Categories: ΜΟΥΣΙΚΗ

Μέρες Ραδιοφώνου με τον Τζίμη Πανούση

Η πρώτη ανάμνηση που έχω από τον πατέρα μου είναι ένα πολύ συγκεκριμένο μείγμα μυρωδιάς και ήχου. Αρχές 90s, Σάββατο ή Κυριακή, να επιστρέφει από το καράβι μυρίζοντας πετρέλαιο σαν παλιά εφημερίδα και να μπαίνει κατευθείαν για ντους, να φτιάχνει ζεστό νες αφού έχει ανακατέψει πρώτα τον καφέ με λίγο νερό για κάνα τέταρτο, να ανοίγει το κτηνώδες σύνθετο που είχε κάθε ζευγάρι παντρεμένο στα 80s αν σεβόταν τον εαυτό του και να βάζει τον Δούρειο Ήχο. Το κλασικό σήμα της εκπομπής με το ηχομοντάζ του «Εγώ χτυπώ την πόρτα σου» των Καραολή-Καλάκη με λίγο Χαρίλαο Φλωράκη να διαμαρτύρεται για τον ήχο, αρκούσε για να χαρίσει το πρώτο γέλιο πριν καν αρχίσει η εκπομπή. Ήμουν αρκετά μικρός για να πιάσω όλα όσα έλεγε στην παραληρηματική εκπομπή του, αλλά αφού έκανε τον κουρασμένο πατέρα μου να γελάσει σίγουρα ήταν κάτι καλό.

Κοιτώντας από μια ασφαλή απόσταση τα χρόνια της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αλλά και Σημίτη αργότερα, κι αποτιμώντας παράλληλα το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο της εποχής με τη σοφία του σήμερα, καταλήγεις μάλλον εύκολα στο συμπέρασμα ότι η σατυρική εκπομπή του Τζιμάκου ήταν και η πιο σοβαρή. Κάθε Σάββατο και Κυριακή παρουσίαζε την ειδησεογραφική ανασκόπηση της εβδομάδας, έβαζε ενδιαφέρουσα μουσική, έκανε τις θρυλικές φάρσες, κι όλα αυτά με μια αίσθηση ότι άκουγες έναν φίλο γιατί ο Τζίμης απευθυνόταν πάντα στο β’ ενικό. Στον έναν και μοναδικό ακροατή του. Εσένα…

Αρχικά οι τηλεφωνικές φάρσες ήταν το αγαπημένο μου, ίσως το μοναδικό κομμάτι που ο χειμαρρώδης λόγος του γινόταν λίγο πιο φυσιολογικός και ήταν πιο εύκολο να (τον παρ)ακολουθήσω. Οι φάρσες του Τζιμάκου ήταν λίγο διαφορετικές από τις συνηθισμένες. Ναι εκνεύριζαν τον αποδεκτή, αλλά απουσίαζε η βωμολοχία και δεν ήταν κακόβουλες. Πέρα από το γέλιο που έβγαζαν ήταν μια καλή λαογραφική αποτύπωση της κοινής γνώμης στους καιρούς πριν το Ίντερνετ. Μάθαινες τι σκεπτόταν ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας για το «Μακεδονικό», για την ιδιωτικοποίηση των αστικών συγκοινωνιών (ναι, δεν έχουμε κάνει κι άλματα στην επικαιρότητα από τότε), την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, τις καταλήψεις στα σχολεία και τα πανεπιστήμια κλπ.

Επί Μεσογειακών Αγώνων, ενημέρωσε την αρμόδια υφυπουργό Φανή Πάλλη Πετραλιά ότι «έχουν χάσει την τάπα της ολυμπιακής πισίνας στο ΟΑΚΑ και δε θα μπορέσουν να γεμίσουν την πισίνα για τους αυριανούς τελικούς».

