόννεν μαθαίνουν ότι τελικά είναι ζωντανός.
Είναι πολλή πλοκή, αλλά η ταινία τη βολεύει γενναιόδωρα – ενίοτε την απλώνει και πιο αραιά απ’όσο επιβάλλει ο ρυθμός της, με έναν υπερβολικά εύπλαστο ρεαλισμό που όμως απομακρύνεται από τις συνήθεις οδούς της επιστημονικής φαντασίας προς μια πιο λεπτομερή εξερεύνηση των δομών εξουσίας στο συναρπαστικό φινάλε. Παράλληλα με τον Πολ, ο Σαλαμέ εκπληρώνει εδώ το δικό του πεπρωμένο ως σταρ του σινεμά (αν και οι παγκόσμιες εισπράξεις της αμέσως προηγούμενης ταινίας του, του Γουόνκα, το είχαν ήδη μαρτυρήσει), και μάλιστα με ένα χαρακτήρα αντι-ήρωα, όχι υπερήρωα. Είναι μια ευχάριστη αλλαγή από την εμμονή της χολιγουντιανής μηχανής να τροφοδοτεί την ποπ κουλτούρα και το κοινό με ιστορίες και χαρακτήρες που κινούνται αποκλειστικά στο δίπολο “άσπρο και μαύρο”. Ο Πολ Ατρείδης ταιριάζει φοβερά στην τωρινή εποχή, με το main character σύνδρομό του και τις συνέπειες που αυτό επιφέρει. Το ότι κάποιος το αμφισβητεί μπορεί να είναι μόνο καλό νέο για το μέλλον του εμπορικού σινεμά.