Θα μπορούσε να είναι μια υπέροχη και διαφορετική έκπληξη-δώρο ανάμεσα σε δύο ερωτευμένους -κι όχι μόνο την ημέρα της θεσμοθετημένης και επιβεβλημένης δημόσιας διακήρυξης του έρωτά τους. Θα μπορούσε να είναι μια διαφορετική, με ζωντανά μοντέλα, επίσκεψη σ’ ένα μουσείο γεμάτο με εξαιρετικούς πίνακες ζωγραφικής. Θα μπορούσε να είναι μια διαφορετική βραδιά ποίησης και χοροθεάτρου μαζί. Ήταν όμως μια θεατρική παράσταση, η «Δόξα κοινή» στο θέατρο «Πορεία», με υλικό ποιήματα έντεχνα ή δημώδη, που υμνούν τον έρωτα, τα πάθη του, τα λάθη του, τα κρίματά του, τα όνειρά του, τις διαψεύσεις του, έτσι όπως τα συνταίριαξε ο Στρατής Πασχάλης κι έτσι όπως τα σκηνοθέτησε, στην πιο εξωστρεφή και τρυφερή δουλειά του, ο Δημήτρης Τάρλοου.
Στη σκηνή του «Πορεία» είναι μερικά απλά τραπέζια, το ένα δίπλα στο άλλο. Πάνω τους ή γύρω τους υπάρχουν κάποια καλοκαιρινά φυτά, στο αφυδατωμένο ξανθό του καλοκαιριού. Γύρω γύρω υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, γερμένοι στα τραπέζια, αποκαμωμένοι ή κοιμισμένοι. «Ναι, ήτο Ιούλιος· και όχι μόνον η οδός των Φιλελλήνων, μα και η Ντάπια του Μεσολογγιού και ο Μαραθών και οι Φαλλοί της Δήλου επάλλοντο σφύζοντες το φως, όπως στου Μεξικού τας αυχμηράς εκτάσεις πάλλονται ευθυτενείς οι κάκτοι της ερήμου, στην μυστηριακή σιγή που περιβάλλει τας πυραμίδας των Αζτέκων. (…) Το θερμόμετρον ανήρχετο συνεχώς. Δεν ήτο θάλπος, αλλά ζέστη -η ζέστη που την γεννά το κάθετο λιοπύρι» έγραφε ο Ανδρέας Εμπειρίκος «Εις την οδό των Φιλελλήνων», ένα πεζό του, που ήταν και η αφορμή γι’ αυτή τη σύνθεση και αυτή την παράσταση. Και ο Ανδρέας Εμπειρίκος αρχίζει να συνομιλεί με τον Κώστα Καρυωτάκη, τον Κωνσταντίνο Καβάφη, τη Μαρία Πολυδούρη, τη Σαπφώ, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Γιώργο Σεφέρη, τον Νίκο Εγγονόπουλο, τον Γεώργιο Χορτάτση, τον Διονύσιο Σολωμό, τον Γιώργο Σαραντάρη, τον Νίκο Καββαδία, με αγαπημένα παραδοσιακά τραγούδια και λιανοτράγουδα, με τη σκέψη του Γιάννη Τσαρούχη ασφαλέστατα.
Κι οι ηθοποιοί που βρίσκονται επί σκηνής, πάνω ή κάτω από τα τραπέζια, ευτυχείς μέσα σε περιπτύξεις ερωτικές ή θλιμμένοι για την απουσία της αγκαλιάς μεταφέρουν, μέσα από τα λόγια των ποιητών, τα λόγια των ανθρώπων. Τα εικονοποιούν με την καθοριστική συμβολή των φωτισμών του Αλέκου Αναστασίου. Τα τραγουδούν. Τα χορεύουν. Ο κατακόκκινος χυμός του ροδιού, που βάφει την παγοκολώνα, είναι το αίμα της γυναίκας του Μενούση, που «μεθυσμένος πάει την έσφαξε». Ή είναι «οι γυναίκες π’ αγαπούμε σαν τα ρόδια/ έρχονται και μας βρίσκουνε/ τις νύχτες/ όταν βρέχη/ με τους μαστούς τους καταργούν τη μοναξιά μας/ μεσ’ στα μαλλιά μας εισχωρούν βαθειά/ και τα κοσμούνε/ σα δάκρυα/ σαν ακρογιάλια φωτεινά/ σα ρόδια», όπως λέει ο Νίκος Εγγονόπουλος. Και μπροστά μας περνά «η έξαλλος παρέλασις περιπαθών δαιμόνων», μέσα από την κίνηση των γυναικών ηθοποιών της παράστασης.