Τα «θύματα» χωρίζονταν σε δυο βασικές κατηγορίες. Στην πρώτη, φίλοι της εκπομπής έδιναν γνωστούς και γείτονες με μια σύντομη περιγραφή κι ο Τζίμης αναλάμβανε τα υπόλοιπα. Χαρακτηριστικά θυμάμαι, τότε που ήταν μόδα να βγάζουμε την τηλεόραση στο μπαλκόνι όταν είχε ζέστη, να παίρνει τηλέφωνο έναν τύπο και να του κάνει παράπονα ως γείτονας ότι δεν αντέχει άλλο να ακούει το κανάλι της Αυριανής. Εξοργισμένο το θύμα ούρλιαζε ότι ξέρει «ποιος φασίστας είναι» κι ότι από δω και πέρα «θα έβαζε τέρμα την εκπομπή του Βαγγέλη Γιαννόπουλου» ακόμα κι αν έλειπε απ’το σπίτι.

Η δεύτερη μεγάλη κατηγορία ήταν οι περιοχές της καλής κοινωνίας ή/και εκείνες που η δεξιά έπαιρνε με υψηλά ποσοστά. Παπάγου, Φιλοθέη, Παλαιό Φάληρο είχαν μπει στο στόχαστρο – δεν ήταν οι μόνες βέβαια. Άλλες φορές, τηλεφωνούσε είτε ως φίλος φίλου είτε ως αστυνομικός κι ενημέρωνε συντηρητικές οικογένειες ότι η κόρη τους έχει οργανωθεί στην ΚΝΕ. Ως δήθεν λυκειάρχης  έλεγε στους γονείς ότι τα παιδιά τους είναι καταληψίες, ως κομματάρχης της ΝΔ ότι πρέπει να βάψουν μπλε κάποιον εξωτερικό τοίχο τους σπιτιού προσθέτοντας ένα συνθημα υπέρ της ΝΔ γιατί «το ΠΑΣΟΚ ανεβαίνει στη γειτονιά» κι άλλα τέτοια όμορφα. Περιοδικά «χτύπαγε» και πιο VIP στόχους. Επί Μεσογειακών Αγώνων, ενημέρωσε την αρμόδια υφυπουργό Φανή Πάλλη Πετραλιά ότι «έχουν χάσει την τάπα της ολυμπιακής πισίνας στο ΟΑΚΑ και δε θα μπορέσουν να γεμίσουν την πισίνα για τους αυριανούς τελικούς».

«Ακραία Επικοινωνιακά Φαινόμενα» – ΣΚΑΪ, 2002-05

Όσο περνούσαν τα χρόνια, ανακάλυπτα και τον βαθύτατα πολιτικό λόγο του. Για πολύ κόσμο απλά έκανε χαβαλέ, αλλά διαβάζοντας λίγο πιο προσεκτικά αντιλαμβανόσουν πώς αναδείκνυε τα πιο σοβαρά πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα με τρόπο που άλλοτε προκαλούσε γέλιο κι άλλοτε αμηχανία. Πολύ συχνά, το μέσο του ήταν ο αυτοσαρκασμός. Για παράδειγμα θέλοντας να δείξει μια αδυναμία του σύγχρονου ΚΚΕ μπορούσε να ξεκινήσει από την ΕΑΜογενή καταγωγή του, να περάσει αυτοσαρκαζόμενος στο ξύλο που έφαγε στο Χημείο από τα ΚΝΑΤ, να κάνει ένα προβοκατόρικο σχόλιο για την συγκυβέρνηση του ‘89, να προχωρήσει σε ερωτική εξομολόγηση στην Αλέκα Παπαρήγα και να καταλήξει στο ότι «εντάξει, καλό είναι το ΚΚΕ σε σχέση με τον Νίκο Κωνσταντόπουλο που είναι και Πελοποννήσιος». Αποσπασματικά, κάθε στιγμιότυπο είναι αστείο από μόνο του, αν τα ακούσεις όμως προσεκτικά όλα μαζί είχες μια πληρέστατη και σοβαρότατη ανάλυση για τα τεκταινόμενα στην μεταπολεμική ελληνική αριστερά (γι’αυτό και πολλοί ηχογραφούσαν σε κασέτα τις εκπομπές για να τις ξανακούσουν με την ησυχία τους).