Δυο νέα αγόρια «σε μια γωνιά του καπηλειού» νόμιζαν ότι «Δεν θα μας έβλεπε κανείς. Μα κιόλας/ είχαμεν εξαφθεί τόσο πολύ,/ που γίναμε ακατάλληλοι για προφυλάξεις. Τα ενδύματα μισοανοίχθηκαν -πολλά δε ήσαν/ γιατί επύρωνες θείος Ιούλιος μήνας», και το ποίημα του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη «Να μείνει» είναι μπροστά μας.
Θεατροποιοείται η ποίηση; Ναι, όταν υπάρχει έμπνευση (Δημήτρης Τάρλοου) και γνώση (Στρατής Πασχάλης). Και στη «Δόξα κοινή» υπήρχε. Και υπήρχαν και οι ηθοποιοί, οι φωνές τους και τα σώματά τους, που μας έκαναν να ταξιδέψουμε ξανά μέσα σε στίχους που γνωρίζουμε, να ξαναθυμηθούμε όσα μας έχουν συνδέσει με κάθε φθόγγο τους, να τους σιγοψιθυρίσουμε μαζί τους, να θυμηθούμε σε ποιον χρόνο εμπνεύστηκαν οι δημιουργοί τους, τι και ποιοι τους διαμόρφωσαν: «Άκου, άκου/ Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς;/ Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει -ακούς;/ Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμαι εγώ που κλαίω, μ’ ακούς/ Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς;» (Οδυσσέας Ελύτης). Ή «Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει/ μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς/ μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει/ και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς…» (Γ. Σεφέρης).
Ξεχωρίζω ένα κλικ παραπάνω τους Γιάννη Νταλιάνη, Άρη Μπαλή και τον νεαρό Ορέστη Χαλκιά από τους άντρες, τη Σίσσυ Τουμάση και την Ηλιάνα Μαυρομάτη από τις γυναίκες. Ενα κλικ. Γιατί όλοι μετείχαν στο τελικό αποτέλεσμα με αυταπάρνηση, όλοι είχαν βυθιστεί μέσα στους στίχους των ποιημάτων, όλοι σωματοποίησαν τις λέξεις.
Ήταν μόνο ένα ταξίδι στην ποίηση αυτή η παράσταση; Ήταν μόνο μια επίκληση στο συναίσθημα και στις μνήμες του καθενός; Σε καμία περίπτωση. Ήταν ταυτόχρονα και μια διαδρομή, μέσω της ποίησης, της γλώσσας και του θεάτρου, στις πολιτισμικές αντιλήψεις αυτού του τόπου, έτσι όπως πέρασαν στις σχέσεις των ανθρώπων, στις παραδόσεις που εγκλώβισαν διαθέσεις, που διαμόρφωσαν τους ρόλους του άντρα, της γυναίκας, του έρωτα, των προκαταλήψεων, των απαγορεύσεων. Μέσα από τα λόγια των ποιητών πάντα. Που γλύκαναν τα σκοτάδια και έδειξαν το φως. Όπως εκείνο του καυτού Ιουλίου: «Θεέ! Ο καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξη τέτοιο φως! Το φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνη μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Ελλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου», όπως έλεγε η τρυφερή φωνή του Ανδρέα Εμπειρίκου που ακούστηκε, κλείνοντας αυτό το ταξίδι.
Ασφαλώς ήταν μια γοητευτική, απελευθερωτική θεατρική εμπειρία, μικρή και δυνατή «σαν την έμπνευση. Δεν την προλαβαίνεις δυστυχώς πάντοτε». Οι συντελεστές της παράστασης, την πρόλαβαν.