Έθιγε θέματα που τότε είτε ήταν ταμπού είτε δεν υπήρχε ενδιαφέρον κι αφορούσαν μόνο το περιθώριο. Μιλούσε για τους Αλβανούς μετανάστες που μόλις είχαν έρθει και πως η απάθειά μας θα οδηγήσει κάποια στιγμή στα πογκρόμ. Μίλησε δυνατά για τους γκέι και τις τρανς ξεσκεπάζοντας τη μικροαστική υποκρισία της κοινωνίας μας. Πάντα με γλυκόπικρα αστεία που όμως έβαζαν τον σπόρο του προβληματισμού στον ακροατή.

Το τρίτο κομμάτι ήταν η μουσική, έδινε τις απαραίτητες ανάσες χωρίς εισαγωγικά στον οικοδεσπότη αφού ήταν τόσο πυκνός και γρήγορος ο ραδιοφωνικός του λόγος που νόμιζες ότι μπορούσε να μιλήσει για κάνα 10λεπτο με μια ανάσα. Η playlist είχε σουρεαλιστική σύνθεση, αφού άκουγες από τα δικά του με τις Μουσικές Ταξιαρχίες αλλά και σόλο (αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει), δημοτικά τραγούδια από όλη την Ελλάδα, Καζαντζίδη και Πάνο Γαβαλά, κλασική μουσική, ρεμπέτικα και ό,τι θεωρούσε ότι λόγω επικαιρότητας μπορούσε να τον βοηθήσει να πει καλύτερα αυτά που ήθελε να πει. Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια: όταν έβαζε μουσική, μέχρι τις τελευταίες ραδιοφωνικές εκπομπές του, πότε δεν μιλούσε παράλληλα και ποτέ δεν «πετσόκοβε» τα κομμάτια, θυμίζοντας την εποχή των παράνομων σταθμών που πρόσφεραν υλικό για mixtapes και η σιωπή του ραδιοφωνικού παραγωγού ήταν χρυσή και οι καθαρές αλλαγές ανεκτίμητες. Ακόμα και τους τίτλους των τραγουδιών τους έλεγε συγκεντρωτικά στο τέλος της εκπομπής, σαν ένα λιθαράκι αβρότητας στον μοναδικό του ακροατή.

Όλα αυτά με μια αίσθηση ότι άκουγες έναν φίλο γιατί ο Τζίμης απευθυνόταν πάντα στο β’ ενικό. Στον έναν και μοναδικό ακροατή του. Εσένα…

Τι ήταν τελικά οι ραδιοφωνικές εκπομπές του Τζιμάκου; Σαφέστατα, μια ευχάριστη εισαγωγή πριν από την καθιερωμένη βόλτα κάθε Σάββατο και Κυριακή, περισσότερο όμως ένα κεντρί που σε έκανε να σκεφτείς, να αμφιβάλλεις για όσα θεωρούσες δεδομένα, ακόμα και να αναρωτηθείς το αυτονόητο… μήπως είσαι κι εσύ μαλάκας σε τελική ανάλυση; Ακούγοντας παλιές εκπομπές δεν εντυπωσιάζει μόνο η δικαίωση όσων έλεγε ή η επικαιρότητα που ελάχιστα έχει αλλάξει, αλλά η φρεσκάδα του λόγου που με τίποτα δε θυμίζει ηχητικό ντοκουμέντο 30 χρόνων. Κερασάκι στην τούρτα; Σταμάτησε τις εκπομπές του προτού αποκτήσει χαρακτηριστικά γεροπαράξενου που του φταίνε όλα κι έχει χάσει τελικά αυτό το τόσο οξυμένο κριτήριο που τον έκανε μοναδικό.

Τζιμάκο, ευχαριστούμε και για τις μέρες ραδιοφώνου…

Βασίλης Κ. Κουρουμιχάκης

Share
Published by
Βασίλης Κ. Κουρουμιχάκης